Η Interceptor 650 είναι ένα από τα δύο καινούργια μοντέλα της Royal Enfield, του ινδικού κολοσσού Eicher Motors, με συνολική παραγωγή 700.000 (!) μοτοσυκλετών τον χρόνο. (photos Νίκος Καρανικόλας για το Andro).

Αν και εδώ θα μιλήσουμε για την ολοκαίνουργια Interceptor 650, ας μείνουμε για λίγο στη Bullet αφού από αυτήν ξεκίνησαν όλα. Το 1955 λοιπόν, η βρετανική Enfield Cycle Company άρχισε μια συνεργασία με την ινδική Madras Motors δημιουργώντας την Enfield of India, με έδρα στο Chennai της ανατολικής Ινδίας.

Μολονότι οι πρώτες ινδικές Enfield απλώς συναρμολογούνταν στο Chennai με πράγματα που έρχονταν από την Αγγλία, από το 1962 και μετά οι Bullet κατασκευάζονταν εξ ολοκλήρου εκεί. Από δε το 1999, οι μοτοσυκλέτες της Enfield of India πουλιόνταν, επί το αριστοκρατικότερον, ως Royal Enfield – όνομα άλλωστε που συνόδευε παλαιότερα και τις μοτοσυκλέτες (και τα ποδήλατα) της βρετανικής Enfield.

Ο αλουμινένιος αερόψυκτος –με ψυγείο λαδιού– δικύλινδρος βγάζει 47 άλογα και 52 Nm, μέσω κιβωτίου έξι σχέσεων. Ιπποδύναμη που μπορεί να μην ακούγεται πολλή, για 650 κ.ε., όμως το 80% της ροπής είναι διαθέσιμο κάτω από τις 2500 rpm.

Σήμερα, η Royal Enfield, μέλος του ινδικού κολοσσού Eicher Motors Limited, παράγει τη Bullet και πέντε ακόμα μοντέλα (σε συνολικά 700.000 κομμάτια τον χρόνο!) με τα δυο πιο καινούργια απ’ αυτά να είναι η Interceptor 650 και η Continental GT 650. Και τα δυο μοντέλα (παρόμοια σε πλαίσιο, μηχανικά μέρη, ανάρτηση, φώτα, τροχούς, ακόμα και στα όργανα) παραπέμπουν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ένδοξη εποχή του βρετανικού δίκυκλου, αλλά έχουν διαφορετικό προσανατολισμό. Ενώ η Continental GT είναι ένα “café racer”, η περί ης το κείμενο, Interceptor, εμπνευσμένη από τη Interceptor του 1960, που έμεινε στην παραγωγή μέχρι το 1970, είναι μια κλασική μοτοσυκλέτα.

Η σύγχρονη Royal Enfield Interceptor 650, εμπνευσμένη από την πρώτη Interceptor του 1960, είναι αυτό που λέμε «κλασική» μοτοσυκλέτα, με μεγάλο τιμόνι, επίπεδη σέλα και σχετικά όρθια θέση οδήγησης.

Όπου «κλασική» σημαίνει ένα μεγαλύτερο, ψηλότερο τιμόνι, άρα και μια πιο όρθια θέση οδήγησης, μαρσπιέ σε νοητή γραμμή με τα γόνατα, αντί για πιο πίσω, μια επίπεδη, ενδεχομένως και ανετότερη, σέλα για δυο (αντί για μονόσελο) κι ένα λίγο διαφορετικά σχεδιασμένο ρεζερβουάρ χωρητικότητας 13,7 lt. Στις δυο αυτές μοτοσυκλέτες είχαμε άλλωστε αναφερθεί και παλαιότερα.

Μια απλή, retro-cool μοτοσυκλέτα. Και μαζί μια πανέμορφη μοτοσυκλέτα.

Ολοκαίνουργιος είναι και ο αλουμινένιος αερόψυκτος –υπάρχει βέβαια και ψυγείο λαδιού– δικύλινδρος εν σειρά, με ψεκασμό φυσικά, 8βάλβιδος κινητήρας 648 κ.ε., με εκκεντροφόρο επικεφαλής, που αποδίδει 47 ίππους στις 7250 rpm και 52 Nm στις 5250 rpm, μέσω ενός κιβωτίου έξι σχέσεων και αλυσίδας.

Οι καθαρές γραμμές του ρεζερβουάρ, η μονοκόμματη, επίπεδη σέλα, το μεγάλο κυκλικό μπροστινό φανάρι (και το «παλιομοδίτικο» μικρό πίσω) θυμίζουν τις βρετανικές (και ιαπωνικές) μοτοσυκλέτες του χθες. Και πολύ καλά κάνουν…

Η μπροστινή ανάρτηση είναι ένα κλασικό πιρούνι, με 110 mm διαδρομής, ενώ πίσω υπάρχουν δυο ρυθμιζόμενα σε πέντε θέσεις προφόρτισης αμορτισέρ με δοχεία αζώτου. Οι τροχοί (με ακτίνες, τι άλλο;) είναι 18” μπρος-πίσω, ενώ τα φρένα (από την ByBre της Brembo) είναι μονοί δίσκοι, διαμέτρου 320 mm μπροστά και 240 mm πίσω, φυσικά με ABS, από τη Bosch. Το βάρος τέλος μιας άδειας Interceptor είναι 202 κιλά.

Απλά, ευδιάκριτα αναλογικά όργανα, που ταιριάζουν με την όλη εικόνα, με ένδειξη βενζίνης και διπλό trip. Λείπει ωστόσο μια ένδειξη για το ποια σχέση έχεις επιλέξει.

Τα 47 άλογα μπορεί να μην ακούγονται πολλά για 650 κ.ε., σημαντικό όμως είναι ότι το 80% της γενναιόδωρης ροπής είναι διαθέσιμο, ιδιαίτερα γραμμικά μάλιστα, από χαμηλές στροφές (κάτω από τις 2500 rpm) χωρίς μάλιστα τους κραδασμούς ενός δικύλινδρου χαμηλά. Κάτι που κάνει την Interceptor ιδιαίτερα ροπάτη, ομαλή και ευχάριστη μοτοσυκλέτα, ακόμα και μέσα σε έντονο κυκλοφοριακό. Σαν κι αυτό το άνευ προηγουμένου μποτιλιάρισμα που συνάντησα από το Χαϊδάρι μέχρι τον Ασπρόπυργο, λόγω «έργων» στο ύψος της (πρώην) Χαλυβουργικής.

The Enfield aficionados: Ο ταλαντούχος, ιδιοσυγκρασιακός ηθοποιός και σκηνοθέτης Ρενος Χαραλαμπίδης ήταν ο πιονιέρος αναβάτης Enfield εν Ελλάδι καθώς είχε αγοράσει την πρώτη μοτοσικλέτα που είχε έρθει από την Ινδία, το 1992. Μάλιστα η μοτοσικλέτα του πρωταγωνίστησε στη σειρά της ΕΡΤ “Τα Χαμένα Γράμματα”. Εδώ, το 1993, ποζάρει στο φακό του Γιώργου Μαλεκάκη.

Και τι δουλειά είχες, ρε μάστορα, εσύ από τα νότια προάστια, στο Χαϊδάρι και τον Ασπρόπυργο Κυριακάτικα; Εξηγώ. Χάρη στη μυστηριώδη ικανότητά μου να βρίσκω πάντα τη χειρότερη δυνατή διαδρομή, ξεκινώντας για μια βόλτα, the long way, προς την Αρχαία Επίδαυρο (διαχρονικά λατρεμένη μοτοσυκλετική διαδρομή), είπα να μην πάρω την Αττική Οδό, όπου η κίνηση με πάνω από 100 km/h είναι αναπόφευκτη –και όχι και ιδιαίτερα βέβαια ευχάριστη για μέρα με αέρα, μοτοσυκλέτα με όρθια θέση και χωρίς fairing, χώρια το ευρύστερνον του αναβάτη και το ανοιχτό κράνος– και να πάω απ’ το Δαφνί (διπλής). Και έτσι έμπλεξα.

Παρά το βάρος των 202 κιλών, η Interceptor είναι απρόσμενα ευέλικτη και στην κίνηση της πόλης. Βοηθάει βέβαια και η ομαλότητα λειτουργίας του ροπάτου δικύλινδρου.

Αν πάντως εξαιρέσεις την, να την πούμε πρόκληση; του να σέρνεσαι με «μηχανάκι» [μηχανάκι λέμε μόνο το δικό μας, αυτό που καβαλάμε εμείς, ποτέ των άλλων] επί πολλά χιλιόμετρα ανάμεσα σε βρασμένα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, οι ελιγμοί με την  Interceptor, χάρη στην ως άνω ροπή από χαμηλά, στην ομαλότητα λειτουργίας του δικύλινδρου, στην ισορροπημένη συμπεριφορά σε ρυθμό βαδίσματος και στην αμεσότητα ευελιξίας που χαρίζει ένα μεγάλο τιμόνι, αποδείχτηκε λιγότερο δυσάρεστη απ’ όσο αρχικά περίμενα. Βάζεις μια 2η στο κιβώτιο και την αφήνεις μέσα. Ούτε κραδασμοί, ούτε δισταγμοί, ούτε πόδια κάτω…

Η Interceptor ίσως είναι η ιδανική μοτοσυκλέτα για έναν “returning biker”.

Πήρα μετά την παλιά εθνική οδό προς τη Θήβα για να ανεβώ από τα Παλιοκούντουρα στον Πατέρα και μετά, μέσω Ψάθας (όπου βέβαια, με διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα στην παραλία, γινόταν το έλα-να-δεις) Αλεποχωρίου, Σχοίνου και Περαχώρας να βγω στο Λουτράκι (είπαμε: the long way) και από εκεί στα Λουτρά Ωραίας Ελένης, μετά τα οποία ανοίγεται μπροστά σου ο αγαπημένος, από τη δεκαετία του ’80, μοτοσυκλετικός παράδεισος.

Το αριστοκρατικό “Royal Enfield” στο ντεπόζιτο, σε συνδυασμό με αυτό το πορτοκαλί χρώμα, ποτέ δεν άφησε την Interceptor απαρατήρητη. Τα 13,7 λίτρα προσφέρουν ρεαλιστική αυτονομία πάνω από 300 km.

Εκεί είναι που, έχοντας πλέον εξοικειωθεί με την Interceptor, ξεκίνησα πραγματικά να την απολαμβάνω. Διότι τον δρόμο εδώ τον ξέρεις καλά. Ξέρεις ποια στροφή κλείνει και ποια ανοίγει, πού κρατάει και πού γλιστράει, κι έχεις πια μάθει πώς στρίβει το μηχανάκι και πόσο μπορείς να γείρεις, πώς φρενάρει (πρέπει βέβαια να βγάλεις απ’ το μυαλό σου την πιθανότητα μπλοκαρίσματος και να συνηθίσεις να φρενάρεις αποφασιστικά) παρά τον μονό δίσκο μπροστά, και βέβαια πώς επιταχύνει και πώς προσπερνάει και με ποια σχέση.

Μιλώντας για το κιβώτιο, οι τέσσερις πρώτες σχέσεις είναι σχετικά κοντά κλιμακωμένες, με τις δυο τελευταίες να είναι πιο μακριές για ξεκούραστο cruising (που είναι ο λόγος ύπαρξης της Interceptor) αν όχι ακριβώς για μακρύ ταξίδι (που δεν είναι ο λόγος ύπαρξής της). Μου έλειψε πάντως μια ένδειξη για το ποια σχέση έχεις στο κιβώτιο, όχι τόσο στο στροφιλίκι, όπου η ροπή, είτε με 3η είτε με 4η, είναι βασιλιάς, αλλά στις ευθείες μετά, όπου αρκετές φορές χρειάστηκε να σιγουρευτώ πως είχα ήδη βάλει 6η και αμπραγιάριζα άσκοπα.

Συμβατικό πιρούνι μπροστά και ρυθμιζόμενα αμορτισέρ πίσω με δοχεία αζώτου που χαρίζουν μια πιο σύγχρονη πινελιά. Τροχοί 18” και μονοί δίσκοι, 320 mm-240 mm, με ABS φυσικά.

Στην επιστροφή, πέρασα από τη βυθιζόμενη (όχι τη συγκεκριμένη στιγμή) γέφυρα στην Ισθμία (είναι Η Ισθμία, όχι ΤΑ Ίσθμια) και πήρα την παλιά εθνική οδό που, ειδικά λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα και ειδικά με μια τέτοια εύκολη μοτοσυκλέτα, είναι βέβαια ό,τι απολαυστικότερο – με εξαίρεση τη Ν. Πέραμο και το αναπόφευκτο πέρασμα, διαμέσου φιλησύχων λουομένων, από τους καλοκαιρινούς Άγιους Θεοδώρους, μεγάλη η χάρη Τους.

The Enfield aficionados: Ο δραστήριος bartender και καθηγητής της Le Monde Γιάννης Κοροβέσης με την αγαπημένη του Royal Enfield Electra του 2007. Εδώ, ποζάρει στο φακό της Ιωάννας Χατζηανδρέου για το e-magazine Didee.gr στο μπαρ Borsalino που είχε δημιουργήσει το 2015.

Και μιας και όσο είχα την Interceptor ανάμεσα στα πόδια μου, δεν είχα ακόμα βγει σε εθνική, είπα να πάρω την Αττική Οδό για να δω και πώς μια σύγχρονη Royal Enfield ταξιδεύει. Όπου, αν και σε κάποια στιγμή, επιταχύνοντας από τα διόδια, είδα στο αναλογικό κοντέρ πάνω από 170 km/h, αυτά καλό είναι να μη γίνονται. Ειδικά με open-face κράνος, όπως αυτό το “Peter Fonda Easy Rider” που η αντιπροσωπεία μάς είχε, πολύ ευγενικά, παραχωρήσει για τις ανάγκες και της φωτογράφισης.

The Enfield aficionados: O επιχειρηματίας, προσφάτως βραβευμένος από την Google, Θανάσης Σοφιανός, γύρισε τη βόρεια Ινδία με μια Royal Enfield. Διαβάστε τις περιπέτειες του εδώ.

Όχι. Αν χρειάζεται οπωσδήποτε να πάρεις την εθνική [είναι κι αυτό το βγάλε γάντι, ψάξε με μουδιασμένο χέρι για ψιλά, ξαναβάλε γάντι, στα διόδια, όπου βέβαια ΔΕΝ προσπερνάμε την ουρά των αυτοκινήτων], μια αξιοπρεπής ταχύτητα ταξιδιού με μια τέτοια μοτοσυκλέτα είναι τα 120 km/h. Πιο κάτω παίζεις άμυνα με τις νταλίκες και τα Avensis, ενώ πιο πάνω και δεν είναι ευχάριστο και υποφέρει και η κατανάλωση. Η οποία κατανάλωση, με μόνο τον (βαρύ) αναβάτη και με χρήση εντός αλλά κυρίως εκτός πόλης, ήταν γύρω στα 4 lt/100 km, μέγεθος που χαρίζει ρεαλιστική αυτονομία πάνω από 300 km – καθόλου άσχημα.

Η Royal Enfield Interceptor 650 λοιπόν είναι, by design φυσικά, μια απλή, retro-cool μοτοσυκλέτα. Και μαζί μια πανέμορφη μοτοσυκλέτα. Οι καθαρές γραμμές του ρεζερβουάρ, η απλότητα του αστραφτερού τιμονιού και των αναλογικών οργάνων, η μονοκόμματη, επίπεδη σέλα, το μεγάλο κυκλικό μπροστινό φανάρι (και το «παλιομοδίτικο» μικρό πίσω) θυμίζουν τις βρετανικές (και ιαπωνικές) μοτοσυκλέτες με τις οποίες ανδρωθήκαμε οι ωριμότεροι εξ ημών. Μάλιστα, από τα πρώτα κιόλας μέτρα, ήταν σαν να καβαλούσα, σχεδόν 40 χρόνια μετά, τη δική μου Honda CB400N Super Dream.

Αυτή δε η “olde-worlde” απλότητα και το αριστοκρατικό “Royal Enfield” στο ντεπόζιτο, σε συνδυασμό με το πορτοκαλί χρώμα της συγκεκριμένης Interceptor (βγαίνει και σε άλλα τέσσερα χρώματα) σπάνια περνά απαρατήρητη. Στα φανάρια, για παράδειγμα, αναβάτες συνηθισμένων μοτοσυκλετών έριχναν βλέμματα που κυμαίνονταν ανάμεσα σε περιέργεια και θαυμασμό, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που τα βλέμματα ακολουθούσαν και ερωτήσεις αρκετά πιο ψαγμένες από ένα τυπικό «καλή είναι αυτή;»

Η Interceptor είναι μια μοτοσυκλέτα για ήρεμες, ξεκούραστες, αβίαστες διαδρομές. Και απόλαυση για μια χαλαρή καλοκαιρινή απογευματινή βόλτα στο Σούνιο, με τον ήλιο να πέφτει στον Σαρωνικό δίπλα σου.

Κλείνοντας, τούτη εδώ η όμορφη μοτοσυκλέτα, εκεί που είχα πει «καβαλήσαμε ό,τι καβαλήσαμε, ταξιδέψαμε όπου ταξιδέψαμε, κάναμε ό,τι κάναμε, φάγαμε τα μούτρα μας (και κάμποσα έντομα) όπου τα φάγαμε, αυτό ήταν, με τέσσερις μόνο τροχούς από εδώ και στο εξής», μου άνοιξε ξανά την όρεξη.

Διότι η Interceptor 650 είναι μια μοτοσυκλέτα για ήρεμες, ξεκούραστες, αβίαστες διαδρομές τις οποίες όλοι χρειαζόμαστε. Μια μοτοσυκλέτα για μια ανοιξιάτικη Κυριακάτικη εξόρμηση στο Ναύπλιο, από την παλιά εθνική. Μια μοτοσυκλέτα για μια χαλαρή καλοκαιρινή απογευματινή βόλτα στο Σούνιο, με τον ήλιο να πέφτει στον Σαρωνικό δίπλα σου… Καλά, σταματάω.

Με την Interceptor, η Royal Enfield στοχεύει στο να θυμίσει την ξεχασμένη μαγεία του αγνού, ανόθευτου μοτοσυκλετισμού. Χωρίς βέβαια τα βραχυκυκλωμένα ηλεκτρικά και τα λάδια στο πάτωμα.

Έτσι, με την Interceptor 650, η αναγεννημένη στην Ελλάδα Royal Enfield στοχεύει όχι μόνο στο να αυξήσει το ενδιαφέρον για την ίδια την εταιρεία και τα μοντέλα της –αυτό είναι το προφανές–, αλλά και στο να τονώσει την εν πολλοίς ξεχασμένη μαγεία του αγνού, ανόθευτου και συνάμα διόλου προκλητικού μοτοσυκλετισμού. Προσφέροντας στην πορεία ένα σύγχρονο, προσιτό μηχανάκι για εσάς και για εμάς. Τους αμετανόητους “returning bikers”.

Η τιμή της Interceptor 650 είναι €7.390 (έναντι €7.490 της Continental GT), ενώ η Royal Enfield αντιπροσωπεύεται πλέον από την εταιρεία Muvus, με έδρα τη θέση Πέτα, της Κερατέας, στη λ. Αθηνών–Σουνίου, (τ.κ. 19001 / τηλ 22990-66138 / www.muvus.gr / email [email protected]).

 

Τα βασικά:

Μοντέλο: Royal Enfield Interceptor 650
Κινητήρας: 2κύλινδρος εν σειρά 648 κ.ε.
Ισχύς: 47 HP @ 7250 rpm
Ροπή: 52 Nm @ 5250 rpm
Κιβώτιο/Μετάδοση: 6 σχέσεων/αλυσίδα
Τροχοί: 100/90-18 εμπρός, 130/70-18 πίσω
Φρένα: Μονοί δίσκοι 320 mm εμπρός, 240 mm πίσω
Βάρος: 202 kg
Ύψος σέλας: 802 mm
Ρεζερβουάρ: 13,7 lt
Κατανάλωση: 4,1 lt/100 km
Τιμή: €7.390

 

Διαβάστε ακόμα: Royal Enfield, η πιο cool μοτοσικλέτα που (ίσως) δεν ήξερες, σε νέα εποχή.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top