Ο Γιάννης Τσεκλένης μου θυμίζει τον Πάμπλο Πικάσσο. Σε όλα τα χρόνια της δημιουργικής του ζωής, επηρεάστηκε από κάθε μορφή τέχνης και κατάφερε να κάνει ύφασμα και ρούχο, παγκόσμιες τάσεις, καλλιτεχνικά κινήματα, κοινωνικές συνθήκες. Ο Γιάννης Τσεκλένης, αυτός ο βαθιά και σπάνια ευγενής και σεμνός άνθρωπος για τα όσα επιτύχει είναι ένας ζωντανός θρύλος της ιστορίας του κόσμου και της Ελλάδας. Δεν χωρούν σε ένα κείμενο τα επιτεύγματα του και ασφαλώς δεν χωρούν οι σταθμοί της πορείας του. Η έκθεση στο Φουγάρο του Ναυπλίου θα δώσει μια γεύση σε όποιον την επισκεφθεί. Και πρέπει να την επισκεφθούμε όλοι για να κατανοήσουμε πως, ναι, η Ελλάδα είχε μόδα, είχε αισθητική, είχε άποψη και αν είχε και κρατική υποστήριξη ή άλλη φιλοσοφία θα μπορούσε και να μας έχει καταπλήξει.
Στην τελευταία από τις πολλές μας συναντήσεις άνοιξε τα δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου του 1969 και πέρα, αφήνοντάς με εμβρόντητη. Ηταν παντού και προσπαθούσε, ματαίως όπως αποδείχθηκε, να συγκεντρώσει την ελληνική σκηνή σε μια «επίθεση» προς τα έξω.
Όλα αυτά ίσως να μην έχουν σημασία. Σημασία έχει πως μου έδειξε ανδρικά ρούχα που δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει πως είχε εκτελέσει με τέτοια μαεστρία, δημιουργίες καλύτερες και από του Pucci ή της Furstenberg, δάκρυσε διηγούμενος την περίοδο της κρίσης όταν δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει πια την επιχείρησή του γιατί οι τράπεζες έκοψαν τη δική τους λόγω του μελανώματος που είχε. Σημασία έχει πως του αξίζει η υψηλότερη θέση στο πάνθεον της ελληνικής μόδας και μια παντοτινή στην καρδιά μας. Στη δική μου πάντως σίγουρα την έχει κατοχυρώσει.
Παραθέτω κάποια αποσπάσματα – σχετικά με το ανδρικό ρούχο και την πιο σημαντική περίοδο ανοίγματος στο εξωτερικό κατά τα κρίσιμα χρόνια 1969-1980– από τη συνάντησή μας την Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου (μαζί με τον Δημήτρη Ξανθούλη, που εκτός από τα κείμενα του βιβλίου, συνδράμει σε τόσα με τις γνώσεις και την αγάπη του), ίσως την πιο συγκινητική από όλες. Ισως γιατί ήταν προ της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης που του αφιερώνεται, ίσως γιατί προσπαθούσε σε λίγο χρόνο να μου τα πει όλα, ίσως γιατί πεταγόμασταν από το ένα θέμα στο άλλο λόγω της δίψας μου να τα μάθω και της επιθυμίας του να μου τα εξηγήσει.
«Ναι, να το πω, γιατί υπάρχει άλλωστε και η φωτογραφία του γάμου μου ως τεκμήριο. Ημουν ο άνθρωπος που λανσάρισα ενάμιση χρόνο περίπου πριν από τον Yves Saint Laurent, τα σαφάρι σακάκια. Στην Αυστραλία, είχα δώσει μία συνέντευξη φορώντας το σαφάρι με τα κουμπιά, το ένδοξο ντύσιμο του τότε. Να φανταστείτε πως ο Γιάννης Ρίτσος πήγαινε στο Μinion για να δει ποιο καινούργιο σχέδιο σαφάρι έχω βγάλει για να το πάρει. Το 1969, το περιοδικό Εsquire με συμπεριλαμβάνει σε φωτογράφηση με όλους τους μεγάλους της εποχής – τον Pierre Cardin, τον Guy Laroche και τον Marc Bohan – εγώ φορούσα τα βελούδα μου του τότε. Είμαι και στο αφιέρωμά του “20th century Εncyclopedia of Mens Fashion” στους 50 σπουδαιότερους σχεδιαστές του κόσμου για τη συγκεκριμένη δουλειά μου με τα αντρικά ρούχα».
«Τότε τα ανδρόγυνα ρούχα, τα λέγαμε unisex. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 κάνω ανακαίνιση στο κατάστημα της Ερμού σε Boutique Tseklenis με τον πρώτο όροφο να τον μετατρέπω σε μια κατακόκκινη ανδρική μπουτίκ, γεμάτη χρωματιστά μπλέιζερ, μεταξωτά πουκάμισα και μία πρώτη συλλογή από γραβάτες. Τα μπλέιζερ με τα μεγάλα πέτα έγιναν περιζήτητα. Θυμάμαι τότε που πήγα στο Λονδίνο, μέσα στα Harrods, ότι ένας χαριτωμένος πωλητής του Harry’s bar που με είδε να μιλώ με μία φίλη, με φώναξε για να μου πει πόσο του άρεσε αυτό που φορούσα. Σε δύο μήνες τα μπλέιζερ πωλούνταν στο Harrods! Ο πωλητής είχε μιλήσει σε κάποιον buyer και έτσι έγινε η συνεργασία».
«Το 1969 αποφασίζω ότι είμαι πολύ μόνος στον παγκόσμιο χώρο και ότι η άνοιξη δεν θα έρθει με έναν κούκο. Οι Ιταλοί, ας πούμε, ήταν πεντάδα όταν ξεκίνησαν. Λέω λοιπόν ένα “λευκό” ψέμα στην Αμερική, ότι οργανώνουμε ελληνικά fashion shows και ο ξένος τύπος τρελαίνεται. Εν έτει 1970 πια έχω πείσει τους Ελληνες της Αμερικής να έρθουν και εκείνοι. Τελικά, και παρά μία καταρρακτώδη αναπάντεχη καλοκαιρινή βροχή κάνουμε μια εκδήλωση που σημειώνει τεράστια επιτυχία δημοσιότητας και προβολής μιας και καταφέρνει να φέρει στην Αθήνα για την παρουσίαση των συλλογών, τους μεγαλύτερους συντάκτες μόδας όλων των μεγάλων περιοδικών της εποχής. Συμμετέχουν οι Ντόζια, Νίκος-Τάκης, Ελένη Κόκκου, Φρόντζου, Αδάμη, Εύα Καλμπάρη, Έλλη Αμπραβανέλ, Παλαμιανάκης, Έλια, Μάριος Αθανασιάδης, Κουτσουροπούλου, Φιλήμων. Τιμητικά δέχονται να συμμετάσχουν από το εξωτερικό οι James Galanos, George Stavropoulos, Nikos Terzis (Maximilian) και ο Ντίμης Κρίτσας. Η Washington Post κυκλοφορεί με τίτλους: «Η Ελλάδα είναι της μόδας» (Greece is in fashion)».
«Πάντα στο ίδιο πνεύμα και με πηγή έμπνευσης τις μικρογραφίες που κοσμούσαν το βιβλίο του Πέρση ποιητή του 12ουαιώνα Omar Khayyam, σχεδιάζω έπειτα από παραγγελία του οίκου David Crystal, την ομώνυμη συλλογή για την Αμερικανική αγορά. Η συλλογή προωθείται με μεγάλη επιτυχία, σε 2000 σημεία πώλησης σε όλη την Αμερική. Εκχωρώ με license την άδεια παραγωγής και διάθεσης σε μεγάλους οίκους του εξωτερικού ξεκινώντας από την Αγγλική εταιρία Berkertex. Η συλλογή γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από το αγοραστικό κοινό και πουλιέται σε 110 καταστήματα “instore” της Berkertex στην Αγγλία. Συμβάλλομαι με την Γερμανική Amcel και η συλλογή του βγαίνει στην Γερμανική αγορά σε 300 καταστήματα».
«Με το που μαθεύτηκε ότι έπασχα από ένα σοβαρό μελάνωμα και μετά, με έχουν όλοι για πεθαμένο. Οι τράπεζες μου κόβουν το κεφάλαιο κίνησης και τις πιστώσεις ενώ είχα παραγγελίες από το εξωτερικό. Φεύγω και πάω στην Αμερική αλλά έχοντας ένα καλό συμβόλαιο με την International Μanagement Group, συνεχίζω μικρές και μεγάλες δουλειές. Παράλληλα, το 1977 κάνουμε τα σχολικά με μεγάλη επιτυχία. Στέλνω σχέδια, τρέχει η αδελφή μου την παραγωγή και ο γενναιόδωρος Γιάννης Γεωργακάς του Μινιόν με υποστηρίζει».
«Όμως οι τράπεζες με αντιμετωπίζουν πια με δυσπιστία και μη θέλοντας να επενδύσουν σε κάποιον που -κατ’ αυτούς- το μέλλον του είναι αβέβαιο, μου κόβουν όλες τις πιστώσεις και τις χρηματοδοτήσεις.
Eκ των πραγμάτων, αποφασίζω να κλείσω τα πάντα – το εργοστάσιο, τα εκθετήρια και τα 9 καταστήματα διακόπτοντας έτσι τις εξαγωγές των ειδών TSEKLENIS από την Ελλάδα σε 24 χώρες. Στις 9 Αυγούστου φεύγω για την Αμερική και πηγαίνω να ζήσω στην Νέα Υόρκη, μην γνωρίζοντας πότε θα επιστρέψω. Για ενάμισι χρόνο στην Ελλάδα αποτελώ κοινωνικό – οικονομικό ζήτημα: ο Ζάχος Χατζηφωτίου έγραφε άρθρα επί άρθρων για τη ζημιά της χώρας εξ αιτίας της απουσίας μου. Μετά από μία ανοιχτή επιστολή που στέλνω στην εφημερίδα Καθημερινή και δημοσιεύεται, ξεκινά συζήτηση για να επιστρέψω. Ο Εβερτ μου ζητάει να επιστρέψω και να ιδρύσω ένα ελληνικό design center».
«Την ημέρα της επιστροφής μου, αυτό το μεγαλείο ανθρώπου που λέγεται Γεωργακάς, με υποδέχεται στο αεροδρόμιο και με πηγαίνει στο Μινιόν όπου γίνεται επίδειξη Τσεκλένης. Μόλις φθάνουμε, βγάζει από το σακάκι του το συμβόλαιο και μου λέει “Eίσαι ελεύθερος”. Aργότερα, μέσα σε μια νύχτα καίγονται ολοσχερώς τα πολυκαταστήματα «Μινιόν» και «Κατράντζος» και φυσικά και καίγονται έτσι 6 μπουτίκ μου. Εχω ζήσει λοιπόν τα πάντα, από το ζενίθ στο ναδίρ και πάλι από την αρχή. Αυτό που θέλω να πω είναι πως πάντα πίστευα στην Ελλάδα και προσπαθούσα να ενισχύσω το εμπόριό μας με κάθε τρόπο και με πολύ κόπο. Αρκεί να σας πω πως έχασα πελάτη 200 χιλιάδων πουκαμίσων που έστελνα στη Γερμανία γιατί δεν ήθελε ούτε ετικέτα Made by Tseklenis ούτε Μade in Greece. Δέχτηκα να βγάλω το όνομά μου αλλά το Made in Greece, ποτέ. Κι έτσι διακόψαμε τη συνεργασία!».
Η ΕΚΘΕΣΗ
H ιστορία αυτής της έκθεσης, ξεκίνησε ήδη από πολύ νωρίς από το 1997 και το 2009, όταν ο σχεδιαστής με δύο δωρεές, δώρισε στο ΠΛΙ, τα σωζόμενα αρχέτυπα των συλλογών του μαζί με τα ενδύματα που κρατούσε – όσα της άρεσαν – από κάθε συλλογή, η σύζυγος, μούσα και σύντροφός του Έφη Μελά.
Έτσι το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, βρέθηκε με ένα αρχείο 685 ενδυμάτων και ένα αρχείο από 978 σχέδια και μακέτες. Τεράστιο και μεγάλης ιστορικής σημασίας αρχείο που παρακολουθεί την πορεία του δημιουργού. Από την πρώτη του συλλογή, το 1965, μέχρι το 1991 με την τελευταία του συλλογή, την Remake, όπου συνδυάζοντας αριστοτεχνικά υφάσματα από παλαιότερες συλλογές, δημιούργησε μια νέα, σχολιάζοντας με αυτήν τον εαυτό του και κλείνοντας το μάτι στους θαυμαστές του, αποχώρησε από τον κόσμο της μόδας.
Από την πρώτη στιγμή, η πρόεδρος του ΠΛΙ Ιωάννα Παπαντωνίου ήθελε να κάνει κάτι με αυτό το πολύτιμο υλικό. Η στιγμή ήρθε όταν συμφώνησε με την Φλωρίκα Κυριακοπούλου, διευθύνουσα σύμβουλο και διευθύντρια πολιτισμού του Φουγάρου στο Ναύπλιο, που δέχθηκε να αναλάβει την έκθεση και να τη φιλοξενήσει στην μεγάλη γκαλερί του Φουγάρου.
Ο ίδιος επέλεξε 75 από αυτά για να παρουσιαστούν στην έκθεση.
Η έκθεση παρακολουθεί την πορεία του, παράλληλα με τα μεγάλα γεγονότα που σημάδεψαν την εποχή του, αλλά και την εξέλιξη της φωτογραφίας μόδας μέσα από τα χρόνια και την διαφοροποίηση της γενικότερης αισθητικής μέσα στις δεκαετίες.
UPDATE:
O Γιάννης Τσεκλένης έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020 σε ηλικία 82 ετών.
Eίχε δωρίσει το σύνολο των συλλογών του στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου».
Eτοίμαζε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο τέλος του 2020, η οποία και θα γίνει προς τιμήν του από τους φορείς που την είχαν αναλάβει.
Ήταν παντρεμένος με την Έφη Μελά και είχε ένα γιο τον Κωνσταντίνο, γνωστό εννοιολογικό καλλιτέχνη και κινηματογραφιστή.
(To άρθρο ανανεώθηκε στις 30/01/20, στις 15:30).
*** Στο www.euran.com/yannistseklenis.htm μαθαίνουμε τα πάντα για εκείνον, τον σχεδιαστή υφασμάτων, μόδας, αεροπλάνων και μέσων μεταφοράς, επιχειρηματία, καλλιτέχνη, σκηνοθέτη, φωτογράφο και αρχιτέκτονα εσωτερικών χώρων, ενώ στο www.tseklenisfoulards.com μπορούμε και να αποκτήσουμε ένα φουλάρι του για να φοράμε ένα κομμάτι ιστορίας καθημερινά.