Στο χαρτί, το εγχείρημα φάνταζε παιχνιδάκι. Θα διασχίζαμε, λέει, τα βουνά της κεντρικής Ελλάδας, τη μια μέρα προς τα Τζουμέρκα και την Ήπειρο και την άλλη προς την Ευρυτανία. Στην πράξη, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Στο βάθος, ο αφρισμένος Αχελώος.

Τετρακόσια ζόρικα χιλιόμετρα σε 23 ώρες. Με 20 τετρακίνητα αυτοκίνητα. Αποφεύγοντας κατολισθήσεις, βράχια, λάσπη, νεροφαγώματα, γκρεμισμένους δρόμους, ανεμοσούρια που «στήνουν παγίδες του χάρου πάνω απ’ τους γκρεμούς, θάβουνε ζα κι ανθρώπους» και τη μητέρα κάθε χιονοθύελλας.

Το 8ο Drive Trophy του 2005, η ετήσια, μεγάλη off-road δοκιμή του περιοδικού που διεύθυνα τότε, θα έμενε στην ιστορία ως «Το Εφιαλτικό 8ο». Ήταν, και με διαφορά μάλιστα, ό,τι δυσκολότερο είχε αντιμετωπίσει μέχρι τότε (αλλά και από τότε) η συντακτική ομάδα του περιοδικού.

Μια λίγο διαφορετική εξιστόρηση είχε δημοσιευτεί πριν από 17(!) χρόνια στο περιοδικό. Την ανέσυρα από το αρχείο μου, την… εκσυγχρόνισα και τη μοιράζομαι τώρα μαζί σας, μιας και τότε ήσασταν, οι περισσότεροι, ή πολύ μικροί για να την έχετε διαβάσει, ή απλώς δεν αγοράζατε τέτοια περιοδικά.

Το πράγμα είχε αρχίσει να στραβώνει όταν το εκχιονιστικό της Νομαρχίας «εκχιόνισε» δυο μέτρα του αγωγού που κατεβάζει από εκεί το πηγαίο νερό.

Το πράγμα πάντως είχε αρχίσει να στραβώνει από τη στιγμή που το εκχιονιστικό της Νομαρχίας, μαζί με τα δυο μέτρα χιόνι που σκέπαζαν τον δρόμο απ’ το βουνό, «εκχιόνισε» και δυο μέτρα του αγωγού που κατεβάζει από εκεί το πηγαίο νερό. Με αποτέλεσμα, ο ξενώνας μας να μείνει χωρίς νερό. Και αυτό όταν καμιά 25αριά άνθρωποι με καμιά 20αριά αυτοκίνητα ήταν ήδη καθ’ οδόν για τη Νεράιδα, πάνω από τη λίμνη Πλαστήρα, βάση μας για εκείνη τη χρονιά.

Το βράδυ πάντως της Κυριακής, όλα είχαν μπει σε λογαριασμό και μετά από κάμποσους σχεδιασμούς, ανασχεδιασμούς, αναβολές και πολλά χιλιόμετρα αναγνωρίσεων τις προηγούμενες μέρες, το πρωί της Δευτέρας ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Αλλά κανένας, μα κανένας, δεν φανταζόταν τι μας περίμενε τις επόμενες 24 ώρες…

Παρά το ουράνιο τόξο ξεκινώντας, κανένας, μα κανένας, δεν φανταζόταν τι μας περίμενε τις επόμενες 24 ώρες.

Βλέπετε, μια ήσυχη νύχτα του Νοεμβρίου, πάνω από απλωμένους χάρτες και πολύχρωμους μαρκαδόρους, συνοδεία καλού malt δίπλα στο τζάκι, το εγχείρημα φάνταζε παιχνιδάκι. Με βάση τη Νεράιδα Καρδίτσας, σχεδιάζαμε να περιηγηθούμε στα βουνά των κεντρικής Ελλάδας, τη μια μέρα βορειοδυτικά προς τα Τζουμέρκα και την Ήπειρο και την άλλη νότια προς την Ευρυτανία.

Όλα αυτά από παραμελημένους δασικούς δρόμους που μέσα σε λίγα χιλιόμετρα σκαρφαλώνουν στα 1.500 μ. αφήνοντας πίσω τους κοίτες ορμητικών ποταμών για να βυθιστούν σε ανήλιαγες χαράδρες με μισοερειπωμένα πέτρινα γεφύρια που δρασκελίζουν αφρισμένους χείμαρρους.

Τα πολλά χιόνια που είχαν πέσει όμως λίγες μέρες πριν από την αναχώρησή μας, χιόνια που, με έναν κανονικό χειμώνα, λιώνουν κατά τον Απρίλιο, μας έστειλαν πίσω στο «σχεδιαστήριο» και μας ανάγκασαν να ακολουθήσουμε το Plan B.

Σχεδιάζαμε να περιηγηθούμε στα βουνά των κεντρικής Ελλάδας, τη μια μέρα βορειοδυτικά προς τα Τζουμέρκα και την Ήπειρο και την άλλη νότια προς την Ευρυτανία.

Έτσι, το πρωί της Δευτέρας, 13 Φεβρουαρίου, βρήκε 17 καινούργια τετρακίνητα μοντέλα –ένα Suzuki Grand Vitara μάς είχε αφήσει χρόνους μια μέρα πριν όταν έχασε ανεξήγητα τα λάδια του στην εθνική– με 17 οδηγούς, τρεις φωτογράφους, δυο εικονολήπτες, έναν κουμπάρο γιατρό [δεν ξέρεις καμιά φορά], δυο τρεις καλούς φίλους, έναν ψυχωμένο σκύλο και δυο «αλεξίσφαιρα» αυτοκίνητα υποστήριξης να ξεκινούν με προορισμό τα Άγραφα, όχι απ’ τη γνωστότερη διαδρομή, αλλά από άλλη, πολύ μακρύτερη.

Η οποία διασχίζει το διαβόητο πέρασμα του Τύμπανου, στον άξονα Τρικάλων-Άρτας, κατηφορίζει μετά στα χωριά της Αργιθέας και συνεχίζει προς τη Συκιά, το άγριο μέρος, και τελικά κρανίου τόπο, όπου σχεδιαζόταν να κατασκευαστεί το ένα από τα φράγματα για τη θνησιγενή εκτροπή του Αχελώου.

Μέσα σε τρεις μόνο μέρες, χάρη στον θυελλώδη νοτιά, η θερμοκρασία έχει ανέβει 15 ολόκληρους βαθμούς και οι χιονισμένοι δρόμοι της προηγούμενης εβδομάδας έχουν δώσει τη θέση τους σ’ ένα συνονθύλευμα λιωμένου χιονιού, θρυμματισμένης πέτρας και κρύας λάσπης, σαν μπαγιάτικο λιωμένο και παγωμένο ξανά παρφέ κρέμα-σοκολάτα.

Ο αέρας είναι απίστευτος. Ο νοτιάς λυσσομανάει και το φαράγγι τον επιταχύνει ακόμα περισσότερο.

Κατηφορίζοντας προς τον αρχαιολογικό χώρο της Αργιθέας [πρωτεύουσας στην αρχαιότητα του κράτους των Αθαμάνων, για όποιον ενδιαφέρεται], τρυπάει σε κάποια αιχμηρή πέτρα ένα από τα λάστιχα του Touareg που οδηγεί ο αρχισυντάκτης Τάσος Σ. και σταματάμε για να το αλλάξουμε. Η ρεζέρβα του Volkswagen είναι «ανάγκης», πράγμα που σημαίνει ότι το Touareg θα είναι η πρώτη απώλεια. [Δίδαγμα 1ον: δεν ξεκινάμε διαδρομή off-road χωρίς κανονική ρεζέρβα].

Στην παλιά στρατιωτική γέφυρα στο Κουμπουργιαννίτικο ρέμα. Όλα βαίνουν καλώς. Προς ώρας.

Ο αέρας εν τω μεταξύ είναι απίστευτος. Ο νοτιάς λυσσομανάει και το φαράγγι τον επιταχύνει ακόμα περισσότερο. Τα μάτια και τα αυτιά μας είναι στραμμένα στις πλαγιές. Σπασμένα κλαδιά σβουρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας και πέτρες πέφτουν στο δρόμο. Δεν πηγαίνουμε σιγά σιγά; Καλά που δεν θα γυρίσουμε από δω. Μέχρι το βράδυ θα ‘χει γίνει κόλαση.

Στο πρόβλημα «ποιος θα χρεωθεί την επιστροφή του Touareg στον πολιτισμό», λύση δίνει ο φίλος αναγνώστης του περιοδικού Γιώργος Γκιβίτσης, καλή του ώρα, που, εν τη αφελεία του είχε έρθει μαζί μας, και που τώρα προσφέρεται να γυρίσει πίσω το αυτοκίνητο για επισκευή του ελαστικού, με σκοπό να μας βρει ίσως αργότερα. Λες κι ήξερε τι περίμενε τους υπόλοιπους…

Επιστρέφοντας όμως προς την Καρδίτσα, μια λανθασμένη, όπως αποδείχτηκε, ένδειξη για ένα ακόμα σκασμένο λάστιχο τον αναγκάζει να βγει έξω για να ελέγξει. Με το που κάνει να κατέβει όμως, ο αέρας παίρνει τη βαριά πόρτα μαζί με τον ελαφρύ Γιώργο και τους στέλνει να βροντήξουν πάνω στους μεντεσέδες. Η γερμανική κατασκευή αντέχει στο θυελλώδες 12άρι και η ζημιά είναι ευτυχώς μικρή.

Την ίδια ώρα, ο γράφων με το Toyota Land Cruiser και πλήρωμα τον φωτογράφο Γιώργο Σ., οδηγεί το κομβόι κατηφορίζοντας προς τη Συκιά. Περνώντας την παλιά στρατιωτική γέφυρα πάνω απ’ το Κουμπουργιαννίτικο ρέμα [αυτά είναι ονόματα ποταμών, όχι κάτι Αλφειός, Λάδων και τέτοια], φτάνουμε στις πέντε γαλαρίες, γνωστές ως Πέντε Αδέλφια.

Οι μεγάλοι σταλακτίτες που πριν λίγες μέρες κρέμονταν σαν αυλοί τεράστιου εκκλησιαστικού οργάνου από τις οροφές των παλιάς κοπής, χωρίς ουσιαστική επίστρωση και γεμάτων υγρασία τούνελ έχουν τώρα λιώσει. Στην αναγνώριση, την προηγούμενη εβδομάδα, είχαμε περάσει από κάτω τους με σφιγμένα δόντια και μισόκλειστα μάτια – ένας δίμετρος τέτοιος διαπερνά οροφή αυτοκινήτου για πλάκα. Σκέφτομαι ότι είναι απίστευτο που τέτοιος δρόμος είναι ανοιχτός στην κυκλοφορία.

Η φωτογράφιση και η βιντεοσκόπηση στο σεληνιακό τοπίο της Συκιάς, δίπλα στα αφρισμένα νερά του Αχελώου, παίρνουν λίγο χρόνο παραπάνω κι έτσι φτάνουμε στη σύγχρονη γέφυρα του Κοράκου, λίγα μέτρα κατάντη της ομώνυμης πέτρινης ιστορικής, η οποία, δρασκελίζοντας τον Αχελώο σ’ ένα σχετικά στενό σημείο, ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο, με μισή ώρα καθυστέρηση και κλειστό το επόμενο «παράθυρο».

Βράχοι ξεκολλάνε απ’ το βουνό, κυλάνε με ορμή στις πλαγιές και σκάνε με δύναμη στον δρόμο. Είτε τον φράζουν είτε σπάζουν σε μικρότερους που καλείσαι να αποφύγεις ή δρασκελίσεις. Είναι σαν να περπατάς σε σπασμένα γυαλιά με espadrilles.

«Παράθυρο»; Δηλαδή; Να σας πω. Ο δρόμος που ανηφορίζει, στα αριστερά μας, προς το Αετοχώρι και τη λίμνη Στεφανιάδα, με γενική κατεύθυνση τα χωριά των Αγράφων νοτιοανατολικά, τους χειμώνες είναι [ήταν] από τους πιο «επιρρεπείς» σε κατολισθήσεις δρόμους.

Για τους απαραίτητους λοιπόν καθημερινούς εκβραχισμούς, υπάρχουν [υπήρχαν] εκεί μόνιμα μπουλντόζες, γκρέιντερ και τσάπες. Κάθε μέρα ο δρόμος ανοίγει για λίγα μισάωρα (το «παράθυρο»), ενώ τις υπόλοιπες ώρες είναι κλειστός. Τη νύχτα βέβαια είναι θεωρητικά ανοιχτός, αλλά ποιος τρελός θα τολμήσει να περάσει από εκεί νυχτιάτικα μέσα στο καταχείμωνο;

Βέβαια, ο Κλεάνθης φώναζε από νωρίς για το κλείσιμο του δρόμου, αλλά ποιος τον άκουγε; Σίγουρα όχι ο αδιόρθωτα αισιόδοξος γράφων. Βλέπετε, στις αναγνωρίσεις, με λίγη κουβεντούλα και λίγη υπομονή είχαμε καταφέρει τα παιδιά που δούλευαν εκεί να μας κάνουν λίγο χώρο για να περάσουμε, εκτός «παραθύρου».

Σ’ ένα από τα παλιάς κοπής, χωρίς ουσιαστική επίστρωση και γεμάτα υγρασία τούνελ γνωστά ως Πέντε Αδέλφια. Είναι εντυπωσιακό που τέτοιος δρόμος είναι ανοιχτός στην κυκλοφορία.

Η βροχή είχε κατεβάσει ολόκληρο βουνό, πού να βρεθεί χώρος για 20 τζιπ;

Το ίδιο ήλπιζα να γίνει και τώρα, αλλά πού τέτοια τύχη. Σήμερα η βροχή είχε κατεβάσει ολόκληρο βουνό, πού να βρεθεί χώρος για 20 τζιπ; Παίρνω την απόφαση να συνεχίσουμε νότια, στην ανατολική πλευρά της κοίτης του Αχελώου, για να βρούμε ένα άλλο γεφύρι, το ιστορικό πέτρινο της Τέμπλας, που ενώνει την Αιτωλοακαρνανία με την Ευρυτανία, λίγο βορειότερα της λίμνης των Κρεμαστών.

Δεν ανησυχώ· έχουμε μπροστά μας τουλάχιστον πέντε ώρες φως ακόμα, τι διάολο; Οδηγώντας το κομβόι στο ατέλειωτο πάνω-κάτω, αριστερά-δεξιά, βλέπω τα σύννεφα γύρω να βαραίνουν ακόμα περισσότερο. Αλλά φέρνω στο μυαλό μου την ατάκα του θεατρώνη Geoffrey Rush στον Ερωτευμένο Σαίξπηρ: “Strangely enough, it all turns out well. I don’t know how. It’s a mystery”.

Με τα πολλά, φτάνουμε στο παλιό γεφύρι της Τέμπλας, περνάμε στη δυτική όχθη του Αχελώου και αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε προς τα βορειοδυτικά. Η βροχή δυναμώνει, τα χιλιόμετρα έχουν ήδη ξεπεράσει αυτά που σχεδιάζαμε να κάνουμε για σήμερα κι ένας θεός ξέρει τι άλλο μας επιφυλάσσει ο καιρός.

Συνεχίζουμε μέσα σε συνεχή βροχή και παχιά λάσπη, σε αχαρτογράφητους χωματόδρομους που μοιάζουν να στριφογυρίζουν γύρω απ’ τον εαυτό τους.

Στόχος τώρα είναι να βρεθούμε πίσω απ’ τους εκβραχισμούς, για τους οποίους έγραψα πιο πάνω, και να ανεβούμε βόρεια προς το Αετοχώρι για να κατηφορίσουμε μετά προς τη λίμνη της Στεφανιάδας και την ιστορική Μονή Σπηλιάς. Από εκεί, ανάλογα με την ώρα, ή θα επιχειρήσουμε να κατεβούμε νότια, προς τα Άγραφα, ή θα συνεχίσουμε βόρεια πίσω για τη Νεράιδα.

Συνεχίζουμε μέσα σε συνεχή βροχή και παχιά λάσπη, σε αχαρτογράφητους χωματόδρομους που μοιάζουν να στριφογυρίζουν γύρω απ’ τον εαυτό τους. Πουθενά ψυχή να σου πει πού διάολο βρίσκεσαι. Σε κάθε διασταύρωση, ακολουθώ το ένστικτό μου και την πυξίδα [δεν υπήρχαν τότε smartphone με GPS και τέτοια, ούτε βέβαια είχαν Navigation τα αυτοκίνητα της εποχής] προσπαθώντας να κατευθύνω το κομβόι προς τον βορρά.

Στο σεληνιακό τοπίο που έχουν αφήσει πίσω τους τα έργα για το θνησιγενές φράγμα της Συκιάς.

Σ’ έναν μικρό οικισμό συναντάμε ένα αγροτικό αυτοκίνητο. Τα παιδιά που βρίσκονται πίσω από τα θολωμένα τζάμια του λένε ότι είμαστε στο Καταφύλλι. Καλά πάμε, λοιπόν. Και να επιτέλους η διασταύρωση προς το Αετοχώρι και τη Στεφανιάδα. Από δω και πάνω τα ξέρω τα μέρη απ’ έξω· τα είχα περάσει εξάλλου πριν από λίγες μέρες.

Στον στενό, όλο νεροφαγώματα κατσικόδρομο που ανηφορίζει κατάστηθα το βουνό προς το Αετοχώρι, το κρύο σούρουπο έχει παγώσει το χιόνι και τη λάσπη, ενώ η καταιγίδα που συνεχίζει να λυσσομανάει, όλο και βρίσκει καινούριους τρόπους να μας φράξει το διάβα.

Όντας πρώτοι, βγαίνουμε κάθε λίγο με τον Γιώργο για να ελευθερώσουμε τον δρόμο από κλαδιά, δέντρα, χώματα και πέτρες. Τα χέρια μου έχουν πληγιάσει και το τιμόνι του Land Cruiser είναι μούσκεμα. Απορώ πού βρίσκω την όρεξη να τινάζω τη λάσπη από τις γαλότσες για να μη λερώσω το εσωτερικό κάθε φορά που κάνω να μπω μέσα.

Μας παίρνει μισή ώρα να κάνουμε μόλις 7 χλμ. κι έχει πια νυχτώσει για τα καλά. Γυρνώντας μια στροφή, βλέπω τα φώτα του «συρμού» πίσω να έχουν κοπεί στη μέση. Τα κινητά μας βέβαια δεν πιάνουν εδώ, ενώ οι μπαταρίες των VHF έχουν ήδη παραδώσει το πνεύμα. [Δίδαγμα 2ον: του χρόνου να έχουμε μαζί μας VHF που να παίρνουν ρεύμα και απ’ το αυτοκίνητο].

Υποψιάζομαι ότι αιτία της αποκόλλησης του πίσω μέρους της ομάδας είναι το X-Trail που, άγνωστο γιατί, έχει μείνει μπροστοκίνητο. Κι έτσι τελικά είναι. Ακόμα και οι ικανότητες ενός Παντελή Π. ωχριούν μπροστά σε ανηφορικό πάγο και το Nissan περιορίζεται στο να σπινάρει ανήμπορο τους μπροστινούς του τροχούς.

Έτσι είχαν τα πράγματα πριν 17 χρόνια. Όχι πια.

Με τη βοήθεια των συναδέλφων που κατεβαίνουν από τα δικά τους αυτοκίνητα για να σπάσουν τον πάγο με τις αξίνες και τα φτυάρια, το Nissan συνεχίζει και κάποτε καβατζάρουμε όλοι τη ράχη στα 1.400 μ. και αρχίζουμε, προσεκτικά γιατί ο δρόμος είναι γυαλί, τον κατήφορο για Αετοχώρι.

Σύσκεψη στη γέφυρα του Κοράκου.

Το Αετοχώρι είναι ενάμισι έρημο σπίτι κάπου πάνω απ’ τον φερόμενο ως δρόμο προς τη Στεφανιάδα.

Διαβάζετε τώρα εσείς Αετοχώρι και φαντάζεστε χωριό με πλατεία, πλάτανο, βρύσες, καφενείο, εκκλησία… Αν θυμάμαι καλά, το Αετοχώρι είναι ενάμισι έρημο σπίτι κάπου πάνω απ’ τον φερόμενο ως δρόμο προς τη Στεφανιάδα. Η οποία Στεφανιάδα είναι μια όμορφη, μικρή, φυσική λίμνη που προέκυψε από κατολίσθηση και που αξίζει να επισκεφτείτε τους καλοκαιρινούς μήνες.

Λίγο μετά τη ράχη, τα φώτα του Land Cruiser φωτίζουν έναν όγκο χιονιού, ύψους ενός περίπου μέτρου και βάθους τεσσάρων-πέντε, να μας κλείνει το δρόμο. Φέρνουμε όλα τα φτυάρια εμπρός και με βάρδιες πιάνουμε το ξεχιόνισμα. Μισή ώρα μετά, το πλοηγό Land Cruiser ανοίγει δρόμο για να συνεχίσουμε.

Διασχίζοντας τον Αχελώο από το πέτρινο γεφύρι της Τέμπλας.

Τώρα έχουμε απέναντί μας ένα βουνό χιόνι, τουλάχιστον δυο μέτρα ψηλό και, απ’ όσο μπορώ να δω, καμιά δεκαριά μέτρα βαθύ.

Για να σταματήσουμε 100 μόλις μέτρα πιο κάτω. Τώρα έχουμε απέναντί μας ένα βουνό χιόνι, τουλάχιστον δυο μέτρα ψηλό και, απ’ όσο μπορώ να δω, καμιά δεκαριά μέτρα βαθύ. Ο Τάσος, που δεν κωλώνει πουθενά, προτείνει να τον πλακώσουμε με τα φτυάρια. Πόση ώρα όμως θα μας πάρει ν’ ανοίξουμε δρόμο; Και ποιος μας λέει ότι τούτη εδώ η κατολίσθηση θα είναι η τελευταία;

Δύσκολα τα πράγματα. «Πρέπει να γυρίσουμε πίσω», λέω στον Κλεάνθη και τον Νίκο Τ. που ακολουθούν με το Jeep Cherokee. Να γυρίσουμε πίσω. Μάλιστα. Μια κουβέντα είναι αυτή για ένα κομβόι 20 αυτοκινήτων που εκτείνεται σε μήκος 150 μέτρων.

Σε τέτοιου είδους διαδρομές, πάντα «μαρκάρω» στον χιλιομετρητή το τελευταίο μέρος όπου μπορείς να κάνεις αναστροφή. Ένα τέτοιο περάσαμε πριν από 400 μ. Αλλά άντε να βάλεις 20 αυτοκίνητα με λασπωμένα τζάμια να κάνουν όπισθεν νύχτα, σε ανηφορικό τώρα, παγωμένο μονοπάτι που μετά βίας τα χωράει, με ΤΟ χάος στη μια μεριά και το χιονισμένο βουνό να κρέμεται από πάνω στην άλλη.

Ο κατακλυσμός έχει αρχίσει να συμπαρασύρει κάθε χωματόδρομο προς το ποτάμι. Ορμητικά, καφέ ρέματα ξεχειλώνουν χαντάκια και ξηλώνουν στις ραφές νεροφαγώματα που καταλήγουν απευθείας στον Αχελώο.

Μόνη λύση που βλέπω είναι τα αυτοκίνητα της υποστήριξης. Το κόβω με τα πόδια προς το πίσω μέρος του κομβόι όπου βρίσκονται τα έτοιμα για τέτοιες καταστάσεις Land Rover Defender V8 και Jeep Wrangler 4.0 (το δεύτερο κομπλέ με το σκύλο Bruno στο δεξί κάθισμα) του Παναγιώτη Ψωμιάδη [συνωνυμία!] και του Σταύρου Καραφωτιά που πιάνουν δουλειά ως εκχιονιστικά.

Μέσα σε μισή ώρα έχουν παραμερίσει, κάνοντας μπρος-πίσω, το χιόνι κι έχουν ανοίξει ένα μικρό πλάτωμα για να κάνουμε ένας-ένας μεταβολή. Γυρνάω προς το Toyota και βλέπω ότι για το ίδιο έχει προνοήσει και στην άλλη άκρη ο Άγγελος Π. με το Hummer Η2. Ο Τάσος μάλιστα έχει ήδη στρίψει και κάμποσα από τα αυτοκίνητα.

Επιστρέφουμε προς τα πίσω. Το κακό είναι ότι είμαι τώρα τελευταίος στη σειρά και μέχρι να φτάσω στη διασταύρωση που περάσαμε νωρίτερα έχουμε σκορπίσει. Λέγοντας σε όσους είναι κοντά μου να σβήσουν τους κινητήρες και να μην κουνήσουν από τη θέση τους, ξεκινάω να βρω αυτούς που έφυγαν μπροστά.

Βγαίνω κάθε λίγο για να ελευθερώσω τον δρόμο από κλαδιά, δέντρα, χώματα και πέτρες. Τα χέρια μου έχουν πληγιάσει και το τιμόνι του Land Cruiser είναι μούσκεμα.

Ο αέρας μυρίζει φρεσκοσκαμμένο χωράφι. Όπισθεν και σβέλτα. Θα ‘χουν πάλι δουλειά οι μπουλντόζες αύριο.

Πέντε χιλιόμετρα παρακάτω, λίγα μόνο από τα πολλά επιπλέον που επρόκειτο να κάνει τις επόμενες ώρες το Land Cruiser κυνηγώντας σαν border collie τα απολωλότα SUV, τους μαζεύω έναν-έναν και γυρίζουμε προς τα πίσω. Αναγκαστικά, παίρνουμε τώρα το δρόμο της επιστροφής για να φτάσουμε στη γέφυρα του Κοράκου από το μέρος που –θυμάστε;– ήταν κλειστό το μεσημέρι. Θα είναι άραγε τώρα ανοιχτό;

Μέσα στο σκοτάδι διασταυρώνομαι μ’ ένα φορτηγάκι. Είναι από το συνεργείο που κάνει τους εκβραχισμούς. Αυτή κι αν είναι τύχη! «Περνάει ο δρόμος, παιδιά;» «Ναι, περνάει. Μόλις τώρα τελειώσαμε. Τον ανοίξαμε και φεύγουμε». Δόξα τω Θεώ! Ας είναι. Κάναμε ό,τι κάναμε σήμερα, φωτογραφίσαμε ό,τι φωτογραφίσαμε, πάμε προς τα πίσω. Κι αύριο μέρα του Θεού είναι. Βλέπω ήδη τα φώτα της γέφυρας, σκάρτα τρία χιλιόμετρα πιο κάτω. Από εκεί και μετά είναι καμιά 60αριά χιλιόμετρα μέχρι τη βάση μας. Κατά τις 10 το βράδυ θα είμαστε πίσω, υπολογίζω.

Ένας όγκος χιονιού, ύψους ενός περίπου μέτρου και βάθους τεσσάρων-πέντε μας κλείνει τον δρόμο. Με βάρδιες πιάνουμε το ξεχιόνισμα. Μισή ώρα μετά συνεχίζουμε. Για να σταματήσουμε 100 μέτρα πιο κάτω έχοντας απέναντί μας ένα βουνό χιόνι. Ο μικρός ήρως Δημήτρης Ρ.

Σε μια στροφή όμως, τα φώτα του Land Cruiser φωτίζουν ένα βράχο όσο το ίδιο το Toyota. Βράχο που όχι μόνο έχει κλείσει εντελώς τον χωματόδρομο, αλλά τον έχει κάνει να βουλιάζει και να υποχωρεί προς την χαράδρα. Δεν θα πρέπει να έχουν περάσει περισσότερα από λίγα λεπτά που έπεσε. Ο αέρας μυρίζει φρεσκοσκαμμένο χωράφι. Όπισθεν και σβέλτα. Θα ‘χουν πάλι δουλειά οι μπουλντόζες αύριο.

Η μόνη επιλογή που μας μένει –αλλά με την καταιγίδα που συνεχίζεται αμείωτη τίποτα δεν είναι πια σίγουρο– είναι να γυρίσουμε νότια, να ξανακάνουμε όλους αυτούς τους δαιδαλώδεις, λασπωμένους δρόμους, που ένας θεός ξέρει σε τι κατάσταση θα είναι τώρα, μέχρι να ξαναβρούμε το γεφύρι της Τέμπλας, να περάσουμε πάλι στην απέναντι όχθη του Αχελώου και να ξανακάνουμε τον ατέλειωτο δρόμο μέχρι τη γέφυρα του Κοράκου. Που, να τα φώτα της, εδώ από κάτω μας είναι, μια πετριά μακριά.

Με τα αλλεπάλληλα μπρος-πίσω, το Hummer ανοίγει τελικά δρόμο για να στρίψουμε τα υπόλοιπα αυτοκίνητα.

Μέσα στη βροχή, παρατηρώ γύρω μου μπαϊλντισμένα, σκοτεινιασμένα και ανήσυχα πρόσωπα.

Μέσα στη βροχή, παρατηρώ γύρω μου μπαϊλντισμένα, σκοτεινιασμένα και ανήσυχα πρόσωπα. Όσοι είναι κοντά μου, στα πρώτα αυτοκίνητα, έχουν δει το πρόβλημα. Χωρίς καμιά όμως επικοινωνία, τα παιδιά πιο πίσω, αν δεν είναι τόσο κουρασμένα πια ώστε να μη νοιάζονται καν, ίσως φαντάζονται τι μπορεί να έχει συμβεί. Θα ένιωθαν όλοι καλύτερα αν ήξεραν τι ακριβώς συμβαίνει. Τώρα κάνουν απλώς αυτό που κάνει ο μπροστινός τους. Στη θέση τους θα τα είχα παίξει.

Σκέφτομαι να τους φέρω όλους εδώ μπροστά για να βάλουμε όλοι μαζί «πλάτη» μπας και σπρώξουμε τον βράχο στον γκρεμό. Κι αν όμως φύγει κι ο δρόμος μαζί με τον βράχο; Και θα τα καταφέρναμε άραγε 25 κουρασμένοι άνθρωποι; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Χτυπάω σε κάθε παράθυρο προσπαθώντας να εξηγήσω στον καθένα τι συμβαίνει. Αλλά ποιος νοιάζεται; Να γυρίσουν πίσω θέλουν όλοι.

Το να βάλεις 20 αυτοκίνητα με λασπωμένα τζάμια να κάνουν όπισθεν, νύχτα, σε ανηφορικό, παγωμένο μονοπάτι που μετά βίας τα χωράει, με το χάος στη μια μεριά και το χιονισμένο βουνό να κρέμεται από πάνω στην άλλη πήρε ώρες.

Οδηγώντας, φέρνω σαν σε playback στο μυαλό μου τις εικόνες και τις διχάλες του μεσημεριού, ανάποδα τώρα, μπας και καταφέρουμε να βγούμε απ’ αυτόν τον σκοτεινό, λασπωμένο λαβύρινθο. Ξαναπεράσαμε από εδώ; Μάλλον, αλλά μπορεί και όχι. Ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά τέτοιες ώρες; Αυτό το ρέμα ανάμεσα στα δέντρα κάτι μου θυμίζει, όμως εκείνο το εικονοστάσι τίποτα. Πάμε λίγο παρακάτω. Και λίγο ακόμα.

Στις διασταυρώσεις, κάνω νόημα στους πίσω να περιμένουν και φεύγω για να δω πού βγάζει κάθε δρόμος. Κατά διαβολική σύμπτωση, πετυχαίνω ξανά το αγροτικό με τα παιδιά απ’ το Καταφύλλι. «Στρίψτε δεξιά στο νεκροταφείο», μου λένε, «και μετά συνεχίστε μέχρι το γεφύρι. Αλλά είναι κάμποσος δρόμος και πολλές διασταυρώσεις. Θέλει προσοχή μη χαθείτε». Έκτακτα…

Σκαρφαλώνω στη μάντρα ψάχνοντας για μνήματα [αν είναι δυνατόν!], αλλά το σκοτάδι είναι πήχτρα και η βροχή κουρτίνα.

Το εκκλησάκι αυτό στα δεξιά μοιάζει για νεκροταφείο, έχει κι ένα κυπαρίσσι, αλλά πάλι… Σκαρφαλώνω στη μάντρα ψάχνοντας για μνήματα [αν είναι δυνατόν!], αλλά το σκοτάδι είναι πήχτρα και η βροχή κουρτίνα. Πριν πω στους υπόλοιπους να περιμένουν να γυρίσω, μ’ έχουν ακολουθήσει σαν ζόμπι σ’ ένα στενό, κατηφορικό στροφιλίκι που δεν μου θυμίζει τίποτα.

Καταλήγουμε σε μια μεγάλη αυλή. Το σπίτι μέσα έχει φως. Στην κατάσταση που είμαι δεν δίνω δεκάρα για άγρια τσοπανόσκυλα και γεμάτα δίκαννα. Βγαίνω και χτυπάω την πόρτα. Ελάτε τώρα στη θέση του μικρού κοριτσιού και της γιαγιάς του όταν, μέσα στην απόλυτη ερημιά και τη μαύρη νύχτα, βλέπουν ξαφνικά να τις σημαδεύουν 40 προβολείς!

«Α, εσείς είστε; Σας παρακολουθούμε απ’ το πρωί. Ακόμα εδώ τριγυρνάτε; Όχι, δεν έχει νεκροταφείο στο εκκλησάκι. Το νεκροταφείο είναι πιο πάνω». Με τα χίλια ζόρια, τα άλλα αυτοκίνητα κάνουν χώρο και φεύγω προς τα πάνω για να βρω το νεκροταφείο. Πριν ολοκληρωθεί άλλη μια χρονοβόρα μεταβολή, περνάνε άλλα 40 λεπτά.

Σκοτάδι παντού και η βροχή συνεχίζει να χτυπάει την οροφή σαν μπίλιες ρουλεμάν. Ψυχραιμία… Κάπου εδώ θα ‘ναι το αναθεματισμένο το γεφύρι.

Στο μεταξύ, ο κατακλυσμός έχει αρχίσει να συμπαρασύρει κάθε χωματόδρομο προς το ποτάμι. Τώρα υπάρχουν παντού ορμητικά, καφέ ρέματα που, στροφή με στροφή, ξεχειλώνουν χαντάκια και ξηλώνουν στις ραφές κρυφά νεροφαγώματα που καταλήγουν κατευθείαν στον Αχελώο. Να βγούμε από δω και τι. Να τους βγάλω απ’ αυτόν τον εφιαλτικό κυκεώνα που εγώ τους έβαλα και μετά έχει ο Θεός. Η νύχτα όμως είναι ακόμα μακριά. Και δεν τολμώ να μοιραστώ με κανέναν την άλλη μου, την πιο μεγάλη ανησυχία…

Προσπαθώ να θυμηθώ από πού περάσαμε το μεσημέρι, ενώ κοιτάω πάντα να ακολουθώ τον κατήφορο προς το ποτάμι. Και κατεβαίνουμε, και κατεβαίνουμε, και κατεβαίνουμε, και πουθενά γέφυρα. Για μια ακόμα φορά λέω στους υπόλοιπους να περιμένουν και φεύγω μόνος μπροστά.

Λίγο πιο κάτω, σ’ ένα πλάτωμα στο χαμηλότερο πια σημείο του δρόμου, σταματάω άπρακτος. Σκοτάδι παντού και η βροχή συνεχίζει να χτυπάει την οροφή σαν μπίλιες ρουλεμάν. Ψυχραιμία… Κάπου εδώ θα ‘ναι το αναθεματισμένο το γεφύρι. Εκτός κι αν το πήρε παραμάζωμα κι αυτό η νεροποντή.

Ξαναδιαβάζοντας τώρα αυτά, σκέφτομαι πως εκείνη θα πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα να με κυριεύει η απελπισία. Γιατί έβλεπα τον δρόμο  στα αριστερά μου να αρχίζει πάλι ν’ ανηφορίζει και είχα πια ξεμείνει από ιδέες, εμπνεύσεις και ένστικτα. Και κάπου πίσω στο σκοτάδι, εμένα περίμεναν να τους λυτρώσω οι υπόλοιποι. Μερικούς είχα να τους δω απ’ το μεσημέρι και είμαι σίγουρος πως ο καθένας τους θα είχε από μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί.

Το ρολόι μου δείχνει 23:04. Αν τα πράγματα είχαν πάει καλά, τώρα θα τελειώναμε το κρασί μας δίπλα στο τζάκι σχεδιάζοντας την επόμενη μέρα. Παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι διατηρώ ακόμα τα λογικά μου. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Διότι κάποιος σαστισμένος δεν θα είχε τη διανοητική ικανότητα να καταλάβει ότι είναι σαστισμένος.

Άρα, άμα ξέρεις ότι είσαι στα συγκαλά σου, είσαι στα συγκαλά σου. Με παρακολουθείτε; Τι ώρα είναι, είπαμε; 23:04. Ακόμα; Εκτός κι αν το να πείθεις τον εαυτό σου ότι δεν έχεις σαστίσει, είναι απλώς ένα αρχικό και άσπλαχνο σύμπτωμα απόλυτης σύγχυσης. Ή προχωρημένο και πονόψυχο. Ποιος ενδιαφέρεται;

Όταν χάσεις τα λογικά σου είναι πολύ δύσκολο να τα βρεις για να τα φέρεις πάλι πίσω.

Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι δεν βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση απόλυτης σύγχυσης η οποία χαρακτηρίζεται από τον φόβο του πάσχοντος ότι βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση απόλυτης σύγχυσης; Και να τι παθαίνεις άμα κινδυνεύεις να χάσεις τα λογικά σου. Όταν τα χάσεις είναι πολύ δύσκολο να τα βρεις για να τα φέρεις πάλι πίσω.

Σε μια στροφή, τα φώτα του Land Cruiser φωτίζουν έναν βράχο όσο το ίδιο το Toyota. Βράχο που όχι μόνο έχει κλείσει τον χωματόδρομο, αλλά τον έχει κάνει να βουλιάζει και να υποχωρεί προς την χαράδρα.

Κοιτάω πάλι το ρολόι μου. Είναι ακόμα 23:04. Τέλεια. Εκτός από τα λογικά μου, χάνω τώρα και την αίσθηση του χρόνου. Να δεις που όπου να ‘ναι θα βγούμε έξω με τον Γιώργο και θα χοροπηδάμε σαν τρελοί στη βροχή για να σβήσουμε τις φλόγες. Η καλύτερη λύση πάντως είναι ν’ ανοίξουμε τα φτερά του Land Cruiser, να βάλουμε μπρος τους κινητήρες και να περάσουμε απέναντι πετώντας. Περιμένω ένα ολόκληρο λεπτό και ξανακοιτάω το ρολόι μου. Ακόμα 23:04.

«Τι περιμένουμε; Γιατί δεν περνάμε απέναντι;», ρωτάει ο Γιώργος. «Πού απέναντι, ρε Γιώργο; Από πού;», ψελλίζω. «Απ’ τη γέφυρα», μου λέει με απόλυτη φυσικότητα. Πάει, τον χάνουμε τον Γιωργάκη. Κοίτα να δεις που έχει αρχίσει να πατινάρει. Καλύτερα να πάω με τα νερά του…

«Μη σε παίρνει από κάτω, Γιωργάκη. Κουράγιο, μη μου φοβάσαι για τίποτα. Να δεις που όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Δεν ξέρω πώς. Είναι μυστήριο. Αλλά, ποια γέφυρα είχες υπόψη σου;» «Να, αυτήν εδώ», λέει και μου δείχνει ένα στενό άνοιγμα ανάμεσα δυο χαμηλά πεζούλια. Κατεβάζω το λασπωμένο δεξί παράθυρο και… Να το γεφύρι της Τέμπλας, δίπλα του ήμασταν τόση ώρα, πού να το δούμε μέσα στην καταρρακτώδη βροχή;

Διαβαίνουμε το γεφύρι της Τέμπλας κι έχω την αίσθηση ότι βγήκαμε στον πολιτισμό, ότι τα βάσανά μας πήραν τέλος. Κακώς.

Ανακουφισμένος γυρνάω πίσω, μαζεύω τους υπόλοιπους, περνάμε απέναντι και σταματάμε για να γλείψουμε τις πληγές μας. Αλλά όχι όλοι. Πάλι οι μισοί έχουν μείνει πίσω. Το πρόβλημα τώρα είναι ένα λάστιχο της Χ3 που δεν άντεξε στις κακουχίες. Έτσι, και η ΒMW του Ντίνου Π. θα συνεχίσει με ρεζέρβα ανάγκης, εμπρός αριστερά.

Διαβαίνουμε το γεφύρι της Τέμπλας κι έχω την αίσθηση ότι βγήκαμε στον πολιτισμό, ότι τα βάσανά μας πήραν τέλος. Κακώς. Ο «πολιτισμός» είναι ακόμα πολύ μακριά και, από μια γρήγορη σύσκεψη με όσους είναι κοντά μου, υπό βροχή φυσικά, προκύπτει ότι αντιμετωπίζουμε πλέον σοβαρό πρόβλημα καυσίμων.

Οι περισσότεροι δείκτες δείχνουν κάτω από ¼ και τα μόνα που δεν έχουν άμεσο πρόβλημα είναι τα δύο diesel και το δικό μου Toyota το οποίο, χάρη στο ελαφρύ μου πόδι [η οικονομική μου οδήγηση δικαιώνεται και πάλι και σιγά μη δεν το γράψω] και παρ’ όλα τα έξτρα μπρος-πίσω που έχει κάνει απ’ το πρωί, έχει, σύμφωνα με τον υπολογιστή του, βενζίνη για 165 χλμ. ακόμα, με καμιά εκατοστή να απομένουν για τη βάση μας. Άνευ απροόπτου, βέβαια…

Ένα από τα GPS [το 2005 τέτοια φορητά μαραφέτια ήταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο] δείχνει ότι σε 7,5 χλμ. υπάρχει πρατήριο. Στέλνω τον Παναγιώτη και τον Θοδωρή με το Land Rover υποστήριξης να το βρουν και τους λέω να μη γυρίσουν αν δεν έχουν σηκώσει τον ιδιοκτήτη απ’ το κρεβάτι.

Η ώρα εν τω μεταξύ περνάει και μας βλέπω να περνάμε το υπόλοιπο της βροχερής νύχτας στ’ αυτοκίνητα – νηστικοί, γιατί να διψάσουμε αποκλείεται. Εκ των υστέρων, ίσως και να ήταν καλύτερα να είχαμε μείνει εκεί που ήμασταν περιμένοντας να ξημερώσει. Γιατί μ’ έτρωγε σαν το σαράκι, εδώ και κάμποση ώρα, η άλλη μου η έννοια.

Το ρολόι μου δείχνει ακόμα 23:04. Βροντάω το χέρι στο ταμπλό και παίρνει ξανά μπροστά. Είπα κι εγώ… Περνάνε 45’ πριν επιστρέψει το Land Rover. Βλέποντας τους προβολείς του να φέγγουν μια από δω και μια από κει στις στροφές στο βουνό από πάνω, νιώθω σαν τον Αιγέα. Άσπρα είναι τα φώτα του ή μαύρα; Καλά μαντάτα φέρνουν ή κακά;

Ανεφοδιασμός 20 αυτοκινήτων, περασμένα μεσάνυχτα στα Βρουβιανά. Ο πρατηριούχος μπορεί να μην έχει ξεπεράσει ακόμα το σοκ.

Μια αιωνιότητα μετά, το Defender σταματά μπροστά μου. «Το βρήκαμε το πρατήριο, είναι στα Βρουβιανά. Βρήκαμε και τον πρατηριούχο, τον ξυπνήσαμε και μας περιμένει», μου λένε. «Γιωργάκη, τώρα σε κάνω άλλον έναν γύρο», λέω στον Γιώργο που παραμένει ωστόσο παγερά και βρεγμένα αδιάφορος.

Είσαι τώρα εσύ πρατηριούχος σε χωριό ξεχασμένο απ’ τον Θεό. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, ανοίγεις το μαγαζί όποτε σε βολεύει, πουλάς τη βενζινούλα σου τη σούπερ για τα παλιά αγροτικά, το diesel σου για τα ένα-δυο καινούργια διπλοκάμπινα, τους ιμάντες σου για τα τρακτέρ, το πετρέλαιο για τα νοικοκυριά, άντε και κάνα φίλτρο για καμιά φρέζα. Μεροδούλι, μεροφάι. Κάθε μήνα, έρχεται και το βυτιοφόρο της εταιρείας να σου γεμίσει τις δεξαμενές.

Ξαφνικά, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, σαν σε σκηνή απ’ το Αποκάλυψη Τώρα, εμφανίζονται με σαματά 20 διψασμένα θηρία που σπρώχνονται για να βάλουν βενζίνη.

Έχεις λοιπόν κλειδώσει και κατεβάσει τα ρολά και για σήμερα, έξω κάνει παγωνιά και ρίχνει καρεκλοπόδαρα κι έχεις αποκοιμηθεί γλυκά στη θαλπωρή που μόνο μια ξυλόσομπα προσφέρει. Όταν, ξαφνικά, μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, σαν σε σκηνή απ’ το Αποκάλυψη Τώρα, εμφανίζονται με σαματά 20 διψασμένα θηρία που σπρώχνονται ανάμεσα στις αντλίες σου για το ποιο θα πρωτοποτιστεί. Η εταιρεία θα απορήσει με την ξαφνική άνοδο του τζίρου σου, ενώ εσύ, από σήμερα το βράδυ, θα ‘χεις μια ακόμα ιστορία να διηγείσαι στα εγγόνια σου.

Με αναπτερωμένο ηθικό και γεμάτα ρεζερβουάρ ανηφορίζουμε τώρα προς βορρά. Επόμενο landmark είναι μια μισογκρεμισμένη πέτρινη γέφυρα κοντά στον Μεσόπυργο. Ώρες είναι… Ευτυχώς είναι στη θέση της και συνεχίζουμε για Μηλιανά. Αλλά ακόμα δεν τολμώ να μοιραστώ με κανέναν αυτό που δεν λέει να με αφήσει να ηρεμήσω. Άσε, μπορεί και να τη βγάλουμε καθαρή.

Έχω εν τω μεταξύ στείλει μπροστά τα δύο rescue για ν’ ανοίγουν δρόμο αλλά, βλέποντας το μονόφθαλμο τώρα Jeep Μ151 του Χρήστου Ρ. να μη μπορεί ν’ ακολουθήσει τον ανεβασμένο ρυθμό των υπολοίπων, αφήνω τον Άγγελο και τον Στέργιο με το Hummer να περάσουν κι αυτοί μπροστά ως πλοηγοί και μένω κοντά του. Τα κινητά αρχίζουν να βρίσκουν πάλι σήμα και όλα μοιάζουν να παίρνουν το δρόμο τους.

Κούνια που μας κούναγε. Με τη σιγουριά της λίγο πολύ γνωστής από το πρωί διαδρομής, αλλά και με την κούραση, μερικοί αρχίζουν ασυναίσθητα να χαλαρώνουν. Είμαστε άλλωστε κοντά 20 ώρες στο τιμόνι. Τα καλοριφέρ κάνουν τα βλέφαρα να βαραίνουν κι έρχονται οι πρώτες παραισθήσεις.

Σε μια στροφή, ο Γιάννης Τ. βλέπει κάποιον ξαπλωμένο στην άσφαλτο, τυλιγμένο με σάβανο.

Σε μια στροφή, ο Γιάννης Τ. βλέπει κάποιον ξαπλωμένο στην άσφαλτο, τυλιγμένο με σάβανο. Το λέει στον Τάσο που του δίνει αμέσως το Defender και του προτείνει ν’ ανοίξει και τα κλαπέτα μπροστά για να τον φυσάει ο αέρας. Ο Αχιλλέας Α. είναι σίγουρος ότι κάπου πιο πίσω διασταυρώθηκε μ’ έναν τσοπάνο και τον σκύλο του, ο Ντίνος κόβει κάθε τόσο για να περάσουν οι πεζοί.

Ο Άγγελος βλέπει παντού γυναικεία στήθη(!), ενώ ο Τάσος είναι σίγουρος ότι κάποιος έχει μπει στο Sportage και κάθεται τώρα στο κάθισμα πίσω του. Παραδόξως, πέρα από μια ένταση στον αυχένα κι ένα βάρος στους ώμους, νιώθω μια χαρά και έτοιμος να κάνω άλλα τόσα χιλιόμετρα.

Έγραψα παραπάνω για τον Χρήστο και το Willys. Αν οι ώρες ήταν δύσκολες για μας με τα πολυτελή, πολιτισμένα μεγάλα τετρακίνητα, φανταστείτε πώς θα ήταν για ένα στρατιωτικό M151 της δεκαετίας του ’60, με «ξύλινα» λάστιχα, μουσκεμένο εσωτερικό, θολωμένο παρμπρίζ-πολεμίστρα, αστείους καθαριστήρες, ανάλογο «καλοριφέρ» κι ένα μόνο φανάρι. Νύχτα με κατακλυσμό. Και με τον 5χρονο γιο Δημήτρη τυλιγμένο με κουβέρτες, δεμένο με τη ζώνη και σφηνωμένο στον πίσω πάγκο.

Τέσσερις άνθρωποι σηκώνουν το Discovery στον γρύλο, αλλά το Land Rover, ως άλλος Ανταίος, όλο κι εκτείνει την αερανάρτησή του για να ξαναπατήσει στο έδαφος.

Με τα πολλά, φτάνουμε στη γέφυρα του Κοράκου, από τη σωστή τώρα μεριά. Ασυναίσθητα ρίχνω μια μούντζα δεξιά μου. «Να, γαμημένε!» Ο Γιώργος ξυπνάει και αγριεύεται, αλλά του εξηγώ ότι η μούντζα πήγαινε στον βράχο, εδώ πιο πάνω, που μας ανάγκασε να κάνουμε αυτόν τον τεράστιο γύρο που μας στοίχισε τουλάχιστον πέντε ώρες. Δείχνει να πείθεται.

Λίγο πριν από το πρώτο από τα Πέντε Αδέλφια, ο Αντώνης Λ. νιώθει το Discovery να έχει κάτσει πίσω αριστερά. Λάστιχο #3. Οδηγεί αργά το Land Rover μέσα στο τούνελ και με τη βοήθεια των πιο κοντινών του ξεκινά να το αλλάξει. Σηκώνουν το αυτοκίνητο στον γρύλο, αλλά το Discovery, ως άλλος Ανταίος, όλο κι εκτείνει την αερανάρτησή του για να ξαναπατήσει στο έδαφος. Τελικά, μια ολόκληρη ώρα μετά, στη χαρωπή μας παρέα προστίθεται ακόμα ένα αυτοκίνητο με ρεζέρβα ανάγκης. Να δούμε τι άλλο θα βγάλει η βροχερή νύχτα απ’ τη φαρέτρα της.

Ο δρόμος είναι πια κατάσπαρτος από κοφτερές πέτρες που δεν θέλουν και πολύ να σκίσουν ό,τι λάστιχο μας έχει απομείνει.

Ανηφορίζοντας ξανά προς την Αργιθέα, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε την καταστροφή που έχει προκαλέσει στην περιοχή η βροχή που δεν λέει να σταματήσει ούτε λεπτό. Βράχοι κάθε μεγέθους ξεκολλάνε απ’ το μουσκεμένο βουνό από πάνω μας, κυλούν με ορμή στις απότομες πλαγιές και σκάνε με δύναμη στον δρόμο.

Είτε φράζουν τον δρόμο, είτε σπάζουν σε μικρότερους τους οποίους καλείσαι αστραπιαία να αποφύγεις ή να δρασκελίσεις. Αμέτρητες φορές ο Γιώργος κι εγώ βγαίνουμε έξω για να ανοίξουμε δρόμο, όχι τόσο για το ψηλό Land Cruiser, αλλά για τα μικρότερα SUV που ακολουθούν.

Ο δρόμος είναι πια κατάσπαρτος από κοφτερές πέτρες που δεν θέλουν και πολύ να σκίσουν ό,τι λάστιχο μας έχει απομείνει. Νιώθω σαν να περπατάω σε σπασμένα γυαλιά με espadrilles. Κινούμαστε πολύ αργά, καβαλώντας τις μικρές πέτρες, αποφεύγοντας τις μεγάλες και με μισάνοιχτα παράθυρα για να ακούμε τα απόκοσμα κρακρακρα-γκαπ κάθε κατολίσθησης που ξεκινάει κάπου ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας αντηχώντας στη χαράδρα.

Αλλά πού είναι πάλι οι υπόλοιποι; Μόλις έχουμε καταφέρει να περάσουμε μια κατολίσθηση που έχει σχεδόν καλύψει τον δρόμο και σε μια στροφή βλέπω πίσω μου λίγα μόνο από τα φώτα των άλλων, ούτε ξέρω πόσα και ποια. Σταματάμε λίγο πιο κάτω μαζί με τα αυτοκίνητα που είναι κοντά μου και περιμένουμε. Ο Ηλίας Π. που φτάνει λίγο αργότερα, μας λέει για το λάστιχο στο Discovery. Περιμένουμε. Και περιμένουμε…

Κάπου μέσα στο απόλυτο έρεβος μπροστά μας, υπάρχει το διαβόητο πέρασμα του Τύμπανου [ο Τύμπανος, στο αρσενικό για να ψαρώνει] με υψόμετρο 1.530 μ.

Και μιας και περιμένουμε και δεν έχουμε και τίποτα καλύτερο να κάνουμε, θα σας πω τι με ανησυχεί απ’ το μεσημέρι. Από το πρωί, βρέχει στρέιτ θρου, που έλεγε ο Γιώργης. Και όταν είναι χειμώνας και κάνει κρύο και βρέχει στα πεδινά, τι κάνει στα ορεινά; Χιονίζει, φυσικά.

Κάπου λοιπόν μέσα στο απόλυτο έρεβος μπροστά μας, υπάρχει το διαβόητο πέρασμα του Τύμπανου [ο Τύμπανος, στο αρσενικό για να ψαρώνει] με υψόμετρο 1.530 μ. – φανταστείτε την Κατάρα στο πιο απότομο, στο πιο άγριο και στο πολύ πιο έρημο. Ειδικά στις 3 το πρωί. Και όταν ακούτε στις ειδήσεις ότι αποκλείστηκαν τα χωριά της Αργιθέας, είναι επειδή κλείνει από τα χιόνια ο Τύμπανος.

Ανηφορίζοντας προς τον Τύμπανο, η καταρρακτώδης βροχή έχει δώσει τη θέση της σε χιονοθύελλα.

Αυτό λοιπόν το πέρασμα πρέπει να καβατζάρουμε για να πούμε ότι αρχίζουμε πια να βλέπουμε τον πολιτισμό και τον υπόλοιπο κόσμο. Αν χιονίζει εκεί πάνω, τη βάψαμε, σίγουρα θα τη βγάλουμε μέσα στα αυτοκίνητα. Αν δεν μας πάρει από κάτω κανένα βουνό. Πώς και πώς λοιπόν περιμένω το τηλεφώνημα από τον Άγγελο και τον Στέργιο με το Hummer που έχουν φύγει μπροστά.

Και μιας και δεν έχει νόημα να περιμένουμε όλοι μαζί, λέω σε όσους είναι κοντά να φύγουν για να μη ταλαιπωρούνται και να προλάβουν τουλάχιστον να περάσουν από την άλλη μεριά του βουνού. Βλέπω τον μικρό Δημήτρη τυλιγμένο στις κουβέρτες και πρώτα διώχνω τον Χρήστο με το Willys.

Οι άγριες, αιχμηρές σιλουέτες των μαύρων κορυφών από πάνω διαγράφονται αδρά μέσα στο απόκοσμο φως από τις συνεχείς αστραπές.

Λέω στον Γιάννη Ζ. με το Mazda Tribute να τον έχει στον νου του και ζητάω από τον Κλεάνθη με το Cherokee που ξέρει τον δρόμο να τους οδηγήσει πίσω. Ξυπνάω και τον Ντίνο που τον έχει πάρει ο ύπνος στην Χ3 και του λέω να φύγει κι αυτός με όσους είναι πίσω του.

Μένουμε τώρα μόνοι με τον Γιώργο να περιμένουμε τους τελευταίους. Σβήνω όλα τα φώτα, μέσα κι έξω, για να μπορώ να βλέπω τις ανταύγειες απ’ τους δικούς τους προβολείς. Οι άγριες, αιχμηρές σιλουέτες των μαύρων κορυφών από πάνω διαγράφονται αδρά μέσα στο απόκοσμο φως από τις συνεχείς αστραπές, ενώ κάθε τόσο πεταγόμαστε από τις βροντές που ακολουθούν σε δευτερόλεπτα.

Περιμένουμε μέσα στη βροχή με τα μάτια καρφωμένα μακριά στον ορίζοντα. Τίποτα… Μα τόση ώρα για ένα λάστιχο; Σκέφτομαι να γυρίσω προς τα πίσω για να πάω να δω τι συμβαίνει, αλλά πώς περνάνε πάλι τα πεσμένα, κοφτερά βράχια; «Συγνώμη, Γιώργο», λέω τελικά, «πρέπει να πάμε να τους βρούμε, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».

Μια αλυσίδα του X-Trail μπλέκεται στην ανάρτηση και ο οδηγός του βγάζει τον τροχό για να την ξεμπλέξει. Το χιόνι που πέφτει είναι τόσο πολύ που μετά δεν χωράει να ξαναμπεί.

Φεύγουμε ξανά προς τα πίσω. Συναντάμε πάλι τις κατολισθήσεις, αλλά τα υποτυπώδη περάσματα που ανοίξαμε μόλις μια ώρα πριν δεν υπάρχουν πια. Άντε ξανά απ’ την αρχή. Βγαίνουμε και ξεβραχίζουμε, βγαίνουμε και ξεβραχίζουμε… Και ποιος είπε πως τα βράχια πέφτουν μόνο όταν δεν είσαι εκεί;

Με τα χίλια ζόρια, καβαλάμε μια ακόμα ράχη και βλέπουμε επιτέλους τα φώτα τους χαμηλότερα.

Με τα χίλια ζόρια, καβαλάμε μια ακόμα ράχη και βλέπουμε επιτέλους τα φώτα τους χαμηλότερα. Θα πρέπει τώρα να περνάνε εκείνη την παλιά στρατιωτική γέφυρα στο φουσκωμένο Κουμπουργιαννίτικο ρέμα και όπου να ‘ναι θα αρχίσουν ν’ ανηφορίζουν προς το μέρος μας. Βλέπω πως συχνά σταματάνε κι αυτοί για να καθαρίζουν τον δρόμο.

Θα μάθω μετά ότι, στην πορεία, δυο μεγάλα βράχια περνάνε σύριζα από τα πόδια του Αχιλλέα – που επέζησε για να μπορεί από τότε να διηγείται το συμβάν σε όλους μας καθημερινά και μέχρι ναυτίας. Κάποια στιγμή, φτάνουν όλοι κοντά και φεύγουμε. Το πώς περνάμε για μια ακόμα φορά τις κατολισθήσεις αλώβητοι είναι κάτι που ακόμα και τώρα δεν μπορώ να εξηγήσω.

Πάνω που η βροχή αρχίζει να γυρίζει σε χιόνι, πέφτει και το τηλεφώνημα από το Hummer. «Πού είστε;», ρωτάει ο Στέργιος. «Περάσαμε την Αργιθέα και ανεβαίνουμε. Περνάει ο Τύμπανος;» «Περνάει. Αλλά βιαστείτε γιατί ανοίγουμε εμείς ροδιές και xιονίζει κάργα». Τώρα, μάλιστα.

Το επόμενο τηλεφώνημα είναι απ’ τον Ντίνο με τη BMW που φτάνει στο πάσο λίγο μετά το Hummer. «Καλά, δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται εδώ πάνω. Μόλις που περάσαμε!» Ανεβάζω ρυθμό και οι υπόλοιποι μένουν πίσω. Μιας και δεν έχω αλυσίδες για το Land Cruiser, σκοπός μου είναι να καβαλήσω το βουνό όπως-όπως και να βρεθώ στην κατηφόρα από την άλλη μεριά για να κουβαλήσω κάτω στον πολιτισμό όσους τύχει να αποκλειστούν πάνω.

Το μνημείο των αδικοχαμένων στα χιόνια στο διαβόητο πέρασμα του Τύμπανου στήθηκε πολύ αργότερα.

Γυρνάω το trip computer του Toyota στο υψόμετρο, ξυπνάω τον Γιώργο και του λέω να το διαβάζει και να μου πει όταν τα μέτρα αρχίσουν να μειώνονται. Η βροχή έχει γίνει τώρα χιονοθύελλα και στον δρόμο υπάρχει μόνο απάτητο χιόνι. Οδηγώ μέσα σ’ ένα λευκό πέπλο χωρίς κανένα προσανατολισμό και χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω ανήφορο από κατήφορο.

Ροδιές από τους προπορευόμενους ούτε γι’ αστείο. Φουρκέτα στη φουρκέτα, 1.300, 1.350, 1.400 μ., διαβάζει μηχανικά τα μέτρα ο Γιώργος σαν σε υποβρύχιο. Τα δικά μου μάτια είναι καρφωμένα στο απέραντο, εκτυφλωτικό λευκό μπροστά μου. Κλείνω τα φώτα πορείας για να μην αντανακλούν στο χιόνι και συνεχίζω με τα θέσεως.

Λίγο πριν από την κορυφή, μέσα στη χιονοθύελλα, ξεχωρίζω δυο λευκές φιγούρες.

Ανεβαίνουμε με την τετρακίνηση του Land Cruiser να δουλεύει υπερωρίες. 1.450 μ., 1.500, άντε λίγο ακόμα, 1.550, 1.600. 1600!; Μα, το πέρασμα είναι στα 1.530 μ. Δεν αργώ να καταλάβω ότι το χαμηλό βαρομετρικό, εκτός από τις διαθέσεις μας έχει επηρεάσει και το όργανο για το υψόμετρο, που βέβαια βασίζεται σε βαρόμετρο, με αποτέλεσμα τα μέτρα να μην είναι τα πραγματικά.

Λίγο πριν από την κορυφή, μέσα στη χιονοθύελλα, ξεχωρίζω δυο λευκές φιγούρες που μοιάζουν με τον Ηλία και τον Παντελή να βάζουν αλυσίδες σε δυο λευκά οχήματα που μοιάζουν με το X-Trail και το Sorento. Αρχίζουμε και κατηφορίζουμε. Γύρω μας γίνεται της κακομοίρας. Δεν έχω ξαναδεί να πέφτει τόσο χιόνι. Νιφάδες σαν τυροπιτάκια έρχονται από παντού και δυσκολεύομαι να δω προς τα πού πάει ο δρόμος.

Περνάμε απ’ την άλλη μπάντα, σταματάω και τηλεφωνώ στον Τάσο. «Αν δεις τα σκούρα, φόρτωσέ τους όλους στο Defender και αφήστε τα άλλα πάνω». «Άντε ρε, μη σε νοιάζει», μου απαντάει. «Ό,τι αυτοκίνητο κολλήσει, το Land Rover κάνει μια έτσι με τον ιμάντα και το ξεκολλάει αμέσως. Ερχόμαστε».

Επιστροφή στη Νεράιδα. Όταν σβήνει και ο τελευταίος κινητήρας είναι περασμένες 7 και έχει ήδη ξημερώσει. Έχουμε κλείσει 23 ολόκληρες ώρες στον δρόμο.

Στο μεταξύ, μια αλυσίδα του X-Trail μπλέκεται στην ανάρτησή του και ο Παντελής με τους υπόλοιπους αναγκάζονται να βγάλουν τον τροχό για να την ξεμπλέξουν. Το χιόνι που πέφτει είναι τόσο πολύ που μετά δεν έχουν χώρο να τον ξαναβάλουν. Σκάβουν από δω κι από κει και τα καταφέρνουν.

Το Nissan έχει στο μεταξύ μαζέψει πάνω του δέκα πόντους χιόνι. Ο Παντελής μπαίνει μέσα, βάζει μπρος τους καθαριστήρες που, φορτωμένοι με χιόνι, κάνουν ένα τσαφ και μένουν στη μέση. Καθαρίζει ό,τι μπορεί με τα χέρια και παίρνει από πίσω τον Τάσο. Τα τελευταία 30 χλμ. θα τα κάνει πολύ αργά, χωρίς καθαριστήρες και με πρησμένα μάτια καρφωμένα στα πίσω φώτα του Τάσου.

Έχουμε κλείσει 23 ολόκληρες ώρες στον δρόμο με το πρόγραμμα φυσικά να έχει πάει κατά διαόλου.

Μιάμιση ώρα μετά, φτάνουμε στα Καλύβια Πεζούλας, στο επίπεδο της λίμνης. Μένει ακόμα το χιονισμένο ανέβασμα στα 1.200 μ. της Νεράιδας. Αφήνουμε το Nissan στη διασταύρωση και ανεβαίνουμε τα τελευταία πέντε από τα 400 χλμ. της ημέρας, ευτυχώς χωρίς άλλες περιπέτειες.

Όταν σβήνει και ο τελευταίος κινητήρας είναι πια περασμένες 7 και έχει ήδη ξημερώσει. Έχουμε κλείσει 23 ολόκληρες ώρες στον δρόμο με το πρόγραμμα φυσικά να έχει πάει κατά διαόλου. Να κοιμηθούμε δυο τρεις ωρίτσες και μετά βλέπουμε. Ιστορία όμως έχουμε. Αν βρούμε και τρόπο να την περάσουμε στο χαρτί…

 

Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Χαρίτος. Don’t mess with Texas!

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top