Ο Δημήτρης Μυράτ ποτέ δεν παρέλειπε να ελέγχει το στιλ του, δίχως όμως διάθεση μιας κάποιας επιτήδευσης.

Θωριά επιβλητική, αλλά όχι τρομώδης. Ευθυτενής με τη χάρη του ανθρώπου που έχει γνωρίσει τα ουσιαστικά θέλγητρα της ζωής. Χαριτόβρυτος δίχως να το επιδεικνύει. Η σοβαρότητά του σε συνδυασμό με την έμφυτη γλυκύτητα του προσώπου του, όσοι τον γνώρισαν είχαν να λένε για το ανυπόκριτο χαμόγελό του,  δημιουργούσαν γύρω του μια αύρα που τον έκανε να ξεχωρίζει.

Ο Δημήτρης Μυράτ υπήρξε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στο ελληνικό θέατρο. Πέραν του δεδομένου υποκριτικού μεγέθους του, ανήκε σε εκείνη την ακριβή τη χορεία των ηθοποιών που δεν περιόριζαν την υπόστασή τους μόνο πάνω στο σανίδι. Ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος με βαθύτατη γνώση της κλασικής παιδείας και της λατινικής γλώσσας. Ένας λόγιος που πέραν των μεγάλων ρόλων που υποδύθηκε με θαυμαστή επιδεξιότητα, είχε να παρουσιάσει και πλούσιο συγγραφικό έργο.

Γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου του 1908 στην Αθήνα, σπούδασε φιλολογία στο Βερολίνο και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Μαξ Ράιχαρτ, ο οποίος εκείνα τα χρόνια θεωρούνταν ένας από τους σημαντικότερους Αυστριακούς σκηνοθέτες. Στη συνέχεια σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, δείγμα της πλέριας ζέσης του για γνώση.

Ο Δημήτρης Μυράτ ήταν ένας αριστοκράτης. Ο συνδυασμός της αστικής ευγένειας και της βαθιάς κουλτούρας.

Το θέατρο δεν θα μπορούσε να μην αποτελέσει το μέγα πεδίο της δόξας του, αλλά και ο καλός αγωγός των καλλιτεχνικών του ανησυχιών. Άλλωστε, το θεατρικό σανίδι ήταν μέρος της οικογενειακής παράδοσης. Ο πατέρας του ήταν ο Μήτσος Μυράτ, ένας από τους πρωτεργάτες της ελληνικής θεατρικής σκηνής και μητέρα του η Χρυσούλα Κοτοπούλη (αδελφή της Μαρίκας). Ως εκ τούτου, ήταν λίγο πολύ προφανές πως θα ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο. Ναι, τον ίδιο, αλλά συν τω χρόνω χάραξε την προσωπική του διαδρομή.

Με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Στη σκηνή, ο Μυράτ πρωτοεμφανίστηκε το 1931 στο θέατρο Κοτοπούλη. Από τότε και ως το 1947 συνεργάστηκε με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Από το 1947 έως το 1950 ήταν πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου, εν συνεχεία έγινε Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο Θέατρο Κοτοπούλη – ΡΕΞ (1951-1956), ενώ από το 1957 διηύθυνε δικό του θίασο.

Μελίνα Μερκούρη και Δημήτρης Μυράτ: δύο άνθρωποι που καθόρισαν το στιλ εκείνης της εποχής.

Για τους συγκαιρινούς του θεωρούνταν ένας αριστοκράτης, άλλωστε ο Σμυρνιός πατέρας του ήταν ένα εχέγγυο αστικής ευπρέπειας. Ας μην λησμονούμε πως ο Μήτσος Μυράτ ήρθε στην Αθήνα από την κοσμική και πολιτισμένη Σμύρνη. Ήταν παθιασμένος με το θέατρο, ενώ είχε μεγαλώσει σε ένα άνετο οικογενειακό περιβάλλον, φοίτησε σε πολύ καλά σχολεία και γνώριζε άριστα αγγλικά και γαλλικά. Πόνταρε πολύ στο ντύσιμο, την πόζα και το ύφος του. Στοιχεία και αισθήσεις που εκ των πραγμάτων μεταφέρθηκαν και στον γιο του.

Παρά το γεγονός ότι ο Δημήτρης Μυράτ διέθετε τη στόφα του πρωταγωνιστή, ποτέ δεν παρέλειπε να ελέγχει το στιλ του δίχως όμως διάθεση μιας κάποιας επιτήδευσης. Σε όλες τις φωτογραφίες αρχείου που έχουν διασωθεί είναι εμφανές το προσεγμένο ντύσιμό του. Τίποτα το περιττό και το σπουδαιοφανές. Οι ενδυματολογικές του αναφορές ήταν παρόμοιες με τις θεατρικές: μια άσκηση στη λιτότητα. Κανένας ακκισμός, καμία διάθεση για επίδειξη. Η αστική ευγένεια σε συνδυασμό με το καλό γούστο.

Με τη γυναίκα της ζωής του και μόνη παρτενέρ στο σανίδι, Βούλα Ζουμπουλάκη.

Σταθμός στην προσωπική του ζωή υπήρξε η Βούλα Ζουμπουλάκη. Μια γυναίκα που μπορούσε να σταθεί άξια δίπλα του. Δεν υπήρξαν μόνο ζευγάρι στη ζωή, αλλά και στο θέατρο. Το δίδυμο «Μυράτ-Ζουμπουλάκη» ήταν συνώνυμο του αστικού θεάτρου. Οι επιλογές τους ήταν πάντα ιδιαίτερες, όπως και ο τρόπος της ερμηνείας τους.

Ο πατέρας του, Μήτσος Μυράτ, του κόμισε το καλό στιλ.

Με τον Μυράτ γνωρίστηκαν στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παντρεύτηκαν το 1951 στο Κάιρο, την γενέθλια πόλη της Ζουμπουλάκη. Το 1957 που θα ανοίξουν μαζί το δικό τους θέατρο θα διαπρέψουν. Ακόμη κι εκεί θα φανεί το ιδιαίτερο στυλ τους. Πρωτόφαντο για την Αθήνα της δεκαετίας του ’60. Οι καλά γνωρίζοντες έχουν να λένε για το γραφείο του Μυράτ και της Ζουμπουλάκη. Ήταν πολυτελές, αλλά όχι επιτηδευμένο. Η διακόσμηση έφερε την πατίνα του αναλλοίωτου γούστου: πίνακες, λάμπες, κρυστάλλινα τασάκια. Παντού θέρμη και σεβασμός. Τίποτα το περιττό, τίποτα που να μην ταιριάζει στον αισθητικό τους κώδικα.

Ο Δημήτρης Μυράτ είχε να λέει πάντα για το ξεκίνημά του στο θέατρο και ιδιαιτέρως στην παράσταση «Συρανό ντε Μπερζεράκ» στο Εθνικό Θέατρο και τον δάσκαλό του Δημήτρη Ροντήρη. Αργότερα, ως θιασάρχης του Θεάτρου «Διάνα» σημείωσε μεγάλη επιτυχία με το έργο «Το Κράτος του Θεού», του Φριτς Χοφ Βέλντερ. Σημαντική στιγμή υπήρξε το ανέβασμα της Ορέστειας στο Κάιρο σε σκηνοθεσία Μουζενίδη (1951)και παραστάσεις έργων για τις οποίες έλαβαν τιμητικές διακρίσεις όπως, το «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε» (1961). Πέθανε στις 10 Ιανουαρίου του 1991 αφήνοντας, όμως, πίσω του ένα ευδιάκριτο χνάρι στα θεατρικά πράγματα. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τους μεγάλους δημιουργούς.

 

// Οι φωτογραφίες αρχείου είναι από το Ινστιτούτο Κυβέλη

 

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή (1873 – 1950)

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top