Μπορεί πολλοί να παραξενεύτηκαν όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόσφατη ομιλία του στο Κογκρέσο αναφέρθηκε στα πολλά κοινά σημεία που μπορεί να βρει κανείς ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ελλάδα. Πέραν των κεντρικών γεγονότων που λίγο πολύ είναι γνωστά, υπάρχουν κι άλλες συσχετίσεις, λιγότερο γνωστές, αλλά εξίσου σημαντικές.
Πόσοι ξέρουν, άραγε, τον ζωγράφο Κωνσταντίνο Μπρουμίδη που με το έργο του αποτέλεσε μια έμμεση γέφυρα ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι τέχνες ενώνουν τους λαούς και ο Μπρουμίδης το έκανε με το έργο του. Τούτος ο Μιχαήλ Άγγελος του Καπιτωλίου, όπως έχει μείνει στην ιστορία, έζησε μια ζωή άκρως μυθιστορηματική και έντονη. Γεμέτη συγκινήσεις, αλλά σπουδαίες δημιουργίες.
Θα πρέπει να μεταφερθούμε στο μακρινό 1800 για να περπατήσουμε με τα χνάρια του. Ο πατέρας του, Σταύρος, ήταν από τα Φιλιατρά, όμως η αποτυχία του Ορλωφικού κινήματος τον αναγκάζει να ξεσπιτωθεί, να μεταβεί στην τότε βενετική Ζάκυνθο και στη συνέχεια στη Ρώμη. Εκεί θα παντρευτεί την Ιταλίδα Annamaria Bianchini και το 1805 θα γεννηθεί ο γιος τους Κωνσταντίνος Μπρουμίδης.
Από μικρός ο Μπρουμίδης δείχνει τις καλλιτεχνικές τάσεις του με αποτέλεσμα να σπουδάσει εικαστικές τέχνες στη Ρώμη, στην Accademia di San Luca, όπου είχε δασκάλους, μεταξύ άλλων, τους Camuccini, A.Canova και Bertel Thordwalsen.
Κοντά τους διδάχτηκε να προσεγγίζει με νέο τρόπο την κλασική και νεοκλασική τέχνη, καθώς και την ανάδειξη ιστορικών και θρησκευτικών θεμάτων. Εχοντας δείξει από νωρίς την αξία του, του αναθέτουν μια σειρά από σημαντικά έργα όπως η Παναγία του Αρκέτο, το Παλάτσο και το Θέατρο Τορλόνια στη Ρώμη. Παράλληλα, καταφέρνει να περάσει το άδυτο του Βατικανού με αποτέλεσμα να διακοσμήσει αρκετές εκκλησίες της Ρώμης, ενώ ζωγράφισε και το πορτρέτο του Πάπα Γρηγορίου του 16ου.
Οταν το 1848 αρχίζουν οι κοινωνικές συγκρούσεις στην Ιταλία, ο Μπρουμίδης βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα. Μένει ή φεύγει; Ο λαός ζητούσε την ένωση όλων των ιταλικών κρατιδίων και διαπνεόταν από ένα δημοκρατικό όραμα που δεν άρεσε στο παπικό κράτος. Ο Μπρουμίδης είχε χριστεί λοχαγός του παπικού κράτους, αλλά μέσα του ήταν βαθύτατα δημοκράτης και φιλελεύθερος.
Σε μία από τις συγκρούσεις δόθηκε εντολή στις παπικές δυνάμεις να πυροβολήσουν το πλήθος των επαναστατών. Εκεί ο λοχαγός Μπρουμίδης υψώνει το ανάστημά του και αρνείται να εκτελέσει τις διαταγές. H πράξη του απέκτησε χαρακτηριστικά θρύλου, που όμως τον οδήγησε στη φυλακή για 14 μήνες. Απελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση του Πάπα Πίου του 9ου με την προϋπόθεση πως θα έφευγε από την Ιταλία και δεν θα επέστρεφε ποτέ.
Τότε βρέθηκε στο διάβα του ένας αμερικανός φίλος του και του πρότεινε να περάσει τον Ατλαντικό για να βρει εκεί την καλλιτεχνική του Μέκκα. Ναι, ο Μπρουμίδης ήταν από τους πρώτους Έλληνες που βίωσαν το αμερικανικό όνειρο.
Φτάνει στην Αμερική το 1852 έχοντας αφήσει πίσω του δύο χώρες. Την Ελλάδα δεν την επισκέφθηκε ποτέ, ενώ την Ιταλία την έχασε για πάντα. Φτάνοντας στις ΗΠΑ υπογράφει ως εξής: «Γεννημένος στη Ρώμη, από τον Σταύρο Μπρουμίδη, από τα Φιλιατρά, περιοχή της Μεσσηνίας, στην Πελοπόννησο, στην Ελλάδα…».
Σύντομα λαμβάνει την αμερικανική υπηκοότητα και αφού άρχισε να εργάζεται σε διάφορα έργα, το 1855, έχοντας μόλις επιστρέψει από την πόλη του Μεξικού όπου είχε διακοσμήσει τον μητροπολιτικό ναό της «Αγίας Τριάδας», διάβασε την αγγελία για το Καπιτώλιο. Ο αρχιτέκτονας Meigs που αναζητούσε συνεργάτες, έγραψε στο ημερολόγιό του σχετικά: «συνάντησα ένα γεμάτο ζωή ηλικιωμένο άντρα, με μία πολύ κόκκινη μύτη είτε από τον μεξικανικό ήλιο είτε από το μπράντι.»
Από εκείνο το σημείο και μετά αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια του Καπιτωλίου. Συγκεκριμένα, από το 1855 έως το τέλος της ζωής του δεν σταμάτησε να διακοσμεί το Καπιτώλιο. Συγκεκριμένα, διακόσμησε την Προεδρική Αίθουσα, την Αίθουσα των Συνεδριάσεων της Βουλής, την Αίθουσα της Υποδοχής της Γερουσίας, τα κάγκελα για όλες τις σκάλες στους διαδρόμους της Γερουσίας, κ.ά.
Ολότελα αναγεννησιακός στην τέχνη και το στυλ του, ο Μπρουμίδης, εκτιμούσε την τεχνοτροπία του Ραφαήλ, το μπαρόκ στη νωπογραφία, αλλά τελικά έμεινε στην ιστορία ως ο «Μιχαήλ Άγγελος του Καπιτωλίου των ΗΠΑ» λόγω της τεχνικής των νωπογραφιών του Μιχαήλ Αγγέλου που πρώτος αυτός εφάρμοσε στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα με το κορυφαίο έργο του την «Αποθέωση του Ουάσινγκτον», στη Ροτόντα, στο κέντρο του Καπιτωλίου, το οποίο δημιούργησε μέσα σε 11 μόνο μήνες και τη ζωφόρο με έργα που απεικονίζουν σημαντικά γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας.
Η ιταλίδα μητέρα του του εμφύσησε την έννοια του στυλ και του ρυθμού ακόμη και στα ρούχα που φορούσε. Μπορεί μέσα στην ημέρα θα φορούσε την ενδυμασία του ζωγράφου, καθώς έπρεπε να περνάει πολλές ώρες πάνω σε μια σκαλωσιά, αλλά όταν έπρεπε, σε επίσημες δεξιώσεις και γεύματα, δεν ξεχνούσε ποτέ τα σακάκια με τα μεγάλα πέτα που του άρεσαν, τα λευκά πουκάμισα και το ανάλογο παπιγιόν.
Μα, ακόμη και τα ρούχα της δουλειάς του ήταν προσεγμένα. Δεν ξεχνούσε ποτέ να φοράει γιλέκο και παλτό σε στυλ joustacorps (αρκετά μακρύ με επίσης μεγάλα πέτα).
Ο Μπρουμίδης ήταν ένας παθιασμένος άνθρωπος. Εζησε για να ζωγραφίζει, αφήνοντας την προσωπική του ζωή σε δεύτερη μοίρα. Οταν έφυγε από την Ιταλία έχασε διαπαντός την οικογένειά του, ενώ η δεύτερη γυναίκα του, Lola Germon τον εγκατέλειψε, βυθίζοντας την καρδιά του στη θλίψη. Δυστυχώς η ζωή του μετά τον χωρισμό κατέληξε σε δράμα. Παράλληλα, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την εχθρότητα κάποιων Αμερικανών που δεν μπορούσαν να δεχθούν πως ένα πρόσφυγας είχε φτάσει στο σημείο να δημιουργεί έργα για το Καπιτώλιο.
Η ψυχική του κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Καίτοι πληρωνόταν για τα έργα του στο Καπιτώλιο, δεν του έμενε τίποτα στην τσέπη, καθώς τα φάρμακα που έπρεπε να αγοράζει για την κλονισμένη υγεία του κόστιζαν ακρινά.
Την 1η Οκτωβρίου 1879 ο Μπρουμίδης σε ιδιαίτερα άσχημη κατάσταση ανεβαίνει στη σκαλωσιά για να ολοκληρώσει κάποια σχέδιά του στο «Διάζωμα» του Καπιτωλίου. Πέφτει όμως απότομα στο δάπεδο και από τότε δεν ξανασηκώθηκε ποτέ. Προσπάθησε να εργαστεί σπίτι του, ήταν ολότελα ισοπεδωμένος σωματικά και ψυχολογικά. Πέθανε πάμφτωχος, το πρωί στις 6.30 τη 19η Φεβρουαρίου του 1880.
Διαβάστε ακόμα: Το παράφορο στυλ του Περικλή Γιαννόπουλου (1869-1910).