
Μια φαντασματική μορφή; Ένα ολόγραμμα; Μια αέρινη μορφή που διαβιούσε ανάμεσα σε σάρκινους ανθρώπους;
«Κατσαρός λέγομαι. Επίθετο παραληφθέν από ετών. Ποιητής στο επάγγελμα, στίχων». Αν το επώνυμο είναι μια μοίρα, τότε αυτή του Μιχάλη Κατσαρού ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι… ίσια. Λογοπαίγνιο για να περνάει η ώρα;
Μα, η ώρα ποτέ δεν περνάει πραγματικά και ο εν λόγω ποιητής, ακόμη κι αν μπορούσατε να τον δείτε να περνάει από μπροστά σας, τότε που ζούσε, θα διαπιστώνατε πως ήταν κάτι εντελώς άπιαστο. Μια φαντασματική μορφή; Ένα ολόγραμμα; Μια αέρινη μορφή που διαβιούσε ανάμεσα σε σάρκινους ανθρώπους; Ήταν ένας παράταιρος ανάμεσα σε ανυποψίαστους;
Ο Μιχάλης Κατσαρός υπήρξε ο πιο βομβικός ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς. Η ποίησή του είναι η προσωπικότητά του και το αντίστροφο. Σπάνια μπορείς να δεις έναν ποιητή να ενδύεται το ποίημα του. Να γίνεται ο ίδιος ποίημα, όπως πολύ σωστά είχε πει ο αείμνηστος ομότεχνός του, Γιώργος Κακουλίδης, που υπήρξε για χρόνια ένας κοντινός του άνθρωπος.
Ο Κατσαρός μας έλεγε στο Οροπέδιο: «Δεν ήρθα για να ξαφνιάσω τις μέρες μας/δεν κρατώ τη ρομφαία». Κι όμως, δεν έλεγε αλήθεια. Ήταν ένα ξάφνιασμα, ένα παραξένεμα η ποιητική του. Οι λέξεις του ήταν καλά ακονισμένες. Άφηναν και αφήνουν σημάδια πάνω σου κάθε φορά που τις διαβάζεις.
Τι ήταν, άραγε, ο Κατσαρός; Ενας σκοτεινός συνωμότης της μεγάλης πόλης, όπως ήταν ο τίτλος σε μια εκπομπή του Μονογράμματος (αυτής της τόσο σημαντικής εκπομπής λόγου); Εκ πρώτης, ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους μας.
Φορούσε το σακάκι του, πάντα με το απαραίτητο μαντιλάκι να κοσμεί το στήθος του, το ζιβάγκο του, τo καπελίνο, το ελαφίσιο βάδισμά του, φορούσε την ορμή ενός νέου που δεν θέλει να απογαλακτιστεί από τον κόσμο που έφτιαξε και προχωρούσε τους μεγάλους δρόμους. Πίσω από τα χαρακτηριστικά του γυαλιά έβλεπε τον κόσμο διαφορετικά.

Ανθρωπος που δεν συγχρωτίστηκε μόνο με τους ομότεχνούς του, αλλά βρισκόταν πάντα κοντά στους απλούς καθημερινούς ανθρώπους.
Τον έβρισκες στο Μοναστηράκι, το Θησείο, κάποιες φορές στο Σύνταγμα, αλλά πάρα πολύ συχνά στην πλατεία Κοτζιά. Εκεί που χτυπούσε η καρδιά της κάτω πλευράς της πόλης. Πάντα σε κάποιο καφενείο διότι όπως έλεγε κι εκείνος: «Ολη μου τη ζωή σε καφενεία την έχω περάσει. Πού αλλού να πήγαινα; Είχα μείνει μόνος πια».
Μόνος ένας ποιητής; Κατάμονος. Διότι ένας ποιητής πρέπει να παίρνει φωτιά άνευ συνοδείας. Κι εκείνος ήταν όλος φωτιά. Γινόταν παρανάλωμα, αναλισκόταν. Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος είχε πει ότι «ο Κατσαρός αυτοπυρπολήθηκε για να μας δείξει κι εμάς πως πρέπει να τα καίμε όλα στη ζωή για να δούμε τον πραγματικό κόσμο».
Οχι τον αισθητό κόσμο, αυτό είναι ένα εύκολο στοίχημα. Τον άλλο κόσμο, τον κρυφό που εκείνος τον είχε βρει και είχε κατανοήσει ότι οι δυνατότητές του ήσαν απεριόριστες και πέραν των ανθρωπίνων ορίων. Να γιατί, ως άλλος Τειρεσίας, ο Κατσαρός έγραψε μια ποίηση μεσσιανική, κηρυγματική, πορφυρώδη.
Όταν οι συγκαιρινοί του ποιητές, εκείνοι που αποδέχθηκαν τον όρο «γενιά της ήττας» στράφηκαν σχεδόν σύσσωμοι προς μια κατεύθυνση, εκείνος πήρε την αντίθεση. Έγινε Νιτσεϊκός. Πήρε το δάδα του και έβαλε φωτιά στα πάντα όχι για τη λατρεία της καταστροφής, αλλά για την ελπίδα της αναγέννησης.
Στο Κατά Σαδδουκαίων, την πιο επιτυχημένη συλλογή του, τα βάζει ανοιχτά με το σκληροπυρηνικό καθεστώς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Οι πρώτοι που θα σταθούν απέναντί του θα είναι οι πρώην σύντροφοί του στο ΚΚΕ. Απέναντι σε ποιον; Στον άνθρωπο που πολέμησε για το ΕΑΜ. Στον άνθρωπο που βασανίστηκε άγρια στις φυλακές «Χατζηκώστα», όταν τον παρέδωσαν συνεργάτες των Γερμανών στην Γκεστάπο.
Ο Κατσαρός δεν θα αποδεχθεί τη γειωμένη πραγματικότητα της γενιάς του. Δεν θα αποδεχθεί καμία ήττα. Θα γίνει ένας Ροβεσπιέρος. Ένας άνθρωπος χωρίς στηρίγματα. Ακόμη κι όταν του δόθηκαν τα αρνήθηκε. Οταν ο Μίκης Μίκης Θεοδωράκης, άλλος ένας άνθρωπος που στάθηκε δίπλα του, έγινε υπουργός τού πρόσφερε θέση σε υπουργείο, την οποία άντεξε μόλις τρεις ημέρες (!). Δεν ήξερε τι να κάνει σε ένα γραφείο.
Πλάνης, κλασικός περιπατητής της πόλης, ένας άνθρωπος αβόλευτος. Σαν την χαίτη που διατηρούσε και η οποία ανέμιζε σαν λεοντή καθώς περπατούσε. Ανθρωπος που δεν συγχρωτίστηκε μόνο με τους ομότεχνούς του, αλλά βρισκόταν πάντα κοντά στους απλούς καθημερινούς ανθρώπους. Τους συναντούσε στο τρένο και το λεωφορείο που έπαιρνε καθημερινά στις βόλτες του.

Ειδικά στις απαγγελίες του ήταν διάπυρος. Αν τον άκουγες νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν σπίρτο και θα έπαιρνε φωτιά.
Εκείνος έλεγε: «Είμαι ο άνεμος, η βροχή, τα έρημα δάση, ο καταρράχτης, το νερό, το πουλί, είμαι εδώ, αλλού και παντού». Από εκείνο το υψηλό Οροπέδιο κοιτούσε τον κόσμο, τον ποιητικό του κόσμο. Τον οραματικό κόσμο που από ότι φάνηκε λίγοι ήταν εκείνοι που τον κατανόησαν στο πλήρες βάθος του.
Ο Κατσαρός θα γίνει της… μοδός μετά το θάνατό του. Οπως και ο Καρούζος, στις μέρες μας μνημονεύονται συχνά. Βλέπει κανείς στίχους τους, πετσοκομμένους βέβαια, στα κοινωνικά δίκτυα. Το Σύστημα, πάντα το Σύστημα. Σαν το περιοδικό που εξέδιδε και το οποίο ήταν μια πλέρια αντιστροφή των όρων. Ενας a priori αντισυστημικός να κάνει λόγο για Σύστημα
Πάλι έχει δίκιο ο Γιώργος Κακουλίδης: «Οταν μιλάμε για τον Κατσαρό θα πρέπει να βάζουμε μπροστά το ”σαν”. Να λέμε ”σαν τον Μιχάλη Κατσαρό”. Ο ίδιος δεν είναι ποτέ κάπου συγκεκριμένα». Είναι ο άνθρωπος που θα βάλει ολότελα μπουρλότο στον θετικισμό και την τελεολογία. Ολα θα πρέπει να γίνονται για έναν σκοπό; 1+1 κάνουν 2; Η δική του αριθμητική είναι 0+0=0. Είναι Μείον Ωά. Είναι 3Μ+3Μ=6Μ. Είναι ένας Ευκλείδης της ποίησης.
Να γιατί δεν έχει και πολύ νόημα να αναφερθεί κανείς στα πραγματολογικά στοιχεία του βίου του. Για την ιστορία: γεννήθηκε το 1919 στην Κυπαρισσία Μεσσηνίας, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του.
Δημοσίευσε στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων το πρώτο του ποίημα το 1929. Το 1937, ήρθε μαζί με την οικογενειά του στην Αθήνα, όπου μπήκε πρότακτος στην Ελληνική Αεροπορία, σε ηλικία 17 ετών. Μέχρι το 1939 ζούσε στο Φάληρο, από όπου μετέβη στη Θεσσαλονίκη. Εκεί τον πρόλαβε ο πόλεμος και η ιταλική επίθεση του 1940.
Από το 1945 είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Τα χρόνια που έζησε εκεί δεν ήταν εύκολα: Το 1947-1948 μετακόμισε στο Μεσολόγγι όπου φιλοξενήθηκε από την οικογένεια της αδερφής του, της οποίας ο σύζυγος ήταν διευθυντής στην στην Αγροτική Τράπεζα.

Ήταν ένας ποιητής του οποίου η στόφα παραπέμπει ευθέως στον Κάλβο και τον Σολωμό.
Με την επιστροφή του στην Αθήνα καταπιάστηκε με διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία των Ενόπλων Δυνάμεων. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νέος Νουμάς, Θεμέλιο, Ποιητική Τέχνη, Τα Νέα Ελληνικά, Αθηναϊκά Γράμματα και το Στόχος. Εν συνεχεία εξέδωσε το Σύστημα, ένα περιοδικό όπου δημοσίευε, καταρχήν, δικά του κείμενα.
Ασχολήθηκε με ζωγραφική και τους πίνακές του τους υπέγραφε ως Michael. Ασχολήθηκε με τη μουσική γράφοντας ουρανομήκη έργα (όπως τα ονόμαζε ο ίδιος). Εκανε πλάκες με τους φίλους του, αλλά ήταν και απόμακρος. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ, αλλά κάποια στιγμή περπάτησε και σε αναρχοκομμουνιστικά ιδεολογικά μονοπάτια. Υπήρξε, εντούτοις, πάντα αγωνιστής. Ποτέ μαλθακός θεατής.
Ήταν ένας ποιητής του οποίου η στόφα παραπέμπει ευθέως στον Κάλβο και τον Σολωμό. Το ποίημά του «Αντισταθείτε» είναι ένα credo. Δείτε το μέτρο της αγωνιστικότητας και της καθαρότητάς του. Ιστορεί όσα στενάζουν στον τράχηλό μας. Οχι από άμβωνος, αλλά από την πρώτη γραμμή της μάχης. Για εκείνον η ποίηση δεν ήταν μόνο γράψιμο, αλλά και λόγος και απαγγελία και ζωή.
Ειδικά στις απαγγελίες του ήταν διάπυρος. Αν τον άκουγες νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν σπίρτο και θα έπαιρνε φωτιά. Ορμητικός, ένας αίλουρος, ένα μανιασμένο άτι, ένας ωραίος και αριστοκρατικός ποιητής. Μα μήπως δεν ήταν ένας πρίγκιπας;
Ο ποιητής Γιώργος Χρονάς θα πει για τον Κατσαρό: «Η ευγένειά του και η πριγκιπική του μορφή θα είναι τα όπλα του για να μην βυθιστεί». Κι ίδιος, όμως, έλεγε πως όλα τα πράγματα είναι μέσα του, τα έχει με αυτοκρατορικό τρόπο. Δεν χρειαζόταν πορφύρα και στέμμα. Τα κατείχε δίχως να τον κατέχουν.
Θα πεθάνει στις 21 Νοεμβρίου 1998. Αλλά μην πιστέψετε τίποτα. Εκείνος μας είχε προειδοποιήσει: «Κατσαρός λέγομαι, πιστέψτε με δεν θα με βρείτε». Ισως το μόνο που άφησε για να τον θυμόμαστε είναι αυτή η άσβεστη δίψα του ποιητή.
«Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον έχει πολλή ξηρασία». Πόσο δίκιο είχε.
Διαβάστε ακόμα: Μανόλης Αναγνωστάκης. «Στο συρτάρι μου δεν θα βρει κανείς τίποτα».