Αριστερά: Boca Manu, μετά μιάμισυ ημέρα δίχως φαγητό. Φωτό Κ.Γκόφας 1988. Δεξιά: Στη Boca Manu, με ένα μπουκάλι μπύρα και ένα σκύλο. Φωτο. Κ.Γκόφας

Αριστερά: Boca Manu, μετά από μιάμιση ημέρα δίχως φαγητό. Δεξιά: Στη Boca Manu, με ένα μπουκάλι μπίρα και ένα σκύλο. Φωτο. Κ.Γκόφας, 1988.

Ξημερώνει 18 Ιουνίου 1988. Ο ήλιος σηκώθηκε πάνω από τη λίμνη Concha Salavación. Είμαστε καταμεσής στην περουβιανή ζούγκλα του Μανού, έχοντας κατασκηνώσει στις όχθες του ποταμού Madre de Dios. Έχουν περάσει κάπου δέκα μέρες. Ξεκινήσαμε από το Κούσκο, ψηλά πάνω στις Άνδεις, κατεβήκαμε με ένα φορτηγό μέχρι τη Shintuya και μετά μπήκαμε σε μεγάλες πιρόγες, τις lanchas, με σκοπό να φθάσουμε στην καρδιά της ζούγκλας.

Δέκα μέρες, όμως, είναι ήδη πολλές. Τα τρόφιμα μας έχουν τελειώσει και πρέπει πλέον να συνεχίσουμε προς το Puerto Maldonado, αν θέλουμε να μην πεθάνουμε από την πείνα. Ανοίγω το φερμουάρ εισόδου της σκηνής. Παραμερίζω την κουνουπιέρα και, γονατίζοντας στην υγρή άμμο, βγαίνω έρποντας έξω. Το καφεπράσινο ποτάμι, ο Madre de Dios, ατέλειωτο και μεγαλοπρεπές, απλώνεται μπροστά μου. Σιγά-σιγά βγαίνουν και όλοι οι άλλοι: είναι οι έντεκα παλαβοί που με ακολούθησαν στην καρδιά της ζούγκλας του Περού, Άγγλοι, Αμερικάνοι, Καναδοί, Ελβετοί.

Προχωράω αρκετά πιο πέρα, μόνος μου. Περπατώ και τα γυμνά μου πόδια βυθίζονται στην μαλακή άμμο της όχθης του ποταμού. Κάπου διακόσια μέτρα πέρα από την κατασκήνωσή μας βλέπω μια μεγάλη ομάδα από πουλιά καθισμένα αμέριμνα στην άμμο. Είναι πουλιά που σε ζευγάρια κλωσσούν τ’ αβγά τους. Πλησιάζω να τα φωτογραφίσω. Δεν τους αρέσει και πολύ αυτό. Δεν τους αρέσει μάλιστα καθόλου! Αναστατωμένα, σηκώνονται και πετούν ψηλά. Ύστερα, έρχονται προς εμένα. Πετούν πάνω από το κεφάλι μου, βγάζοντας διάφορα υστερικά τσιρίγματα. Κάνουν κύκλους από πάνω μου και ύστερα εφορμούν κάθετα πάνω στο κεφάλι μου, αναστρέφοντας την πορεία τους τελευταία στιγμή κι ανεβαίνοντας ξανά ψηλά. Είναι προφανές πως τα πουλιά δεν με θέλουν. Δικαίωμά τους, δική τους είναι η ζούγκλα.

Κάνω μεταβολή και ξαναπηγαίνω προς την κατασκήνωση, στην οποία βασιλεύει τώρα πια αναβρασμός. Πακετάρουμε και φεύγουμε! Οι οδηγοί μαζεύουν τα πράγματά τους και τα φορτώνουν στις lanchas. Ήρθε η ώρα να μας εγκαταλείψουν και να γυρίσουν πίσω στη Shintuya, στο σημείο εισόδου μας στη ζούγκλα. Θα μας αφήσουν στη συμβολή του ποταμού Madre de Dios με τον ποταμό Manu, στο λεγόμενο Boca Manu.

Στο Boca Manu θα στηθούμε και θα κάνουμε οτοστόπ στις βάρκες που κατεβαίνουν το ποτάμι και που θα μας πάνε, έναντι κάποιας αμοιβής, μέχρι το Puerto Maldonado, για να πάρουμε το αεροπλάνο και να γυρίσουμε πίσω στο Κούσκο. Έφτασε η ώρα που οι πιρόγες μας σαλπάρουν με κατεύθυνση το Boca Manu. Πλησιάζοντας, μετά από πολύωρη πλεύση, βρίσκουμε ένα σημείο με νερά καταγάλανα. Το καφεπράσινο χρώμα του ποταμού έχει εξαφανιστεί.

Μέσα στο διάφανο κρυστάλλινο νερό υπήρχαν αβγά από ένα σκουλήκι. Τα αβγά, μερικούς μήνες μετά, εκκολάφθηκαν και βγήκαν να εγκατασταθούν στις κοιλιές και το δέρμα των ανθρώπων.

Τα νερά είναι κρυστάλλινα, θυμίζουν το Blue Lagoon και μας προκαλούν για μια γοργή βουτιά. Σταμάταμε τις lanchas, γδύνουμε τα ταλαιπωρημένα κορμιά μας και βουτάμε γυμνοί, άντρες και γυναίκες, στα υπέροχα νερά του Αμαζονίου. Παίζουμε, μπουγελωνόμαστε, κάνουμε μακροβούτια και απλωτές. Είμαστε επιτέλους φρέσκιοι, καθαροί, μπανιαρισμένοι. Ξανανεβαίνουμε στις lanchas, ξαπλώνουμε στο ήλιο για να στεγνώσουμε και να πάρουμε πάλι το δρόμο μας.

Η συνέχεια γράφτηκε μετά από αρκετούς μήνες στα νοσοκομεία τροπικών ασθενειών στις διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Μέσα στο διάφανο κρυστάλλινο νερό υπήρχαν αβγά από ένα σκουλήκι. Τα αβγά, μερικούς μήνες μετά, όταν όλοι είχαν γυρίσει πια στις χώρες καταγωγής τους, εκκολάφθηκαν και βγήκαν να εγκατασταθούν στις κοιλιές και το δέρμα τους.΄Ηταν, αν θυμάμαι καλά “σχιστοσωμίαση”, καλούμενη αλλοιώς και “bilharzia”. Εγώ πάντως και πάλι, τυχερός ως το τέλος, δεν έπαθα τίποτα. Οι άλλοι έτρεχαν στα διάφορα νοσοκομεία και δεν έσωναν.

Τώρα δα που ψάχνω τους χάρτες της περιοχής του Manu στο Διαδίκτυο βλέπω πως υπάρχουν σημειωμένες διάφορες lodges και ξενώνες για τους τουρίστες κατά μήκος του Manu. Το 1988, όμως, δεν υπήρχε απολύτως τίποτα. Ήταν ένα τεράστιο άδειο ποτάμι με ελάχιστες βάρκες και κάτι διάσπαρτα χωριά με χρυσοθήρες, με φτηνές πόρνες και μερικές καλύβες ιθαγενών, αλλά ούτε ένας ξενώνας.

Διαβάστε ακόμα: Γιατί στη ζούγκλα του Περού θαυμάζουν τους Έλληνες για τις πυραμίδες.

Στη Boca Manu, στο σπίτι ενός ινδιάνου. Φωτό Κ.Γκόφας 1988

Στην Boca Manu, στο σπίτι ενός Ινδιάνου. Φωτό Κ. Γκόφας, 1988.

Τον Ιούνιο λοιπόν του 1988 καταφθάσαμε επιτέλους στο Boca Manu, μετά από πλεύση δύο ή τριών ημερών. Οι καϊμάνοι, οι κροκόδειλοι, στο σημείο αυτό του ποταμού είχαν εξαφανιστεί τελείως, είτε γιατί κρύβονταν επιμελώς είτε γιατί τους είχαν καθαρίσει όλους οι λαθροκυνηγοί, για να τους κάνουν τσάντες και γόβες πολυτελείας. Τα πουλιά λιγοστά. Κατεβήκαμε από τις πιρόγες στο σημείο ακριβώς που ενώνεται ο ποταμός Manu με τον ποταμό Madre de Dios. Οι οδηγοί των lanchas που μας είχαν φέρει μέχρι εκεί πληρώθηκαν και, μετά από θερμούς εναγκαλισμούς, μπήκαν στις βάρκες τους για να επιστρέψουν στη Shintuya, ένα δηλαδή ταξίδι ανάποδα στο ρεύμα του Madre de Dios, το οποίο θα τους έπαιρνε αρκετές μέρες και πολλή βενζίνη.

Εμείς, μόνοι πλέον, στήσαμε τις σκηνές μας στην όχθη του Manu και κανονίσαμε βάρδιες. Όταν αυτός που είχε βάρδια έβλεπε μακριά στον ορίζοντα να περνά καμιά πιρόγα, σηκωνόταν και, φωνάζοντας δυνατά κουνώντας ένα μαντίλι, προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή των πλεούμενων, ακριβώς όπως βλέπουμε στις ταινίες με ναυαγούς. Οι ώρες που ακολούθησαν έμοιαζαν πράγματι με κακογυρισμένη ταινία δεύτερης διαλογής. Κάθε δύο ώρες εμφανιζόταν στον ορίζοντα μια μεγάλη πιρόγα που κατέβαινε το ποτάμι. Φωνάζαμε και κουνoύσαμε διάφορα αντικείμενα, αλλά είτε δεν μας βλέπανε από τις πιρόγες είτε δεν ενδιαφέρονταν για μας.

Για τους Ινδιάνους, η ζούγκλα μπορεί πράγματι να είναι ένα μεγάλο σουπερμάρκετ: κάνουν μια πρωϊνή βόλτα και μαζεύουν καρπούς, μαντζούνια και θηράματα, τα οποία εμείς ούτε που τα βλέπουμε.

Εντωμεταξύ, η πείνα ροκάνιζε τα σωθικά μας. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Εγώ αισθανόμουν εν μέρει υπεύθυνος, γιατί είχα κουβαλήσει τις λιγότερες απ’ όλους προμήθειες, με την απλοϊκή σκέψη ότι, αφού είναι ζούγκλα, όλο και κάτι θα υπάρχει να φάμε, ίσως μπανάνες ή ανανάδες… Η τραγική αλήθεια είναι ότι για τους ιθαγενείς Ινδιάνους, αυτούς δηλαδή που μένουν σε κοινότητες, η ζούγκλα μπορεί πράγματι να είναι ένα μεγάλο σουπερμάρκετ: κάνουν μια πρωϊνή βόλτα και μαζεύουν χόρτα, καρπούς, μαντζούνια διάφορα και θηράματα, τα οποία εμείς ούτε που τα βλέπουμε ούτε που ξέρουμε καν να τα διακρίνουμε. Για έναν, πάντως, άσχετο κάτοικο της πόλης όπως εγώ, η ζούγκλα δεν έχει τίποτα που να τρώγεται, είναι μια μεγάλη πράσινη έρημος, από άποψη τουλάχιστον φαγητού.

Με έναν Ολλανδό μετά μερικές μπύρες στο Puerto Maldonado. Φωτό Κ.Γκόφας 1988

Με έναν Ολλανδό μετά από μερικές μπίρες στο Puerto Maldonado. Φωτό Κ. Γκόφας, 1988.

Πείνα φοβερή λοιπόν στο Boca Manu! Ευτυχώς κάποια στιγμή εμφανίζεται από το πουθενά ένας μοναχικός Ινδιάνος και μας προτείνει να πάμε στην καλύβα του για να μας ταΐσει, με το αζημίωτο βέβαια! Τον υποδεχόμαστε ως σωτήρα. Μια ξύλινη καλύβα, με στέγη από χόρτα, χτισμένη πάνω σε ψηλούς πασσάλους, προφανώς για να αποφύγει τις εποχιακές πλημμύρες, είναι το σπίτι του. Περνάμε ένα ευχάριστο απόγευμα με την οικογένεια του Ινδιάνου και τον συμπαθητικό του σκύλο.

Τρώμε επιτέλους ένα γεύμα που θα το θυμάμαι χρόνια: ρύζι με τηγανητή μπανάνα και τηγανητό αβγό. «Arroz cubano» το λέγανε, ρύζι της Κούβας. Μου φάνηκε το νοστιμότερο φαΐ όλων των εποχών! Ο Ινδιάνος μάς προσφέρει και μπίρες και το γεύμα γίνεται πια λουκούλλειο. Το χαμόγελο έχει ξαναγυρίσει στα πρόσωπά μας.

Τη νύχτα είμαστε όλοι μαζεμένοι και λέμε ιστορίες, ενώ ανάμεσά μας φτερουγίζουν χαρωπά μεγάλες, κόκκινες κατσαρίδες. Το μέγεθος τους θα έκανε τις Ελληνίδες ξαδέρφες τους, αυτές των υπονόμων, να μοιάζουν με υποσιτισμένες αναιμικές μυγίτσες. Κοιμόμαστε παρέα με τις κατσαρίδες και αρκετές μεγάλες νυχτερίδες, αλλά τουλάχιστον είμαστε μέσα στη καλύβα, πάνω στο ξύλινο πάτωμα.

Την άλλη μέρα το πρωί, ο Ινδιάνος μάς προτείνει να μας πάει με τη βάρκα του μέχρι το Rio Colorado, πάνω στον ποταμό Manu, για να μπαρκάρουμε στη μεγάλη βάρκα-ποστάλι που κάνει τη γραμμή Rio Colorado-Puerto Maldonado. Μαζεύουμε τους σάκους μας και πηγαίνουμε προς το μέρος που έχει δεμένη τη βάρκα του. Είναι κάπως παρατημένη, λίγο απόμερα. Βρίσκεται αραγμένη και αχρησιμοποίητη κάτω από κάτι μεγάλα δένδρα, σκεπασμένη με ένα μουσαμά και με πολλά πεσμένα φύλλα πάνω της. Κανείς δεν την έχει χρησιμοποιήσει για καιρό.

Χρειαζόμαστε μια σημαία, για να δείξουμε ποιοι είμαστε: παίρνουμε τη ρόζ κιλότα της Isabelle, της Ελβετίδας βιολόγου, και τη στερεώνουμε πάνω σε ένα κοντάρι.

Ο Ινδιάνος μπαίνει στη βάρκα και σηκώνει το μουσαμά. Έξαφνα, διακρίνω μια κίνηση, σαν αστραπή! Από το μουσαμά πετιέται ένα μικρό, τόσο δα, μαύρο φιδάκι. Ο Ινδιάνος αντιδρά ακαριαία και μέχρι να καταλάβουμε τι συμβαίνει, έχει σηκώσει ένα κουπί και έχει συντρίψει το φιδάκι. Το φιδάκι είναι τώρα στον πάτο της πιρόγας και σφαδάζει με το κεφάλι του χαλκομανία. «Τι έγινε;» ρωτάμε με περιέργεια.«Είναι ένα Aguaje machaco» μας εξηγεί και έχει ασπρίσει από το φόβο του. Ένα δάγκωμα και πήγες αδιάβαστος στον παράδεισο. Το φίδι αυτό είναι το Oxyrhophus formosus και ζει σε περιοχές που έχουν πολλά νερά.

Ανακουφισμένοι, αλλά και λίγο ανήσυχοι, μπας και έχει μείνει κάποιο άλλο φίδι μέσα στη βάρκα, κανένα ξαδερφάκι του που αποζητά εκδίκηση, φορτώνουμε τα πράγματά μας και σαλπάρουμε για το Rio Colorado. Κατεβαίνουμε το πλατύ ποτάμι και βλέπουμε πια όλο και περισσότερες βάρκες γεμάτες κόσμο και εμπορεύματα. Χρειαζόμαστε μια σημαία, για να δείξουμε ποιοι είμαστε: παίρνουμε τη ρόζ (και μάλλον βρόμικη, μετά από δώδεκα μέρες απλυσιάς) κιλότα της Isabelle, της Ελβετίδας βιολόγου, τη στερεώνουμε πάνω σε ένα κοντάρι και τραγουδώντας διάφορα πατριωτικά άσματα την υψώνουμε, πρίμα στη βάρκα.

Διαβάστε ακόμα: Πώς ανακάλυψα στις Άνδεις ότι θα μπορούσα να γίνω πολιτικός.

Διακρίνουμε τώρα ψηλά στις όχθες του ποταμού κοινότητες με ξύλινες καλύβες, σημάδι σίγουρο ότι πλησιάζουμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή. Έξαφνα, από μακρυά διακρίνουμε το χωριό Rio Colorado. Προσορμιζόμαστε και δένουμε στον ξύλινο μώλο του χωριού. Πληρώνουμε τον Ινδιάνο και βγαίνουμε με τα πράγματά μας κι ανηφορίζουμε προς το χωριό. Και τι χωριό! Όλοι οι άντρες είναι χρυσοθήρες, όλες οι γυναίκες είναι πόρνες. Δουλεύουν το πρωί οι χρυσοθήρες, τα σκάνε το βράδυ στις γυναίκες! Αποταμίευση μηδέν!

Παιδιά δεν βλέπω πουθενά, ούτε οικογένειες ούτε, φυσικά, Αστυνομία. Υπάρχει, πάντως, ένα εστιατόριο. Πηγαίνουμε προς το εστιατόριο όλοι μαζί, και οι δώδεκα σαν ένα συμπαγές σώμα. Οι πιο στιβαροί προχωρούν τελευταίοι με τα μάτια γυρισμένα πίσω, για να μη μας κλέψουν τα πράγματά μας. Στο εστιατόριο τρώμε όλοι μαζί. Στο τραπέζι μου έρχεται και κάθεται ένας χρυσοθήρας μαζί με την «κυρία» του. Πρόσωπο ρυτιδωμένο, δόντα σάπια και αραιά, ηλιοκαμένος, ο χρυσοθήρας αυτός μοιάζει ταλαιπωρημένος οικτρά από τη ζωή.

Rio Colorado. Φωτό Κ.Γκόφας 1988

Rio Colorado. Φωτό: Κ. Γκόφας, 1988.

Με βλέπει σαν μια ζωντανή πρόκληση. «Πόσο κοστίζει η μηχανή σου γκρίνγκο;» με ρωτά. Του απαντώ ειλικρινά. «Πόσο πλήρωσες το εισιτήριό σου, για να έρθεις στο Περού;» συνεχίζει. Ακούει την τιμή του εισιτηρίου και μοιάζει κεραυνοβολημένος. «Για να μαζέψω εγώ το ποσό αυτό» μου λέει με ύφος λυπημένο «θα έπρεπε να δουλεύω νύχτα-μέρα, όλη μου τη ζωή, δίχως ανάπαυση καμιά, μέχρι να πεθάνω». Ναι, το καταλαβαίνω. Αποτελούμε όλοι μας μια πρόκληση για τους ανθρώπους αυτούς.

«Γιατί τόσο βαριές οι κουνουπιέρες;» ρωτάμε τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. «Για τις νυχτερίδες», μας εξηγεί καλόκαρδα.

Ευτυχώς, πάντως, που εντωμεταξύ έφθασε κάτω στη όχθη το πλοιάριο-ποστάλι που θα μας πάει μέχρι το Puerto Maldonado. Επιβιβαζόμαστε μαζί με άλλους επιβάτες και ξεκινάμε για το Puerto Maldonado. Το ποτάμι, ο Manu, σε κάποιο σημείο περνάει από αβαθή νερά. Πρέπει να κατέβουμε όλοι στο νερό μάς εξηγεί ο καπετάνιος. Βγάζουμε τα παντελόνια μας και πηδάμε στο ποτάμι γυμνοπόδαροι, με τα σώβρακα και τις κιλότες. Είμαστε τώρα κόσμος πολύς μέσα στο ποτάμι και τσαλαβουτάμε, τρέχοντας μέσα στα αβαθή, πίσω από το ποστάλι.

Εντωμεταξύ, το ποστάλι απομακρύνεται με όλα μας τα υπάρχοντα, τους σάκους, τις φωτογραφικές μηχανές, τα διαβατήρια και σιγά-σιγά χάνεται από το οπτικό μας πεδίο. Όλοι κοιταζόμαστε απορημένοι και ελαφρά πανικοβλημένοι. Ήταν άραγε παγίδα; Μας πήραν τα πράγματα και φύγαν; Ο Καναδός, ο Ρομπ, με ρωτά αν έχω κάνει τη θητεία μου στο στρατό, αν ξέρω από επιβίωση. «Όχι, δυστυχώς» του απαντώ. «Γραφιάς ήμουνα, σε πολεμικό πλοίο». Ευτυχώς, πάντως, λίγο πιο πέρα, μετά από μια στροφή του ποταμού, το πλοιάριο μας περιμένει με τα πράγματα μας άθικτα. Έτσι, λίγο αργότερα φτάνουμε στο Puerto Maldonado. Αποβιβαζόμαστε. Βρισκόμαστε ξανά στο πολιτισμό!

Μαγαζάκια με τρόφιμα, μαγαζάκια με εργαλεία, εστιατόρια, κόσμος, γυναίκες κανονικές. Υπάρχει Αστυνομία, ακόμα και ταξί. Οι δρόμοι στην πόλη είναι, πάντως, χωματόδρομοι (Τότε, δηλαδή το 1988, σήμερα πια είναι καλά ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι). Βρίσκουμε ένα φθηνό ξενοδοχείο, για να μείνουμε. Κλείνουμε ένα δωμάτιο για όλους μας με κουκέτες. Η τουαλέτα του ξενοδοχείου είναι μία τρύπα στο τσιμεντένιο έδαφος, η οποία προφανώς επικοινωνεί κατευθείαν με την κόλαση, στο κέντρο της γης. Οι αναθυμιάσεις που αναδύονται από την τρύπα κάνουν και τον πιο σκληροτράχηλο ταξιδευτή να λιγοθυμά.

Φεύγουμε και πάμε για φαΐ και μπίρες στο εστιατόριο «Los Mineros», το εστιατόριο των χρυσοθήρων. Το απόγευμα γυρνάμε στο ξενοδοχείο μας. Πέφτουμε για ύπνο στις κουκέτες και κατεβάζουμε τις βαριές κουνουπιέρες. «Γιατί τόσο βαριές οι κουνουπιέρες;» ρωτάμε τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. «Για τις νυχτερίδες», μας εξηγεί καλόκαρδα. «Για να μπορέσετε να κοιμηθείτε δίχως αυτές να σας πιούνε το αίμα», μας λέει χαριτωμένα. Πράγματι, όλη τη νύχτα οι νυχτερίδες, τεράστιες και κοκκινωπές, μπαίνουν από τα ανοιχτά παράθυρα και πετούν ανάμεσα μας, ανάμεσα στις κουκέτες. Πλησιάζουν τα πρόσωπά μας, αλλά δεν μπορούν να παραμερίσουν τις χοντρές κουνουπιέρες. Κρύος ιδρώτας με λούζει στην ιδέα της κοκκινωπής τους γούνας να τρίβεται στο πρόσωπό μου.

Την επομένη μέρα, το ταξίδι μας στη ζούγκλα του Μανού τελειώνει. Δεκαπέντε μέρες στην καρδιά του Αμαζονίου, καταπληκτικά τοπία, αρκετά άγρια ζώα και πολλά κουνούπια είναι δυνατές εμπειρίες. Με ένα ταξί πηγαίνουμε στο αεροδρόμιο, για να πάρουμε το αεροπλάνο της Aeroperu και να γυρίσουμε στο Κούσκο. Όταν το αεροπλάνο απογειώνεται και παίρνει στροφή πάνω από το Manu, βλέπω με δέος την τεράστια καταπράσινη θάλασσα που εκτείνεται από κάτω. Ένας επίγειος παράδεισος, σχεδόν άθικτος, σκέφτομαι ήδη με νοσταλγία.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο ζωγράφος Λευτέρης Γιακουμάκης και η δεύτερη ζωή του στην Ισλανδία.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top