«Είμαι ένας καλλιτέχνης, ένας connoisseur, ένας σπουδαστής της Ομορφιάς», έγραφε σε μια επιστολή του, κι έτσι τον γνώρισαν και οι άνθρωποι του καιρού του.

Σε κάποιο από τα βιβλία του, ο Ίαν Φλέμινγκ βάζει τον «κακό» της ιστορίας να απειλεί τον Τζέιμς Μποντ με kirisute gomen. Το θανάσιμο χτύπημα που του επιφύλασσε, προκαλούσε μεγαλύτερο δέος με την επίκληση ενός εθίμου από την εποχή των σαμουράι.Ο Μποντ του απάντησε με την αναμενόμενη δόση ειρωνείας, λέγοντας (σε ελεύθερη μετάφραση): «Ποιος είσαι; Ο Λευκάδιος Χερν;»

Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο το φαινόμενο να ταυτίζεται ακόμα κι αυτός, ο υπερεκατονταετής «τρόπος των σαμουράι», με έναν εκκεντρικό ξένο ταξιδευτή, που γεννήθηκε στη Λευκάδα, από Ιρλανδό πατέρα και τσιριγώτισσα μάνα. Προτού αναδειχτεί ατύπως, σ’ ένα από τα σύμβολα του σύγχρονου ιαπωνικού πολιτισμού, ο Πάτρικ Λευκάδιος Χερν υπήρξε μια εξέχουσα μορφή των γραμμάτων και ο δημοσιογράφος που περιηγήθηκε σε αχαρτογράφητες γειτονιές του κόσμου, για να ανασύρει με την πένα του αλλόκοτες ιστορίες και άγνωστες, υπόγειες παραδόσεις.

«Είμαι ένας καλλιτέχνης, ένας connoisseur, ένας σπουδαστής της Ομορφιάς», έγραφε σε μια επιστολή του, κι έτσι τον γνώρισαν και οι άνθρωποι του καιρού του, από τότε ακόμα που ο νεαρός και άφραγκος Πάτρικ τριγυρνούσε τους δρόμους του Σινσινάτι με την ιδιαίτερη εμφάνισή του: ατσαλάκωτο λινό κοστούμι, μονίμως λασπωμένα παπούτσια και καπέλα με εξωφρενικά πλατύ γείσο, ώστε να ρίχνει τη σκιά του στο ελαφρώς παραμορφωμένο αριστερό του μάτι, την όραση από το οποίο έχασε οριστικά σε κάποιο περίεργο, παιδικό παιχνίδι.

Έγινε ο πρώτος λευκός που έγραψε ποτέ για την απόκοσμη παράδοση και τα τελετουργικά του βουντού.
Lafcadio_Hearn

Ο Λευκάδιος αγάπησε με πάθος την Ιαπωνία και την επέλεξε για πατρίδα του.

Ο Χερν, που ήταν ισόβιος αναγνώστης της ελληνικής μυθολογίας και των γοτθικών ιστοριών, έγραψε με ξεχωριστό λογοτεχνικό οίστρο αστυνομικά ρεπορτάζ, ταξιδιωτικά αφηγήματα, δοκίμια για τον κύκλο της ζωής μικροσκοπικών εντόμων. Όταν βρέθηκε στη Νέα Ορλεάνη –όπου και συστηνόταν αποκλειστικά με το δεύτερο βαφτιστικό του όνομα, Λευκάδιος– κατόρθωσε να ξορκίσει και τους δαίμονές του, από την εποχή που η Ιρλανδέζα θεία του (η οποία κλήθηκε να τον μεγαλώσει μετά τον χωρισμό των γονιών του και τον δεύτερο γάμο του πατέρα του) τον κλείδωνε σε σκοτεινά δωμάτια, για να πάψει να φοβάται τα φαντάσματα: συναναστράφηκε με αλαφροΐσκιωτους Κρεολούς και την εμβληματική ιέρεια Μαρί Λεβό, για να είναι τελικά ο πρώτος λευκός που έγραψε ποτέ για την απόκοσμη παράδοση και τα τελετουργικά του βουντού.

Στην Ιαπωνία έφτασε ως ανταποκριτής, στον απόηχο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων του Μεϊτζί κι ενώ η τάξη των σαμουράι είχε χάσει οριστικά τα προνόμιά της. Ο Λευκάδιος, που αγάπησε με πάθος τη χώρα και την σύστησε στους δυτικούς όπως πραγματικά της άξιζε, την επέλεξε για πατρίδα του. Παντρεύτηκε την κόρη ενός από αυτούς, υιοθέτησε το όνομα της οικογένειάς της, Κοϊζούμι, και της απαγόρευσε να μάθει αγγλικά. Και, βέβαια, ήταν ο πρώτος ξένος συγγραφέας που περισυνέλλεξε και παρουσίασε τις ιστορίες φαντασμάτων από την πλούσια ιαπωνική παράδοση, φορώντας χακάμα (παντελόνι) από γνήσιο μετάξι Σεντάι…

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top