ok1

Για τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους, τους επτακόσιους αλπινιστές της διαβόητης μεραρχίας «Τζούλια» που παραδόθηκαν σ’ αυτόν, ήταν ο Colonnello Terribile.

Τη νύχτα της 4ης Δεκεμβρίου του 1940, ο Αντισυνταγματάρχης Φριζής ζήτησε να του ετοιμάσουν το άλογό του. Η διαταγή ήταν να κινηθεί προς την Πρεμετή και να αποκόψει την υποχώρηση των Ιταλών. Είχε προηγηθεί μια σειρά φονικών μαχών, στις οποίες το απόσπασμα των «φριζαίων» στρατιωτών είχε αποκρούσει συντριπτικά την ιταλική επίθεση, ενισχύοντας από την πρώτη κυριολεκτικά μέρα του πολέμου τα προκαλυπτικά τμήματα στη στενωπό του Δελβινακίου. Για τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους, τους επτακόσιους αλπινιστές της διαβόητης μεραρχίας «Τζούλια» που παραδόθηκαν σ’ αυτόν, ήταν ο Colonnello Terribile.

Κι όμως, η όψη του Μαρδοχαίου Φριζή δεν είχε τίποτε το τρομακτικό. Ήταν ο διοπτροφόρος, μειλίχιος αξιωματικός του οποίου το σχέδιο άμυνας είχε υιοθετήσει το Γενικό Επιτελείο Στρατού, για να οργανώσει την εθνική άμυνα στον τομέα της Ηπείρου. Ήταν ένας έμπειρος από πολέμους στρατιωτικός, με σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας και τη Σχολή Ανωτέρων Στελεχών Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Στα Ιωάννινα, όπου έγινε η τελευταία του τοποθέτηση πριν από τον πόλεμο, στην ανάπαυλα των στρατιωτικών ασκήσεων, απολάμβανε να παίζει σκάκι με τον μητροπολίτη Σπυρίδωνα, με τον οποίο ανέπτυξε βαθιά φιλία.

Πίστευε ότι η κομψή στολή του αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού φτιάχτηκε για να φοριέται μέσα στα χαρακώματα.

Ο Φριζής, ωστόσο, πριν απ’ όλα ήταν ένας μάχιμος στρατιωτικός. Πίστευε ότι η κομψή στολή του αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού φτιάχτηκε για να φοριέται μέσα στα χαρακώματα. Η μετάθεσή του, άλλωστε, στα Ιωάννινα έγινε μάλλον μετά από προσωπική του επιθυμία, ώστε να είναι στην καρδιά των επιχειρήσεων για την εθνική άμυνα και όχι σε κάποια επιτελική θέση. Όπως και οι περισσότεροι νέοι της γενιάς του, ανδρώθηκε με το ιδεαλιστικό όραμα της εθνικής ανόρθωσης μετά την ταπείνωση που προκάλεσε ο Ατυχής Πόλεμος του 1897. Η Ελλάδα θα αποκτούσε ξανά τη συλλογική της αξιοπρέπεια μόνον αν οι νέοι σαν κι αυτόν μπορούσαν να είναι αξιόμαχοι στρατιώτες.

Mordechai_Frizis

Ο Μαρδοχαίος Φριζής με την “πολύ ωραία, πολύ κομψή, πολύ απαιτητική” σύζυγό του.

Δεν κατάφερε να εισαχθεί ποτέ στη Σχολή Ευελπίδων. Σε ολόκληρη τη μετέπειτα στρατιωτική του καριέρα απέφυγε πεισματικά να εκφράσει το παραμικρό παράπονο για το γεγονός αυτό, παρότι οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι η απόρριψή του οφειλόταν αποκλειστικά στην εβραϊκή καταγωγή του. Σπούδασε νομικά και όταν ήρθε η ώρα να υπηρετήσει τη θητεία του, κατατάχθηκε εθελοντικά στη Σχολή Υπαξιωματικών. Στους Βαλκανικούς Πολέμους, υπηρέτησε ως λοχίας και η αξία του εκτιμήθηκε πια στο πεδίο των μαχών. Εισήχθη στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο ως Ανθυπολοχαγός.

Απέρριψε την εξασφαλισμένη καριέρα στο στρατοδικείο Λάρισας, όπου τοποθετήθηκε λόγω των νομικών του γνώσεων, και κατατάχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα του Ελληνικού Στρατού στην Ουκρανία υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Εκεί, στο περιθώριο των μαχών ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ και των Μπολσεβίκων, κατάφερε να βρει τη λύση στο επισιτιστικό πρόβλημα της μονάδας του, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των Εβραίων εμπόρων. Σύμφωνα με τη λαϊκή αφήγηση, ο έμπορος τον οποίο πλησίασε μιλώντας του εβραϊκά, ξαφνιάστηκε που ένας ομόθρησκός του ήταν Έλληνας αξιωματικός. «Κανείς δεν με ρώτησε για τη θρησκεία μου ή σε τι θεό πιστεύω για να γίνω αξιωματικός στην Ελλάδα» του απάντησε και απο εκείνη τη στιγμή η προμήθεια τροφίμων στους Έλληνες θα γινόταν εντελώς δωρεάν.

Στη Μικρά Ασία βρέθηκε τον Αύγουστο του 1922, κατά την περίοδο της απηνούς τουρκικής αντεπίθεσης. Υπήρξε ο μοναδικός μη ορθόδοξος αξιωματικός, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους Έλληνες, που κρατήθηκε αιχμάλωτος. Η κινητοποίηση της εβραϊκής κοινότητας της Σμύρνης είχε ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι να δεχτούν την απελευθέρωσή του, αφού τους προσφέρθηκε ένα σεβαστό ποσό χρημάτων. Ο Φριζής απέρριψε την πρόταση σχεδόν προσβεβλημένος, ξεκαθαρίζοντας πως «ό,τι είναι να γίνει θα γίνει για όλους» και πράγματι, αφέθηκε ελεύθερος μαζί με όλους τους υπόλοιπους σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα.

«Κανείς δεν με ρώτησε για τη θρησκεία μου ή σε τι θεό πιστεύω για να γίνω αξιωματικός στην Ελλάδα».

Ως Ρωμανιώτης Εβραίος της Χαλκίδας που ήταν, τίμησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του τη θρησκεία των προγόνων του και το πατριωτικό φρόνημα που του κληροδότησε μια κοινότητα ανθρώπων που ζούσαν σ’ αυτόν τον τόπο -και πολέμησαν γι’ αυτόν- για εκατοντάδες χρόνια. Την εποχή των μεγάλων διχασμών του ελληνισμού, της εχθρότητας και του αλληλοσπαραγμού που προκαλούσε η φαύλη πολιτική πραγματικότητα, εκείνος έμεινε πιστός στο μοναδικό για την εποχή συνεκτικό στοιχείο του Έθνους που ήταν ο Στρατός.

Η ετερογενής του ταυτότητα, η υπεράσπιση του πολιτισμού της κοινότητάς του και η προσήλωση στα εθνικά οράματα κέρδισαν το σεβασμό των ανωτέρων του και το θαυμασμό των στρατιωτών του. Σ’ αυτό συνέβαλε ασφαλώς και η ταύτιση της εικόνας του με τις προαιώνιες πολεμικές αρετές των Ελλήνων: την υπερήφανη στάση μπροστά στο θάνατο και τη μεγαλοθυμία απέναντι στον ηττημένο αντίπαλο, όταν απαιτούσε με αυστηρότητα την ίδια ιατρική φροντίδα σε Έλληνες και αιχμαλώτους Ιταλούς τραυματίες.

Προτού ανέβει στο άλογό του, μοιράστηκε ένα ταπεινό δείπνο παρέα με τους στρατιώτες του, φροντίζοντας να τους εμψυχώσει. Στη μάχη που ακολούθησε, σκοτώθηκε έφιππος από ριπές ιταλικών βομβαρδιστικών. Οι στρατιώτες του περισυνέλεξαν το άψυχο σώμα του και κάλεσαν τον ορθόδοξο ιερέα του αποσπάσματος, ο οποίος και του διάβασε τη νεκρώσιμη ιουδαϊκή προσευχή: «Άκουσε Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός σου, ο Κύριος είναι Ένας».

 

Διαβάστε ακόμα: Ο «άρχοντας της λαλιάς μας» Άγγελος Σικελιανός.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top