Στις 4 Ιουνίου, ξημερώματα Σαββάτου, έφυγε ο Θωμάς Λιώνης για την αληθινή Ζωή. Ο Θωμάς υπήρξε ο δάσκαλος μου και μέντορας μου στην ραπτική. Υπήρξε και κάτι πολύ περισσότερο που δεν περιγράφεται εύκολα με λόγια…
Ο Θωμάς δεν ήταν ράφτης αλλά καλλιτέχνης της ραπτικής, με χαρίσματα που άγγιζαν επίπεδα ιδιοφυΐας. Του πήγαινες ένα σακάκι στην κρεμάστρα και με μία ματιά σου έλεγε τι πρόβλημα είχε και πώς κάθονταν στον πελάτη. Μπορούσε να υπολογίσει με το μάτι αποστάσεις με απόκλιση λάθους 1-2 χιλιοστών όταν αφορούσαν μετρήσεις κάτω του μέτρου, και με απόκλιση 1-2 μέτρα για αποστάσεις άνω των 50-100 μέτρων.
Παίζαμε πολλές φορές αυτό το παιχνίδι βάζοντας τυχαία σημάδια στο ύφασμα και μετά τα μετράγαμε για επιβεβαίωση. «Δε θα χρησιμοποιείς μεζούρα!» μου φώναζε, «με το μάτι θα δουλεύεις!» ενώ επίσης μου έλεγε: «η ραπτική είναι εδώ», και μου έδειχνε το κεφάλι του.
Μας σύστησε ο Γιάννης Αηδονόπουλος πριν ανοίξω το Bespoke Athens, και αμέσως υπήρξε μια αμοιβαία χημεία και εκτίμηση μεταξύ μας. Όταν άνοιξα το Bespoke Athens, παρόλο που συνεργαζόμουν στενά με τέσσερις άλλους ράφτες, του πρότεινα να γίνει ο εσωτερικός μας αρχιράφτης χωρίς καν να καταλαβαίνω τότε με τις λιγοστές μου τεχνικές γνώσεις το ταλέντο του.
Μου αρνήθηκε διότι ο ίδιος δεν ήθελε ευθύνες (ήταν και πάρα πολύ συναισθηματικός), είχε αποτραβηχτεί από την ραπτική ως επάγγελμα, έραβε μόνο επιλεκτικά ελάχιστους πελάτες – φίλους που εκτιμούσε, με αόριστο χρόνο παράδοσης. Μου είπε όμως πως όταν θέλω κάτι να μάθω για την τέχνη της ραπτικής να τον επισκέπτομαι. Όπως και έπραξα, ένα χρόνο μετά.
Ήμουν απογοητευμένος από τα κοστούμια που ράβαμε τότε, και ένα βράδυ με δάκρυα στα μάτια πήρα μια βελόνα και μια κλωστή κα άρχισα να ράβω χωρίς να ξέρω τι κάνω. Σχημάτισα ένα Τ (Thomas) με κόκκινη κλωστή σε μαύρο πανί, και πήγα την επόμενη μέρα στο ραφείο του. «Πες μου αν έχω ταλέντο να ράβω μόνος μου, γιατί αν δεν έχω καλύτερα να το κλείσω…», του είπα έντονα φορτισμένος.
Συγκινήθηκε από το πάθος μου, και μου απάντησε: «Από αύριο θα έρχεσαι τα βράδια μετά το μαγαζί και θα σου περάσω δαχτυλήθρα». Από το επόμενο κι όλας βράδυ άρχισε μία υπέροχη σχέση η οποία υπήρξε καθοριστική τόσο για την ιστορία του Bespoke Athens όσο και για τους δύο μας. Πήγαινα κάθε βράδυ από τις εννέα μέχρι τα μεσάνυχτα και με μάθαινε ραπτική, πρόβα, κοπτική, σίδερο και άλλα πολλά εκτός της ραπτικής. Τα μεσάνυχτα τον πήγαινα από το κέντρο της Αθήνας στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο σπίτι του. Στο δρόμο με μάθαινε πρόβα καθώς και τι να κάνω όταν το ρούχο βγάζει το ένα ή το άλλο πρόβλημα.
Αφού μου έμαθε αρκετά πράγματα σχετικά με την πρόβα και με απελευθέρωσε από την ανάγκη παρουσίας ράφτη για να προβάρω, μου άνοιξε το δρόμο να έχω τη δυνατότητα να συνεργαστώ με ράφτες εκτός Ελλάδας. Μαζί βλέπαμε και μελετούσαμε όλα τα διεθνή ραφεία και γνώρισε όλους τους συνεργάτες μου ράφτες του εξωτερικού, οι οποίοι τον αγάπησαν και τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα ως ράφτη αλλά και ως άνθρωπο.
Μαζί επιλέγαμε τους ράφτες. Του άρεσε πολύ ο Liverano, θεωρούσε έργα τέχνης τα παντελόνια του Annunziata, λάτρευε το σακάκι του Sciamat και συνεργαζόταν άψογα με τον Konstantine, το ράφτη μας από την Αγγλία. Στήσαμε όλο το ραφείο του Bespoke Athens μαζί και όταν είχε διάθεση ράβαμε και για κάποιους ιδιαίτερους πελάτες κάποια «έργα τέχνης».
Όταν αρρώστησε, περίπου πριν από 8 έτη, αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο σπίτι του και να σταματήσει να ράβει. Με βοηθούσε όμως και από το σπίτι να «στήσουμε» in house παραγωγή για το παντελόνι και να δημιουργήσουμε κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα.
Ο Θωμάς έραβε μόνο υψηλή ραπτική και αυτή μου έμαθε. Υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι που κατανοούν τη διαφορά, είτε ως τεχνίτες είτε ως πελάτες, γι’ αυτό και είναι δυσεύρετη και πολύ ακριβή αυτού του είδους η τέχνη. Αγαπούσε πολύ την ραπτική και μάλιστα την αποκαλούσε «Τεχνάρα». Την υπηρέτησε με όλο του το είναι, αλλά δυστυχώς δεν έβρισκε ανθρώπους να την «περάσει» (διδάξει), γιατί αυτό το επίπεδο τέχνης απαιτεί ιδιαίτερο εσωτερικό κόσμο πέραν του ταλέντου και της τεχνικής.
Με έμαθε να σκέφτομαι ταπεινά και να σέβομαι την τέχνη όπως ο ίδιος. Δεν ένιωθε ότι είναι μεγάλος ράφτης, όπως όλοι οι αληθινά «Μεγάλοι». Μάθαινε κάτι απο όλους, ενώ ο ίδιος δεν το είχε ανάγκη αφού ήξερε πολλά περισσότερα. Είχε πάντα δίκιο για το τι θέλει ένα σακάκι ή παντελόνι, και πάντα το έφτιαχνε εκεί που οι άλλοι δεν μπορούσαν. Σας το λέω εκ πείρας.
Με έμαθε να «διαβάζω» σωστά το σώμα πρώτα και μετά να κάνω σωστή «διάγνωση» στο τι θέλει ένα ρούχο. Και τα δύο αυτά είναι ο πυρήνας της ραπτικής τέχνης και δεν είναι καθόλου απλά όπως νομίζουν πολλοί ράφτες. Με έμαθε την αξία της βελονιάς (ήταν μοναδικός βελονάς, με δάχτυλα σχεδόν γυναικεία) και το θαυματουργό σίδερο.
Αγαπούσε πολύ το σίδερο και μπορούσε να αλλάξει την εικόνα ενός ρούχου με τον τρόπο που το σιδέρωνε. Με έμαθε να χαϊδεύω τα υφάσματα και να τους «μιλάω» πριν κοπούν, όπως τους μίλαγε και ο ίδιος. Με έμαθε την αξία του τρυπώματος (στερέωμα δύο ή περισσότερων κομματιών υφάσματος προτού γαζωθεί ή ραφτεί στο χέρι), την οποία οι περισσότεροι τεχνίτες -λόγω της «έπαρσης του τεχνίτη» όπως την ονομάζω- υποτιμούν.
Μου έλεγε: «Βασίλη, θες να μου δέσεις τα μάτια, χωρίς να βλέπω θα στο περάσω το μανίκι μόνο με την αφή και δε θα σπάει πουθενά! Ναι, μπορώ, αλλά και πάλι πάντα τρυπώνω πρώτα… Ενώ ο άλλος δεν μπορεί να γαζώσει σωστά ούτε μια πλαϊνή ραφή και το παίζει μάγκας, και όπου μπορεί δεν τρυπώνει δήθεν για ταχύτητα…».
Νιώθω ευλογημένος που ήμουν μαθητής του, παρόλο που δεν καταφέραμε να ολοκληρωθώ ως ράφτης. Ωστόσο με δίδαξε κάτι παραπάνω: πώς να φτιάξω ένα ραφείο και πώς να «φτιάχνω» ράφτες υψηλής ραπτικής. Ούτως ή άλλως, εκείνος αυτό το όραμα είχε για μένα, δεν ήθελε να γίνω ράφτης διότι θεωρούσε ότι τα ταλέντα μου είναι αλλού. Πάντα μου έλεγε κι ας μην το καταλάβαινα τότε: «εσύ θα ξέρεις πιο πολλά».
Καλό ταξίδι Θωμά, τώρα ξέρω ότι θα μπορείς να με βοηθάς πιο πολύ από εκεί που πας… Οπότε, ετοιμάσου!
Διαβάστε ακόμα: Addio Ciro Paone. Αποχαιρετούμε τον ιδρυτή της Kiton και «πάπα» της sartoria napoletana.