Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας χρυσοχόων της Κωνσταντινούπολης, η οποία τον προόριζε για αξιωματικό του Ναυτικού

Σαν σήμερα, 28 Ιουνίου 1985, φεύγει από τη ζωή ο αγαπημένος «Λαμπρούκος» του ελληνικού σινεμά. Έπασχε από διαβήτη. Τα τελευταία χρόνια, μετά από δύο εγκεφαλικά, είχε αποσυρθεί από το θέατρο. Ζούσε στο σπίτι με τη γυναίκα του Φιλιώ. Σε κατάθλιψη. Δεν μιλούσε, έγραφε και κρατούσε σημειώσεις σ’ ένα μπλοκάκι. «Στο διάβολο» ήταν το μόνο που εκστόμιζε. Τα δημοσιεύματα της εποχής τον αποκαλούσαν «ο έγκλειστος της Βάρκιζας».

Σε πολλά ελληνικά νοικοκυριά, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας εικάζω ότι κατέχει περίοπτη θέση στο σκρίνιο με τις οικογενειακές φωτογραφίες. Μέσα από τους ρόλους του σκόρπισε όσο κανένας άλλος το γέλιο και τη συγκίνηση. Όμως, ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος που δεν μπήκε ποτέ σε καλούπι.

Ευγενής, καλοντυμένος και… λαμπρός.

Στο Παρίσι, τον ανακαλύπτει ο σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να δουλεύει ως μοντέλο και να κάνει τον κομπάρσο σε θεατρικές παραστάσεις.

Βέρος Κολωνακιώτης, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913. Ήταν γόνος αρχοντικής οικογένειας χρυσοχόων της Κωνσταντινούπολης, η οποία τον προόριζε για αξιωματικό του Ναυτικού ή για εκτιμητή πολύτιμων λίθων, σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση.

Τον έστειλαν λοιπόν αρχικά στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, αλλά ο Λάμπρος τό ’σκασε και τρύπωσε σ’ ένα καράβι που πήγαινε για Πειραιά. Γλίτωσε το στρατοδικείο, χάρη στην επέμβαση ενός θείου του συνταγματάρχη. Κατόπιν, το 1931, τον έστειλαν στο Παρίσι για να μάθει τα μυστικά της κοσμηματοποιίας. Εκείνος προτίμησε την υποκριτική.

Το παίξιμό του

Στο Παρίσι, τον ανακαλύπτει ο σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να δουλεύει ως μοντέλο και να κάνει τον κομπάρσο σε θεατρικές παραστάσεις. Ακούει στο όνομα Κονστάν Νταράς. Μετά από 4 ταινίες που γυρίστηκαν στη Γαλλία, επιστρέφει στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1938. Πολεμάει στο αλβανικό μέτωπο ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός μαζί με τον φίλο του Οδυσσέα Ελύτη, όπου τραυματίζεται βαριά και παρασημοφορείται.

Είναι το γεροντοπαλίκαρο, ο αρχοντάνθρωπος, ο γυναικάς που χλιμίντριζε όταν ερωτευόταν, ο πλούσιος μπαμπάς της Αλίκης Βουγιουκλάκη, ο αλησμόνητος «Μαυρογιαλούρος».

Παίζει στο ελληνικό θέατρο για 40 χρόνια. Σύνολο, 191 παραστάσεις. Χαρακτηρίζεται ως ένας «υπέροχος ηθοποιός ρυθμού που έχει σπάνια αίσθηση του θεατρικού χρόνου, με τέλεια κατοχή των εκφραστικών μέσων».

Άψογος με τα πιν-στράιπ, ακόμα και με παρδαλά αξεσουάρ της εποχής.

Την καρδιά, όμως, του κοινού θα κερδίσει μέσα από τους κωμικούς ρόλους του στον κινηματογράφο. Μάλιστα, πρωταγωνίστησε και στην πρώτη ομιλούσα ταινία ελληνικής παραγωγής, Το τραγούδι του χωρισμού του 1940, το οποίο υπέγραφε ο Φιλοποίμην Φίνος.

Ντυνόταν στου «Χριστάκη». Φίνα μάλλινα παλτό ψαροκόκαλο, pinstriped κοστούμια το χειμώνα, σταυρωτά με ζιβάγκο, λευκά λινά το καλοκαίρι.

Εμφανίζεται σε συνολικά 90 ταινίες. Είναι το γεροντοπαλίκαρο, ο αρχοντάνθρωπος, ο γυναικάς που χλιμίντριζε όταν ερωτευόταν, ο πλούσιος μπαμπάς της Αλίκης Βουγιουκλάκη, ο αλησμόνητος «Μαυρογιαλούρος». Καλοσυνάτος και ανοιχτόκαρδος, γλυκύτατος, αμετανόητος γλεντζές και χωρατατζής, του αρέσει να νεανίζει, να παλιμπαιδίζει, να αυτοσαρκάζεται. Και είχε καταπληκτική φωνή.

Σε ηλικία 26 ετών.

To ντύσιμό του

Ντυνόταν στου «Χριστάκη». Φίνα μάλλινα παλτό ψαροκόκαλο, pinstriped κοστούμια το χειμώνα, σταυρωτά με ζιβάγκο, λευκά λινά το καλοκαίρι. Μαζί λευκές pochettes, μονόγραμμα στα πουκάμισα, μεταξωτές γραβάτες. Καβουράκι βαλμένο λοξά και δανδίστικο κράτημα του Gauloise που υπογράμμιζε το σεβαλιέ δαχτυλίδι. Ήταν αριστοκρατικός και κομψευόμενος α λα γαλλικά, περνώντας με άνεση από το παπιγιόν στο φουλάρι μέσα από το πουλοβεράκι. Υποδειγματικά άψογος.

Οι έρωτές του

Από μικρός ήταν ο γόης του σχολείου κι ο καρδιοκατακτητής της παρέας. Τα κορίτσια δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στο αθλητικό του παράστημα, τη λεβεντιά του, τα καταγάλανα μάτια του. Στο Παρίσι του 1931, μαγεμένος απ’ τη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας, μποέμης, ξεσάλωνε με τους φίλους του μέχρι πρωίας. Πάντα συντροφιά με ωραίες γυναίκες, οι Γάλλοι τον αποκαλούσαν «Le beau Grec».

Έχοντας επιστρέψει στην πατρίδα, γνωρίζει τον πρώτο του μεγάλο έρωτα στα υπέροχα μάτια της Γιούλης Γεωργοπούλου. Γνωρίζονται στην κωμωδία του Αλέκου Λιδωρίκη Μια ζωή είναι αυτή. Ίσαμε τότε, ήταν κατά του γάμου, των παιδιών και της οικογένειας. Όμως η Γιούλη σήμαινε γι’ αυτόν κάτι διαφορετικό. Και μαζί η γερμανική κατοχή και η φτώχεια που τους φέρνουν πιο κοντά. Παντρεύονται στις 9 Δεκεμβρίου του 1945.

Δανδίστικο κράτημα του τσιγάρου που υπογράμμιζε το σεβαλιέ δαχτυλίδι.

Ο Κωνσταντάρας έστησε τη νύφη στην εκκλησία για μια ολόκληρη ώρα, γιατί άκουγε στο ραδιόφωνο τον αγώνα της ΑΕΚ.

Αλλά το σκηνικό ήταν επεισοδιακό. Ο Κωνσταντάρας έστησε τη νύφη στην εκκλησία για μια ολόκληρη ώρα, γιατί άκουγε στο ραδιόφωνο τον αγώνα της ΑΕΚ. Έφτασε μάλιστα φοβερά εκνευρισμένος. Η ομαδάρα του, της οποίας τη φανέλα είχε φορέσει κάποτε ως τερματοφύλακας, είχε χάσει. Ο συζυγικός βίος, στη συνέχεια, περιέλαβε ένα παιδί (τον δημοσιογράφο Δημήτρη Κωνσταντάρα) και πολλές απιστίες. Χώρισαν.

Με την Άννα Καλουτά.

Με την Άννα Καλουτά γνωρίζονταν από τον πόλεμο του ’40, όταν τον είχε συναντήσει για πρώτη φορά τραυματισμένο στο νοσοκομείο. Ο έρωτάς τους γεννήθηκε όταν έπαιζαν μαζί στον θίασο της Κοτοπούλη. Αρχικά οι καβγάδες τους ήταν τόσο έντονοι που η Κοτοπούλη τους ρωτούσε αν είναι ερωτευμένοι. Έξαλλοι και οι δύο απαντούσαν θυμωμένα: -«Εγώ μ’ αυτή την ψηλογαϊδούρα;» έλεγε ο Λάμπρος. -«Εγώ μ’ αυτόν τον άχαρο ψηλέα;» έλεγε η Καλουτά. Ο σφοδρός αυτός έρωτας κράτησε από το 1949 ώς το 1954.

Με τον γιο του, Δημήτρη.

Ο τρίτος κατά σειρά μεγάλος έρωτας ακούει στο όνομα Χριστίνα Σύλβα Πουλοπούλου.  Ήταν εκείνος που την επέβαλε ως πρωταγωνίστρια. Μοιράστηκαν τη ζωή τους, αλλά δεν έμειναν ποτέ μαζί. Παρά την πρόταση γάμου που εκείνη του έκανε.

Ώσπου, σε ηλικία 58 ετών, ο Κωνσταντάρας αποφασίζει να παντρευτεί τη Φιλιώ Κεκάτου, μια γυναίκα με τη μισή του ηλικία. Είχαν γνωριστεί το 1961 και κατέληξαν 120 μήνες αργότερα. Έμειναν μαζί 24 χρόνια, ώς το θάνατό του. Ήταν το λιμάνι του.

Ο ίδιος δεν οδηγούσε, αλλά είχε εμμονή με τα Volkswagen, που μετρούσε συνεχώς όταν έβλεπε να περνούν από δίπλα του.

Όταν η Μάρω Κοντού –το κινηματογραφικό του ήμισυ- ρωτήθηκε μετά από χρόνια αν υπήρξε κάτι μεταξύ τους, απάντησε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι με κάποιον που βρίζει ασύστολα ολημερίς.

Με πόλο ή με κοστούμι. Ηταν πάντα ο ορισμός της κομψότητας.

Οι παραξενιές του

Ήταν προληπτικός. Γνωστή η σχέση του με τον αριθμό 13, αφού γεννήθηκε στις 13/3/13 και πέρασε τα πρώτα του χρόνια στην οδό Πλουτάρχου 13. Ο ίδιος δεν οδηγούσε, αλλά είχε εμμονή με τα Volkswagen, που μετρούσε συνεχώς όταν έβλεπε να περνούν από δίπλα του. «Μου είπε πως τα αυτοκίνητα που περνάνε με τη μεγαλύτερη συχνότητα δίπλα σου είναι οι μέρες που έχεις μπροστά σου για να ζήσεις» εξήγησε κάποτε ο γιος του.

Σαν να μην έφτανε αυτό, «Περπατούσε πάντα στην ίδια πλευρά του πεζοδρομίου, προτιμούσε πάντα τη Λ. Συγγρού από τη Λ. Βουλιαγμένης, διάβαζε πάντα την εφημερίδα του ατσαλάκωτη, έτρωγε στο ίδιο μέρος κι αγόραζε πάντα παπούτσια από το ίδιο μαγαζί» αναφέρει ο θεατρολόγος Βασίλης Μαρτσάκης. Κι ήταν τσατίλας, με βαρύ χέρι και εύκολη την καρπαζιά.

 

Διαβάστε ακόμα: Το οικουμενικό στυλ του Θεόδωρου Στεφανίδη (1896-1983).

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top