Όσοι είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε από κοντά μπορούμε να πιστοποιήσουμε πως η απουσία του είναι εκκωφαντική. Άνθρωπος σπάνιας ευαισθησίας, μειλίχιος, σχεδόν στωϊκός (καίτοι αναρχικός στην τέχνη του), όπου μέσα του κυκλοφορούσαν οι λέξεις ανεμπόδιστα. Ο Μάνος Ελευθερίου υπήρξε το αντηχείο μιας ολόκληρης χώρας, καίτοι ο ίδιος ποτέ δεν διεκδικούσε για τον εαυτό του τέτοιου είδους παράσημα.
Αρκετοί τον ήξεραν ως σπουδαίο «παραμυθά». Τα ποιήματα, τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του ανέδειξαν έναν γραφιά ώριμο εξαρχής, με δηλωμένη την πρόθεσή του να μιλήσει για τα δύσκολα με έναν απλό και αυθεντικό τρόπο. Οι πολλοί, φυσικά, τον γνωρίζουν από τους στίχους που έγραψε σε πλείστα όσα σπουδαία και εμβληματικά τραγούδια.
Ο ίδιος, όμως, ήταν ένα όλον: ακόμη και στα τραγούδια, που η λειτουργία τους είναι πιο άμεση και δραστική, ακόμη κι εκεί, οι λέξεις του κουβαλούσαν μια ποιητική χροιά. Για να αποδειχθεί πως αν σε έχει «χτυπήσει» κατάστηθα η ποίηση, το τραύμα θα σε ακολουθεί για πάντα.
Σπάνια συναντάς ανθρώπους που μπορεί να τους λείπει το μπόι, να μην έχουν αθλητικό παράστημα, αλλά να φαντάζουν στα μάτια σου θεόρατοι. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Μάνος Ελευθερίου. Τον έβλεπες να έρχεται με το σιγανό του περπάτημα σε κάποια παρουσίαση βιβλίου κι αμέσως γέμιζε ο χώρος. Ακόμη κι όταν καθόταν ήσυχα και ταπεινά σε μια θέση στην άκρη της «σκηνής» και πάλι όλα τα βλέμματα στρέφονταν πάνω του. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να σκύψει με εκείνη τη συστολή που έχουν οι ατόφια ευγενείς άνθρωποι.
Πάντα με το κασκέτο του, όπως το έλεγε. Ένα σήμα κατατεθέν του καθημερινού του στυλ. Ο ίδιος, βέβαια, έλεγε πως φορούσε κασκέτο από 25 ετών όχι γιατί ήθελε να επιβάλει κάποια συγκεκριμένη εμφάνιση, αλλά διότι έχασε από πολύ νωρίς τα μαλλιά του, οπότε κατέφυγε στη λύση των κασκέτων για να μην κρυώνει το κεφάλι του. Η αλήθεια είναι ότι διέθετε πάνω από εξήντα κασκέτα (διαφόρων χρωμάτων), πολλά από τα οποία χάριζε σε φίλους.
Πάντοτε ευπρεπής και φροντισμένος, μια φιγούρα που περνούσε από δίπλα σου σκορπώντας ηλεκτρισμό. Όσες φορές τον έχω συναντήσει πάντα φορούσε σακάκι, πουκάμισο κουμπωμένο ως το λαιμό, παντελόνι φαρδύ με πιέτες και ελαφριά δερμάτινα παπούτσια.
Είναι φανερό πως δεν έδινε μεγάλη σημασία στο τι θα φορέσει κι ίσως αυτή να είναι μια επαρκής εξήγηση γιατί κάποιοι άνθρωποι διαμορφώνουν προσωπική ενδυματολογική «κατάσταση» με τον πιο πηγαίο και ανεπιτήδευτο τρόπο. Το άλλο που σου έμενε, ήταν η λάμψη των ματιών του (ένα είδος παιδικής πονηριάς) που κρυβόταν πάντα πίσω από τα χαρακτηριστικά στρογγυλά γυαλιά του.
Δεν ξέρω αν θα μου άρεσε να βλέπω ανθρώπους να φορούν πουκάμισα με διάφορα παράξενα prints συνδυασμένα με καρό σακάκια. Στον Μάνο Ελευθερίου, όμως, μου άρεσε. Ισως διότι το βλέμμα είχε μάθει να ξεκουράζεται πάνω στην αύρα του αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα. Για εμάς τους νεότερους, ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ένα στήριγμα. Ποτέ δεν αρνήθηκε να βοηθήσει, να διαβάσει αυτό που είχες γράψει, να σου πει τη γνώμη του δίχως να θέλει να σε διδάξει ή να σου πει τι είναι σωστό και τι λάθος. Η δοτικότητά του ήταν, ωσαύτως, πηγαία και ειλικρινής.
Για να γίνει κατανοητό πόσο ανεπιτήδευτος ήταν ο Μάνος Ελευθερίου και πόσο μακριά από την «τετράγωνη» λογική του διανοούμενου που είναι -συνήθως- περιχαρακωμένος στα ενδότερα του εαυτού του, δεν δίσταζε να πηγαίνει ακόμη και σε σόου μόδας σαν και το Athens Xclusive Designers Week.
Γεννήθηκε στην αγαπημένη του Ερμούπολη στις 12 Μαρτίου 1938 και μπορεί να έφυγε για την Αθήνα σε ηλικία 14 ετών, αλλά ποτέ δεν ξέχασε τη συριανή καταγωγή του. Στο νησί έζησε ημέρες φτώχειας, ενώ καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η απουσία του πατέρα του. Τον γνώρισε όταν έγινε επτά ετών, καθώς ο πατέρας του ήταν ναυτικός και όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποκλείστηκε στο εξωτερικό. Έπρεπε να έρθει η απελευθέρωση για να τον συναντήσει και ενωθεί ξανά η οικογένεια (πατέρας, μάνα και τέσσερα παιδιά).
Οσο και αν φαίνεται παράξενο, δεν ήθελε από μικρός να γίνει συγγραφέας. Αρχικά ονειρευόταν να γίνει μηχανικός στα καράβια. Η λογοτεχνία ήρθε πολύ μετά στη ζωή του. Βέβαια, η καλλιτεχνική του φύση δεν μπορούσε να χαλιναγωγηθεί, καθώς ήδη από την ηλικία των 12 ετών άρχισε να βλέπει θέατρο. Την πρώτη φορά που άκουσε τη λέξη «λογοτέχνης» ήταν από έναν καθηγητή του στο σχολείο με αφορμή τον θάνατο του Γρηγορίου Ξενόπουλου.
Στην Αθήνα έμεινε αρχικά στο Χαλάνδρι και στη συνέχεια στο Νέο Ψυχικό και για πολλά χρόνια ζούσε με τους γονείς του. Στον κλεινόν άστυ, καθώς μεγάλωνε κι άρχισε το συναίσθημα να τον κατακλύζει, αποφάσισε πως ήθελε να ξεκινήσει να γράψει θεατρικά έργα. Γνώρισε τον Άγγελο Τερζάκη, ο οποίος του πρότεινε να παρακολουθήσει μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εκεί θα γνωρίσει την Παξινού, τον Μινωτή, τον Χατζιδάκι κι άλλους επιφανείς της εποχής. Στη συνέχεια γράφεται στη Σχολή Σταυράκου, στο τμήμα θεάτρου.
Το ότι θέλει να ζει γράφοντας το συνειδητοποίησε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Βρισκόμενος στα Γιάννενα άρχισε τα πρώτα σκαριφήματα με ποιήματα και θεατρικά έργα που τα περισσότερα τα έσχισε ως ανεπαρκή και πρωτόλεια.
Την πρώτη του ποιητική συλλογή Συνοικισμός θα την εκδώσει σε ηλικία 24 ετών (1962) και μάλιστα ιδίοις εξόδοις. Του κόστισε 1.500 δραχμές τις οποίες του ενεχείρισε ο πατέρας του. Η επιτυχία δεν του χτύπησε την πόρτα σ’ αυτή την πρώτη προσπάθεια, αλλά δεν το έβαλε κάτω.
Εκείνη την περίοδο, όμως, μπαίνει ξαφνικά στη ζωή του και το τραγούδι με έναν τρόπο αβίαστο, αλλά, εντέλει, καθοριστικό. Ο φίλος του Βαγγέλης Καπετανάκης του ζήτησε να γράψει κάποιους στίχους για κάποια τραγούδια του Κώστα Καπνίση. Ανάμεσά τους ήταν και το «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Αλλωστε, ο Μίκης αποτέλεσε τη μεγάλη αποκάλυψη της ζωής του. Οταν άκουσε πρώτη φορά ένα 45άρι σε μουσική του Θεοδωράκη, στίχους του Σεφέρη και με ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αμέσως μέσα του θα συμβεί μια σεισμική δόνηση. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη δισκογραφία ήταν το 1964 με τον Χρήστο Λεοντή. Η πολυπόθητη συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη θα διακοπεί βιαίως λόγω της χούντας, ενώ τα τραγούδια που είχαν γράψει θα πρωτοκυκλοφορήσουν το 1970 στο Παρίσι.
Θα ακολουθήσει μια πλειάδα συνεργασιών με όλους τους μεγάλους συνθέτες: Χατζιδάκις, Σπανός, Μούτσης, Μαρκόπουλος, Κουγιουμτζής, Μικρούτσικος, Κηλαηδόνης, Κραουνάκης, Χατζηνάσιος, Βαρδής, Νικολόπουλος και κάμποσοι άλλοι. Ο ίδιος έλεγε πως η πρώτη μεγάλη του επιτυχία ήταν η Θητεία (1974), αν και τρία χρόνια πιο πριν με τον Άγιο Φεβρουάριο άρχισε να ακούγεται το όνομά του. Τον τραγούδησαν όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές (οι αγαπημένοι του ήταν ο Νταλάρας και η Μοσχολιού), αλλά πάνω από όλα τον τραγούδησε ο ελληνικός λαός και συνεχίζει να το κάνει.
Τραγούδια που έχουν εγγραφεί στη συνείδηση του κόσμου και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των σπουδαίων έργων που γράφτηκαν σ’ αυτόν τον τόπο (βλ. Κάτω από τη Μαρκίζα, Ο χάρος βγήκε παγανιά, Μαλαματένια λόγια, Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά, Του κάτω κόσμου τα πουλιά, Ο Αμλετ της Σελήνης και αρίφνητα άλλα).
Φυσικά, δεν ξεχνάει ποτέ την αγάπη του για τα βιβλία. Πλείστες όσες ποιητικές συλλογές, αλλά και πεζογραφικά έργα συγκροτούν την πλούσια εργογραφία του. Το 2005 θα λάβει το Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημά του Ο καιρός των χρυσανθέμων (εκδ. Μεταίχμιο) και το 2013 το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Έντονα πολιτικοποιημένος, ο Μάνος Ελευθερίου θα αρνηθεί να ενταχθεί σε ένα συγκεκριμένο κόμμα, αν και συνειδητοποιεί πολύ νωρίς ότι ανήκει σ’ αυτό που λέμε γενικά (αλλά όχι αόριστα) «προοδευτικός». Εζησε από πολύ κοντά όλα τα μεγάλα γεγονότα που στιγμάτισαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Τους Λαμπράκηδες, τα ταραγμένα χρόνια πριν από τη Δικτατορία, αλλά και το σκότος της επταετίας. Αυτός ο κοινωνικός προβληματισμός θα μεταγγιστεί τόσο στους στίχους όσο και στα βιβλία του.
Ο Μάνος Ελευθερίου μάς άφησε στις 22 Ιουλίου 2018. Εχουν περάσει κοντά τέσσερα χρόνια από τότε, αλλά όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους δημιουργούς, η παρουσία του είναι ακόμη πιο έντονη τώρα. Ο «μαλαματένιος» Μάνος δεν πρόκειται ποτέ να μας αφήσει μόνους.
Διαβάστε ακόμα: Το ανανεωτικό στυλ του Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967).