Μουστάκι ταγιαρισμένο, χωρίς ποτέ σχεδόν να φοράει γραβάτα. Το στυλ του έφερνε στο αγγλικό, αλλά ήταν πολύ απλό. Αγαπούσε τα τουίντ σακάκια κι εκείνα με τα λεπτά καρό. Ένα πουλόβερ από μέσα χωρίς λαιμόκοψη κι αυτό ήταν όλο.

«Θεωρώ τον εαυτό μου όχι έναν διανοούμενο, δηλαδή ως κάποιον που λέει τη γνώμη του μέρα-νύχτα περί παντός επιστητού. Έχω τις προσωπικές μου προτιμήσεις για το ένα ή το άλλο, αλλά αυτό που σκέφτομαι κι αυτό που επιχειρώ να κάνω, απευθυνόμενος για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Νίτσε “σε όλους και σε κανέναν”, δεν μπορεί να παραμείνει παρά υπόγειο και να ασκήσει, αν πρόκειται ποτέ να την ασκήσει, μια εξουσία αόρατη παρά ορατή. Εξάλλου, για να χρησιμοποιήσω μια φόρμουλα, δεν είναι ο άνθρωπος που σκέφτεται, αλλά η σκέψη που σκέφτεται τον άνθρωπο».

«Όταν ήμουν μικρός, ο αδελφός μου κι εγώ είχαμε μια Γερμανίδα γκουβερνάντα που όταν μας έβαζε να κοιμηθούμε, κάθε βράδυ, σβήνοντας το φως, μας έλεγε: “Ακόμα μια μέρα που δεν θα ξανάρθει ποτέ”. Αυτό μας προκαλούσε ένα είδος έκπληξης: πώς μπορεί μια μέρα να μην ξανάρθει; Πρέπει να ήμουν 4-5 χρόνων τότε, κι έχω πάντα αυτήν την εντύπωση της μέρας που δεν θα ξανάρθει, κι ένα προαίσθημα πως με το χρόνο θα υπάρξει πρόβλημα. Τι ήταν το χθες, τι είναι το σήμερα, τι θα είναι το αύριο;».

«Κάθε μέρα, πίνω μελάνι. Τα έντυπα είναι το ναρκωτικό μου», έλεγε αστειευόμενος, πηγαίνοντας ν’ αγοράσει την εφημερίδα Le Monde στο περίπτερο της λεωφόρου Μονπαρνάς. Ο σάλος του πλανήτη, αυτό «το παιχνίδι του κόσμου και της περιπλάνησης», όπως και της πληροφορίας που αυτοκαταναλώνεται μόλις συνταχθεί συνάρπαζαν τον Αξελό, που πέθανε στο Παρίσι στις 4 Φεβρουαρίου του 2010 σε ηλικία 85 ετών.

Η κινησιολογία του ήταν εκείνη ενός εστέτ, ενώ η εκφορά λόγου του σε έκανε να πιστεύεις ότι ήθελε να εμπλουτίσει τη γαλλική και την ελληνική με οξφορδιανή προφορά.

Τον έβλεπες να μιλάει κι είχες την εντύπωση ότι μπροστά σου βρισκόταν ένας τεράστιος γάτος, ευθυτενής, με ψηλή κορμοστασιά που πρέπει να φάνταζε θεόρατος στην εποχή του. Μουστάκι ταγιαρισμένο, χωρίς ποτέ σχεδόν να φοράει γραβάτα. Το στυλ του έφερνε στο αγγλικό, αλλά ήταν πολύ απλό. Αγαπούσε τα τουίντ σακάκια κι εκείνα με τα λεπτά καρό. Ένα πουλόβερ από μέσα χωρίς λαιμόκοψη κι αυτό ήταν όλο.

Υπήρχε ένας ναρκισσισμός στην παρουσία του και εξαιρετική ευγένεια. Η κινησιολογία του ήταν εκείνη ενός εστέτ, ενώ η ιδιαίτερη εκφορά λόγου του σε έκανε να πιστεύεις ότι ήθελε να εμπλουτίσει τη γαλλική και την ελληνική γλώσσα με οξφορδιανή προφορά.

Ο Κώστας Αξελός δεν ήταν ένας «διανοούμενος», ούτε ένας «φιλόσοφος».Ήταν ένας στοχαστής, και, άρα, ένας έξοχος αναγνώστης. (Φωτογραφία: alchetron.com)

Δήλωνε πολυγαμικός. Εξάλλου έζησε πολλούς και σφοδρούς έρωτες, μεταξύ των οποίων με τη Ρέα Καραβά, πρώην σύντροφο του Ελύτη και του Σεφέρη, τη Françoise Gilot, πρώην σύντροφο του Picasso, ως τη μεταφράστριά του και τελευταία του σύντροφο Κατερίνα Δασκαλάκη. Με τους Έλληνες διανοητές δεν είχε σχέσεις, εκτός από τον Τσουκαλά και τον Βέλτσο. Όπως κι ο Καστοριάδης, έτσι κι εκείνος, ένιωθε ένας Γάλλος που απλώς γεννήθηκε στην Αθήνα.

Ο Κώστας Αξελός δεν ήταν ένας «διανοούμενος». Ούτε ένας «φιλόσοφος» ούτε ένας «συγγραφέας» ούτε ένας «ποιητής», με τη συμβατική έννοια του όρου. Τι ήταν λοιπόν; Ένας στοχαστής, και, άρα, ένας έξοχος αναγνώστης.

Η σκέψη του λαγαρή, λαμπερή, παράκαιρη, είχε διαρκώς να κάνει με το ον και το πλανητικό πεπρωμένο, αδιαφορώντας για το βαβουριάρικο «νέο» λόγο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Στο τελευταίο του βιβλίο Αυτό που επέρχεται, κείμενο δομημένο σε αποσπάσματα που διαβάζεις με το χαρτοκόπτη στο χέρι, συνδέει την προσπάθειά του να «θέτει ερωτήματα για τα οποία δεν υπάρχουν απαντήσεις» με τη σκέψη του Ηράκλειτου, τον οποίο μελέτησε σε βάθος και ασπάστηκε.

Όπως κι ο Καστοριάδης, έτσι κι εκείνος, ένιωθε ένας Γάλλος που απλώς γεννήθηκε στην Αθήνα. (Φωτογραφία: alchetron.com)

Το έργο του είναι μια διαρκής αναρώτηση σχετικά με τη μοίρα του «ανθρώπου του σήμερα» που «ούτε νοιάζεται ούτε χρειάζεται τη σκέψη και την ποιητικότητα». Υπάρχει μια μελαγχολία που θυμίζει Ηράκλειτο στον Αξελό, μια υποψία ήρεμης μισανθρωπίας, κάτι το ελεγχόμενο με μαεστρία σκοτεινό, αλλά και το όραμα μιας «πλανητικής σκέψης» να μπαίνει σε λειτουργία, καθώς «τα πάντα ρει» σε έναν κόσμο που διέπεται από «την ενότητα των αντιθέτων».

Το 1945 διαγράφεται από τις τάξεις του ΚΚΕ, ενώ καταδικάζεται σε θάνατο από το Κράτος. Αποφασίζει να εγκαταλείψει την Ελλάδα και καταφέρνει να επιβιβαστεί με προορισμό το Παρίσι στο περίφημο Ματαρόα. Συνεπιβάτες του ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Κώστας Παπαϊωάννου, με τους οποίους θα μείνουν μια ζωή στενά δεμένοι. Θα συνεχίσει τις σπουδές φιλοσοφίας στη Σορβόννη όπου στη συνέχεια θα γίνει καθηγητής.

Ενώ δημιουργείται η κίνηση «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» με τον Πιερ Λεφόρ, ο Κώστας Αξελός θα πάρει μέρος από το 1956 σ’ αυτήν τη διανοητική μυθολογία που συγκροτεί το μετα-μαρξιστικό περιοδικό Arguments, στο οποίο συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ονόματα όπως αυτά του Εντγκάρ Μορέν, του Ρολάν Μπαρτ και του Ζορζ Περέκ. Τότε θα μεταφράσει και θα κάνει γνωστό το έργο του Χάϊντεγκερ και του Λούκατς. Το 2006, στο αγαπημένο του τραπέζι στο Select, θα δηλώσει: «Ήμασταν σύντροφοι, με την έννοια της ελληνικής φιλίας. Και δεν αγαπούσαμε τις λέξεις σε -ισμός».

 

Διαβάστε ακόμα: Ιάννης Ξενάκης (1922-2001), ο Ιανός

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top