Ο Βασίλης Μπουρτσάλας (δεξιά) του Bespoke Athens μαζί με τον Nicola (αριστερά) και τον Valentino Ricci.

Αυτό δεν είναι ένα άρθρο για κόστη. Δεν είναι ένα άρθρο για brands. Δεν είναι ένα άρθρο για το στυλ με τη στεγνή, στριγκιά, ναρκισσιστική του έννοια. Φυσικά και αφορά ένα είδος στυλ που μοιάζει σαν να αιωρείται σε ύψος που ξεπερνάει το μέσο στυλιστικό υψόμετρο, όμως κρύβει από πίσω μια ιστορία πολύ κοντινή, μια ιστορία που μπορείς να αγγίξεις πολύ εύκολα. Αν θες να μάθεις τέτοιες ωραίες ιστορίες και να δεις το ανδρικό στυλ με πιο φρέσκια, διεισδυτική ματιά, υπάρχουν λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα που μπορούν να σου τις πουν. Ένας από αυτούς είναι ο Βασίλης Μπουρτσάλας, του Bespoke Athens.

Η ιστορία αυτή είναι πρόσφατη, έχει να κάνει με το πώς ο Βασίλης, άνοιξε τις πόρτες για ένα οικογενειακό ραφείο δύο πρωτοπόρων Ιταλών, είδε την ουσία της τέχνης τους, και έφτασε πριν λίγο καιρό στο Ντάλας και την Νέα Υόρκη να συνδέει Ελλάδα-Ιταλία-Αμερική μπροστά στα μάτια της παγκόσμιας κοινότητας της ανδρικής μόδας. Τα υπόλοιπα θα τα μάθετε δια στόματος Βασίλη μέσα από αυτή τη συνέντευξη.

«Από το πρώτο ταξίδι, καταφέραμε να συνεργαστούμε με τα Hadleigh’s του Ed Shaikh. Και το σουρεάλ της υπόθεσης είναι ότι τα Sciamat μπήκαν στο άκρως high end κομμάτι του Ντάλας, αλλά και της Νέας Υόρκης» μας λέει ο Βασίλης Μπουρτσάλας.

– Για να μιλήσουμε λίγο με όρους «ραφής», ας πιάσουμε το «νήμα» από την αρχή. Πώς συνδεθήκατε με το ιταλικό ραφείο με το οποίο μαζί εισχωρήσατε στην αμερικανική αγορά;
Η πρώτη επαφή μαζί τους ήταν το 2008 στην έκθεση Pitti Uomo στην Ιταλία. Εγώ είχα πάει για να δω ενδιαφέρουσες νέες προτάσεις για το Bespoke Athens, και τα αδέρφια Ricci, ο Valentino και ο Nicola, για τους οποίους μιλάμε, είχαν πάει για πρώτη φορά στην έκθεση για να παρουσιάσουν την δική τους οπτική για το ανδρικό σακάκι, με το όνομα Sciamat. Τότε η Pitti Uomo -για τον κόσμο που δεν ξέρει- ήταν ακόμα μια κλαδική, εμπορική έκθεση. Μετά εξελίχθηκε σε ένα red carpet, σε μια πασαρέλα εξύψωσης του ανδρικού στυλ, με φώτα, φωτογράφους, δημοσιότητα κλπ. Εκεί είδα πρώτη φορά τις δημιουργίες τους.

– Τι είδατε δηλαδή; Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε το ενδιαφέρον;
Είδα μια φιλοσοφία χειροποίητου σακακιού που δεν είχα ξαναδεί. Που δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί ποτέ για να είμαι ακριβής. Οι δημιουργίες των αδερφών Ricci για την Sciamat, ήταν περισσότερο art, περισσότερο έργα τέχνης, παρά εμπορικά κομμάτια. Σακάκια με φαρδιά πέτα, με μανίκι με σούρα, με σκαφτή, καμπυλωτή σπάλα (ωμοπλάτη), με ψηλό κολάρο και άλλες σχεδιαστικές χειροποίητες λεπτομέρειες που κέρδιζαν αμέσως το έμπειρο μάτι αλλά δεν τις περίμενες από ένα οικογενειακό, άγνωστο μέχρι τότε ραφείο. Το ρούχο τους συνδύαζε πράγματα που μέχρι πρότινος ήταν ασυνδύαστα. Το «βαρύ» ως αίσθηση και εντύπωση, με την «ελαφριά» κατασκευή. Την ναπολιτάνικη deconstructed γραμμή με την constructed κλασική φιλοσοφία. Το ότι ήταν ένα item με φοβερό design το οποίο όμως μέσα στην πρωτοπορία του είχε βαθιές κλασικές ρίζες.

«Αγαπάμε το ραφτό ρούχο, το βλέπουμε με την καλλιτεχνική του μορφή. Αποποιούμαστε τη ναρκισσιστική διάσταση και αγκαλιάζουμε την φιλοκαλική εμπειρία που προσφέρει».

– Τελικά όμως τι εκπροσωπούσε; Ένα casual κόσμο, ή κάτι πιο αρχοντικό;
Ακόμα κι εκεί ήταν πρωτοπόρο. Ενώ ήταν casual, απέπνεε μια αρχοντιά, μια αίσθηση -αν μου επιτρέπετε- «λούσου» με την καλή έννοια. Μάλιστα το όνομα που έχουν (Sciamat) σημαίνει check mate, που είναι ο σκακιστικός όρος του ρουά ματ όπου κερδίζεις τον βασιλιά του αντιπάλου. Όπως λένε και οι ίδιοι οι Ricci, είναι μια χειροποίητη δημιουργία για «αριστοκράτες» στην ψυχή, για ανθρώπους που ξεφεύγουν από τον μέσο όρο.

– Ήταν λοιπόν κατάλληλο το timing της γνωριμίας σας με αυτό το είδος ρούχου και τα αδέρφια που το πρωτοεισήγαγαν.
Ναι, το timing ήταν σημαντικό. Τρεις παράγοντες έπαιξαν ρόλο για το πώς εξελίχθηκε αυτή η ιστορία. Ο πρώτος ήταν ακριβώς αυτή η καινοτομία στην σχεδιαστική γραμμή του Valentino και Nicola Ricci. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν ότι εκείνη την εποχή το internet είχε αρχίσει να «ανθίζει», μεταφέροντας τις τάσεις και τις πληροφορίες απρόσκοπτα. Και παράλληλα -ο τρίτος παράγοντας- ήταν η εμφάνιση των sartorial bloggers, με πιο αναγνωρισμένο τον Scott Schuman, τον κατά κόσμο The Sartorialist. Οι bloggers αυτοί αγάπησαν το νέο αυτό είδος ενδύματος, το επικοινώνησαν διεθνώς και έτσι σιγά-σιγά άρχισε η ιδιόμορφη γραμμή του ρούχου αυτού να εμπνέει κι άλλους. Κι από εκεί που όλοι αναρωτιόντουσαν τι κάνουν δυο απλοί (αλλά καθόλου απλοί τελικά) ράφτες σε μια μεγάλη κλαδική έκθεση της Φλωρεντίας, οι αδελφοί Ricci μπήκαν στο «συνειδητό» της σύγχρονης ανδρικής ενδυματολογικής κουλτούρας.

«Οι δημιουργίες των αδερφών Ricci για την Sciamat, ήταν περισσότερο art, περισσότερο έργα τέχνης, παρά εμπορικά κομμάτια» τονίζει ο Βασίλης Μπουρτσάλας.

– Εσείς πώς υποδεχτήκατε αυτή την πρωτοπορία που γνωρίσατε σε εκείνη τη φάση;
Τότε, άμα τη εμφανίσει τους, ήμασταν οι πρώτοι που με το Bespoke Athens γίναμε οι retailers των αδερφών Ricci. Οι Έλληνες δηλαδή, η ελληνική αγορά, πριν από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο, ντύθηκαν με τις δημιουργίες τους, προτού ο Valentino και ο Nicola αποκτήσουν τη σημερινή απήχηση. Και αυτό είναι το «αστείο» αν θέλετε. Ότι τους επανα-ανακαλύπτουμε σήμερα που κάνουν αίσθηση στην Αμερική, ενώ το πρώτο τους παγκόσμιο στίγμα ήταν στην Ελλάδα!

– Στην Αμερική γνωρίζω ότι φτάσατε μαζί. Πώς έγινε αυτό;
Το βάπτισμα του πυρός στην Αμερική ήταν στα deluxe πολυκαταστήματα Barneys που κάποια στιγμή αποφάσισαν να διαθέσουν και επιλεγμένα χειροποίητα κομμάτια από bespoke οίκους. Τότε επέλεξαν μόνο δύο «οίκους» από όλο τον κόσμο, τον Sciamat και τον Cifonelli. Για τρία χρόνια ήμουν μαζί τους, ως σύμβουλος στα καταστήματα Barneys. Η συνέχεια όμως των αδερφών Ricci απαιτούσε μια πιο «boutique» προσέγγιση, οπότε τον Απρίλιο που πέρασε έφυγα για ένα μήνα και πήγα door to door στις καλύτερες μπουτίκ της Αμερικής, από την μια πολιτεία στην άλλη, μυώντας αυτή την αγορά σε αυτό το νέο είδος σακακιού. Από το πρώτο ταξίδι, καταφέραμε να συνεργαστούμε με τα Hadleigh’s του Ed Shaikh. Και το σουρεάλ της υπόθεσης είναι ότι τα Sciamat μπήκαν στο άκρως high end κομμάτι του Ντάλας, αλλά και της Νέας Υόρκης. Πριν λίγες εβδομάδες, ήταν το πρώτο trunk show που ήμασταν εκεί για το λανσάρισμα, έχοντας μάλιστα τη βίβλο του διεθνούς ανδρικού στυλ, το The Rake, ως σπόνσορα.

Αριστερά, ο Valentino Ricci επί το έργον. Δεξιά, ο Nicola Ricci μαζί με τον Βασίλη Μπουρτσάλα.

– Ένα ελληνικό κομμάτι χειροποίητης τεχνογνωσίας, ένα ιταλικό ραφείο, και η αμερικανική αγορά, ενώθηκαν δηλαδή σε ένα κοινό τόπο.
Ναι ακριβώς, γιατί υπάρχει και μια κοινή αντίληψη ανάμεσά μας για το ανδρικό στυλ και το ρούχο. Έχουμε ακόμα τη λαχτάρα που έχει ο χομπίστας, αγαπάμε το ραφτό ρούχο και το υπηρετούμε σε βάθος, το βλέπουμε με την art μορφή του. Αποποιούμαστε την ναρκισσιστική διάστασή του και αγκαλιάζουμε την φιλοκαλική εμπειρία που προσφέρει. Και προσωπικά νιώθω μεγάλη χαρά που η χώρα μας καταφέρνει να συμβάλλει σε αυτή την εμπειρία.

– Την αναγνωρίζουμε την εμπειρία αυτή όμως μόνο όταν βγαίνει στο εξωτερικό ή όταν είναι και κοντά μας;
Σε αυτό έχετε δίκιο, είναι λίγο οξύμωρο. Τις ελληνικές συμμετοχές στο διεθνές γίγνεσθαι πάντα τις εκτιμούμε, όμως είναι σα να μην αντιλαμβανόμαστε ότι οι συμμετοχές αυτές προέρχονται από τάσεις, προσπάθειες και ανθρώπους που είναι δίπλα μας. Κυριολεκτικά δίπλα μας. Στη «διπλανή πόρτα» μερικές φορές. Άραγε είναι ίδιόν μας να υποτιμούμε ό,τι είναι δίπλα μας; Μπορεί, τι να σας πω…

 

⇒ Οι φωτογραφίες του trunk show προβλήθηκαν φέτος το Δεκέμβριο στις σελίδες του αγγλόφωνου The Rake.

 

Διαβάστε ακόμα: Όταν οι αδελφί Ricci βρέθηκαν στην Αθήνα, προσκεκλημένοι του Andro

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top