Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Ανατολίας από Έλληνες γονείς που διατήρησαν τη ρωσική κατάληξη του ονόματος από παλαιότερο εκτοπισμό των προγόνων τους στη Ρωσία, λόγω ανθελληνικών διώξεων.

Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Ανατολίας από Έλληνες γονείς που διατήρησαν τη ρωσική κατάληξη του ονόματος από παλαιότερο εκτοπισμό των προγόνων τους στη Ρωσία, λόγω ανθελληνικών διώξεων.

Τον χειμώνα του 1927, στο château de Balincourt, στο ησυχαστήριο που επέλεξε για τον εαυτό του, ο περιβόητος έμπορος όπλων Μπάζιλ Ζαχάροφ αποφάσισε ότι η ιστορία της ζωής του, αλλά και των σημαντικότερων γεγονότων της εποχής του, δεν χρειαζόταν τη δική του μαρτυρία. Του πήρε δύο ολόκληρες ημέρες να πετάξει στη φωτιά του τζακιού του τις σελίδες από τα προσωπικά ημερολόγια 58 ετών, τα απόρρητα έγγραφα και τις επιστολές που είχε στη διάθεσή του και περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια το παρασκήνιο των διπλωματικών στρατηγικών, την ενορχήστρωση των πολεμικών συγκρούσεων, το πολιτικό χρήμα και τις αφανείς ερωμένες που διαμόρφωσαν τελικά, την ευρωπαϊκή ιστορία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον Μεσοπόλεμο.

Επέλεξε να κρατήσει το πρόσωπό του στη σκιά, όχι από ταπεινότητα, αλλά μάλλον επειδή δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά: σε όλη του τη ζωή δεν έπαψε να επανεφευρίσκει τον εαυτό του, να «πουλάει» και μια καινούρια αφήγηση στον εκάστοτε συνομιλητή του, για το ποιος είναι. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να γράψει κάποιος την αυτοβιογραφία του όταν δεν ξέρει πώς να ξεκινήσει;

Ο Ζαχάροφ είχε γεννηθεί σε ένα μικρό χωριό της Ανατολίας από Έλληνες γονείς που διατήρησαν τη ρωσική κατάληξη του ονόματος από παλαιότερο εκτοπισμό των προγόνων τους στη Ρωσία, λόγω ανθελληνικών διώξεων. Όταν τελικά, μετοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη, ο έφηβος Βασίλης θα ανδρωνόταν μέσα στο πολυεθνικό μελίσσι των γειτονιών της, που θα του επέτρεπε αργότερα να επικαλείται την δήθεν εβραϊκή, λεβαντίνικη ή τουρκική καταγωγή του, πάντοτε σύμφωνα με τις ανάγκες της περίστασης.

Έμαθε σχεδόν όλες τις γλώσσες που μιλιούνταν στην Πόλη και σύντομα διακρίθηκε στο εμπόριο μέσα από την επιχείρηση υφασμάτων που διατηρούσε ο θείος του. Όταν εκείνος όμως, αρνήθηκε να του αναγνωρίσει εμπράκτως, την συμβολή του στον διπλασιασμό των κερδών, δεν δίστασε να εισπράξει μόνος του ό,τι του αναλογούσε κατευθείαν από το ταμείο και να αναχωρήσει για την Αγγλία.

Σε όλη του τη ζωή δεν έπαψε να επανεφευρίσκει τον εαυτό του, να «πουλάει» και μια καινούρια αφήγηση στον εκάστοτε συνομιλητή του, για το ποιος είναι.

Στο Μπρίστολ εμφανίστηκε στην Έμιλι Μπάροουζ και τον πλούσιο, εργολάβο πατέρα της, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως πρίγκιπας από το Κίεβο! Η απάτη θα αποκαλυπτόταν μετά τον γάμο τους, όταν ο θείος του τελικά, τον ανακάλυπτε και τον έστελνε στη φυλακή ως καταχραστή. Η ελληνική κοινότητα της Πόλης θα μεσολαβούσε για την αποφυλάκισή του και τον διακανονισμό του χρέους του για να περιορίσει την έκταση του σκανδάλου που θα μπορούσε να στιγματίσει το όνομα των Ελλήνων στην Ευρώπη.

Τα επόμενα χρόνια, θα ταξίδευε στην Κύπρο (με χρήματα του πεθερού του και διαφορετικό, φυσικά, όνομα), αργότερα στην Αθήνα, στις ΗΠΑ και οπουδήποτε αλλού έβρισκε τις ευκαιρίες να αναπτύξει το χάρισμά του στο εμπόριο, τις δημόσιες σχέσεις με ισχυρούς παράγοντες και τα ερωτικά ειδύλλια με δεσποινίδες και χήρες που είχαν την ιδιότητα του κληρονόμου μεγάλων περιουσιών ή το προνόμιο να ανήκουν σε οικογένειες με επιρροή.


Διαβάστε ακόμα: Η εκδίκηση του απαγορευμένου


Η ενασχόλησή του με το εμπόριο όπλων ήρθε εντελώς φυσικά, σε μια εποχή που οι συζητήσεις για θέματα συνόρων και γεωγραφίας έφταναν συχνά σε αδιέξοδο «και το μόνο που μπορούσε να πράξει κανείς ήταν να πνίξει τον συνομιλητή του ή να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα».Τα υποβρύχια της εταιρείας Nordenfelt ήταν μια εξοπλιστική επένδυση που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Στην πραγματικότητα όμως, επρόκειτο για ατμοκίνητες κατασκευές, εντελώς ασταθείς κάτω απ’ το νερό και με τόσο υψηλές θερμοκρασίες στο εσωτερικό τους που θα έκαναν ολόκληρο το πλήρωμα να χάσει τις αισθήσεις του. Ο Ζαχάροφ ανέλαβε την πώλησή τους σε Ελλάδα, Τουρκία («αφού έχουν ήδη παραγγείλει οι αντίπαλοί σας») και Ρωσία («για να προστατέψετε τα ζωτικά σας συμφέροντα στην περιοχή, από τους Τούρκους»).

Πριν αποσυρθεί, πρόλαβε να μεσολαβήσει ώστε το πριγκιπάτο του Μονακό να διατηρήσει την αυτονομία του από το φορολογικό καθεστώς της Γαλλίας.

Το περιώνυμο «σύστημα Ζαχάροφ», που αποτελεί μέχρι σήμερα τον μπούσουλα στην προώθηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, δεν ήταν απλώς, το ελαστικής ηθικής δόγμα του «πουλάω και στις δύο πλευρές». Ήταν μια συστηματοποιημένη μέθοδος πιστώσεων προς τις κυβερνήσεις μέσω τραπεζικών δανείων (που προσφέρονταν αφειδώς, μιας και ο εγγυητής ήταν το πατριωτικό φρόνημα των φορολογουμένων), ο διαμοιρασμός προμηθειών στα κατάλληλα πρόσωπα με περισσότερο ή λιγότερο διακριτικό τρόπο (σύμφωνα με τα ανέκδοτα της εποχής, τα καινούρια κοσμήματα της ερωμένης του Υπουργού Πολέμου της κάθε χώρας ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του μεγέθους της προμήθειας) και, φυσικά, η φιλοπόλεμη προπαγάνδα των μέσων που μπορούσαν να ελεγχθούν, με έμφαση στην όξυνση των εδαφικών ανταγωνισμών και την εκμετάλλευση των εθνικών ευαισθησιών.

zaharoff

Με τη μακριά, αυστηρή καμπαρντίνα του, το μπαστούνι και το πλατύγυρο καπέλο…

Η τραγική ειρωνεία για τον Ζαχάροφ, ο οποίος ενεπλάκη πρακτικά, σε όλους τους πολέμους της εποχής του, με αποκορύφωμα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ότι συνέβαλε τα μέγιστα για την εκπλήρωση της «Μεγάλης Ιδέας», με την ανάδειξη της Ελλάδας των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ενώ αργότερα στην εθνική ταπείνωση με την εμμονή στην πραγματοποίηση της μικρασιατικής εκστρατείας.


Διαβάστε: Το επικό στυλ του Λάμπρου Κατσώνη


Στον Ζαχάροφ αποδόθηκε ο τίτλος του Σερ, πιθανότατα μετά από εκβιαστικές οχλήσεις προς τον Λόιντ Τζορτζ, την κυβέρνηση του οποίου μπορούσε πολλαπλώς να ελέγχει. Και, φυσικά, έλαβε δεκάδες παράσημα για την συμβολή του στη διεθνή σταθερότητα και εξομάλυνση, προτού εμφανιστεί ως αποδιοπομπαίος τράγος της τραγωδίας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις επίσημες εκδηλώσεις στις οποίες ήταν καλεσμένος, εμφανιζόταν πάντα, με ακραία επιτήδευση, φορτώνοντας τα μεγαλοπρεπή κοστούμια του με τους ευμεγέθεις σταυρούς που είχε λάβει τιμητικά, σαρκάζοντας, έστω και ασυνείδητα, την υποκρισία ενός συστήματος εξουσίας που παρίστανε τον θεματοφύλακα των παραδοσιακών αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Πριν αποσυρθεί εντελώς από τη διεθνή δράση του, πρόλαβε να μεσολαβήσει ώστε το πριγκιπάτο του Μονακό να διατηρήσει την αυτονομία του από το φορολογικό καθεστώς της Γαλλίας. Τα οικονομικά συμφέροντά του εκεί ήταν απλώς, η αφορμή. Περισσότερο ήθελε να αποδείξει στον Κλεμανσώ ότι εξακολουθεί να κάνει κουμάντο και στη βασιλική οικογένεια των Γκριμάλντι, ότι αυτός ο ασήμαντος Έλληνας που μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά της Πόλης, είναι πιο απαραίτητος γι’ αυτούς, απ’ ό,τι όλοι οι ευγενείς σφουγγοκωλάριοι της αυλής τους. Εξάλλου, στο καζίνο του Μοντε Κάρλο, παρ’ ότι μεγαλομέτοχος, δεν είχε πάει ποτέ. Παρεπιδημούσε μόνο τους θερινούς μήνες στο «Hotel de Paris» του πριγκιπάτου, όπου έφτανε μόνος, συνοδευόμενος μονάχα από τους άντρες της ασφάλειάς του, που συνήθως τον μετέφεραν με καροτσάκι, ενώ αυτός φορούσε τη μακριά, αυστηρή καμπαρντίνα του και το πλατύγυρο καπέλο, σκοτεινός αλλά σχεδόν φαιδρός, όπως θα ήταν αργότερα, όλοι οι «κακοί» στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ.

 

Διαβάστε ακόμα: Τι σημαίνει να είσαι Φιλέλληνας σήμερα;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top