Άνθρωπος παθιασμένος, στο όριο της αυτοκαταστροφής, ο Γιαννόπουλος θα υπάρξει ένας μεταιχμιακός διανοητής.

Στα βάθη του χρόνου, στη σκόνη των ημερών, στις πίσω σελίδες της ιστορίας. Ορισμένοι άνθρωποι, όσο κι αν υπήρξαν πρωτοπόροι, όσο και αν η μάνητα του πνεύματός του πύρωνε τους ίδιους και όσους τους γνώρισαν, έχουν μια άγρια μοίρα να τους περιμένει στο τέλος του δρόμου. Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν ένας από αυτούς.

Πόσοι τον γνωρίζουν, άραγε; Πόσοι θυμούνται το πέρασμά του από τον μάταιο τούτο κόσμο; Ο γιος του Ιωάννη και της Ευδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη (οικογένεια αρχοντική κρητικής και βυζαντινής καταγωγής), γεννημένος στην Πάτρα το 1869, έμελλε να καταχωρηθεί ως λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος.

Μαζί με τον Ιωάννη Συκουτρή είναι δύο από τους επιφανέστερους αυτόχειρες του ελληνικού 20ου αιώνα.

Φτάνουν, όμως, αυτά για να τον κάνουν ιδιαίτερο; Οχι, αν δεν προσθέσει κανείς τη διάπυρη ελληνολατρεία του. Άνθρωπος παθιασμένος, στο όριο της αυτοκαταστροφής, ο Γιαννόπουλος θα υπάρξει ένας μεταιχμιακός διανοητής. Ένα πνεύμα γεμάτο φλόγα. Αυτή ήταν που τον έκαψε με αποτέλεσμα να δώσει πρόωρο τέλος στη ζωή του το 1910. Μαζί με τον Ιωάννη Συκουτρή είναι δύο από τους επιφανέστερους αυτόχειρες του ελληνικού 20ου αιώνα. Τι στέμμα, κι αυτό.

Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν το ολότελα προσωπικό ύφος, ο τρόπος που εκφραζόταν, αλλά και το πάθος για τις ελληνοκεντρικές του ιδέες.

Η φλογερή του φύση θα βρει στέγη πολύ νωρίς στην Αθήνα όπου μετέβη για να παρακολουθήσει μαθήματα Ιατρικήςγια ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, όμως, εγκατέλειψε τις σπουδές του και πήγε για οχτώ μήνες στον αδελφό του στο Λονδίνο, όπου μελέτησε αγγλική και γαλλική λογοτεχνία.

Επιστρέφει στην Αθήνα, γράφεται στη Νομική Σχολή και αρχίζει να βαφτίζεται μέσα στη λογοτεχνία. Αρχικά δημοσιεύει μεταφράσεις  ποιημάτων των Ντίκενς, Πόε, Πιερ Λοτί, Ουάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθώς και δικά του «πεζά ποιήματα».

Από το 1899 ξεκινάει να αρθρογραφεί στις εφημερίδες Ακρόπολις, Το Άστυ, Εστία κ.ά. και στα περιοδικά Κριτική, Παναθήναια, Ο Νουμάς κ.ά. Χρησιμοποιεί διάφορα ευφάνταστα ψευδώνυμα όπως: Λωτός, Απολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος.

Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν το ολότελα προσωπικό ύφος, ο τρόπος που εκφραζόταν, αλλά και το πάθος για τις ελληνοκεντρικές του ιδέες. Τάχθηκε αμέσως εναντίον της κακοδαιμονίας της ημεδαπής όπως ήταν η ξενομανία ή ο «φραγκοραγιαδισμός» όπως τον ονόμασε ο ίδιος.

Το 1906 εξέδωσε ως αυτόνομο βιβλίο το «Νέον Πνεύμα», και το 1907 την εκτενέστερη «Έκκλησι προς το Πανελλήνιον Κοινόν» – τα ιδεολογικά του μανιφέστα. Οι «περικλογιαννοπούλειες» ιδέες, όπως αποκλήθηκαν, προκάλεσαν αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής. Από άλλους θεωρήθηκε απλώς ρομαντικός και «ωραίος τρελός», από άλλους υβριστής, άλλοι όμως αναγνώρισαν την πρωτοτυπία του και εμπνεύστηκαν από αυτόν.

Φορούσε περικνημίδες ”αγγλικού τύπου”, άσπρα γάντια γκλασέ, γιλέκο και σακάκι. Ο απαραίτητος λαιμοδέτης ήταν στερεωμένος με χρυσή καρφίτσα.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς δημοσίευσαν πολύ εγκωμιαστικές κριτικές, ενώ ο Ίων Δραγούμης έγινε αδελφικός του φίλος, και αγωνίστηκε μετά τον θάνατο του Γιαννόπουλου να κάνει το όραμα του φίλου του πολιτική πράξη. Ο Άγγελος Σικελιανός θα ακολουθήσει δική του, πρωτότυπη ελληνοκεντρική πορεία, θα υμνήσει όμως και αυτός τον Γιαννόπουλο και βεβαίως δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από αυτόν.

Υπήρξε ένας μποέμ των Αθηνών, ένα φιλελεύθερο πνεύμα που πήγαινε κόντρα στα συντηρητικά ήθη τη εποχής. Λένε πως ήταν ωραίος άντρας, ενώ τη γοητεία του συμπλήρωνε η αγάπη του για το καλό ντύσιμο. Γράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στο βιβλίο του «Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης» που κυκλοφόρησε πρόσφατα απί τις εκδόσεις Μεταίχμιο: «Η κομψότητα είναι η αισθητική της ψυχής, έλεγε ο Λόρδος Βύρων. Ο Γιαννόπουλος δεν αμέλησε ποτέ τις υποχρεώσεις του απέναντί της. Φοράει περικνημίδες ”αγγλικού τύπου”, κατασκευασμένες στη Θεσσαλία, άσπρα γάντια γκλασέ, γιλέκο και σακάκι. Ο απαραίτητος λαιμοδέτης στερεωμένος με χρυσή καρφίτσα».

Υπήρξε ένας μποέμ των Αθηνών, ένα φιλελεύθερο πνεύμα που πήγαινε κόντρα στα συντηρητικά ήθη τη εποχής.

Τι άνθρωπος, αλήθεια, που ακόμη και στις τελευταίες του στιγμές, λίγο πριν προβεί στο απονενοημένο διάβημα, αυτό που σκέφτεται είναι να να ξυριστεί με επιμέλεια και να διαλέξει τα «καλά» ρούχα έτσι ώστε να αποχωρήσει από τη «σκηνή» ευπρεπισμένος.

Αν και ο Γιαννόπουλος έγινε πολύ γνωστός και είχε αφοσιωμένους φίλους στον πνευματικό κόσμο των Αθηνών, εν τούτοις δεν είχε την ευρύτερη αποδοχή που ποθούσε ως συγγραφέας, πόσο μάλλον να αναμορφώσει κατά το όραμά του την ελληνική κοινωνία.

Πάλι σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο Γιαννόπουλος προγραμμάτισε με τα κείμενά του την αισθητική της ελληνικής δημιουργίας από τη Γενιά του ’30 έως τον Οδυσσέα Ελύτη. Ενας προδρόμος της εποχής τους, μια avant la lettre φυσιογνωμία.

Πληγωμένος από την ελάχιστη αποδοχή του, ολότελα παραδομένος στο ολίσθημα το φρένων του, στις 8 Απριλίου 1910, ο Περικλής Γιαννόπουλος, όπως είχε προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια πολύ καιρό πριν, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Εκεί αυτοκτόνησε με μία σφαίρα στο κεφάλι.

Ακόμη και στις τελευταίες του στιγμές, αυτό που σκέφτεται είναι να να ξυριστεί με επιμέλεια και να διαλέξει τα «καλά» ρούχα έτσι ώστε να αποχωρήσει ευπρεπισμένος.

Προηγουμένως είχε κάψει πολλά ανέκδοτα έργα του: διηγήματα φαντασίας, αλλά κυρίως το magnum opus του το «Περί Αρχιτεκτονικής» σημειώνοντας ότι αφού η «Ελληνική Φύσις» τα ενέπνευσε στον ίδιο, θα τα ενέπνεε και σε άλλους στο μέλλον. Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν τα κύματα στην στεριά δέκα μέρες μετά. Πριν ταφεί, δύο άγνωστες κυρίες στόλισαν τον νεκρό με λουλούδια.

Η μια πιθανότατα ήταν η ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου για την οποία έτρεφε σφοδρό έρωτα από την πρώτη στιγμή που τη συνάντησε σ’ ένα δρόμο της Καλλιθέας. Από τότε το όνομά της έγινε η μόνη νότα που έπαιζε στην καρδιά του, αλλά, φευ, έγινε και η μοίρα του.

H ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου.

Ο θάνατος του Περικλή Γιαννόπουλου συγκλόνισε την κοινωνία και τον Τύπο της εποχής περισσότερο από ότι τα έργα του όσο ζούσε.

Ο θάνατος, ο τρόπος μάλιστα του θανάτου του Περικλή Γιαννόπουλου συγκλόνισε την κοινωνία και τον Τύπο της εποχής περισσότερο από ότι τα έργα του όσο ζούσε. Για πολλές ημέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες για τον τρόπο του θανάτου του, ενώ ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης και η Μυρτιώτισσα του αφιέρωσαν ποιήματα.

Ο Ίων Δραγούμης υπέθεσε πως ο Γιαννόπουλος, ως λάτρης του ωραίου, δεν ήθελε να γεράσει. Ο ψυχίατρος και λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης θεωρεί πως ο Γιαννόπουλος οδηγήθηκε στην αυτοκτονία επειδή ένιωσε ότι έφθανε στην εξάντληση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, ότι δεν είχε άλλο τίποτε πια να προσφέρει πια, ούτε μπορούσε να αναμορφώσει την ελληνική κοινωνία.

Ίσως να απογοητεύθηκε και από το γεγονός ότι δεν κατάφερε να παντρευτεί την Λασκαρίδου και, τέλος, ως βαθύτατα ρομαντικός, του ασκούσε έλξη ο θάνατος. Ώσπου έσπευσε να τον συναντήσει σε ηλικία μόλις 41 ετών.

 

Διαβάστε ακόμα: Το κουλ, ποιητικό στυλ του Μάνου Ελευθερίου (1938-2018).

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top