
Η αυτοκτονία του Αίαντα, όπως την φαντάστηκε ο ιταλός ζωγράφος Αντόνιο Σάνκι.
Όταν ο Αχιλλέας σκοτώθηκε, ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος έδωσαν τη χρυσή πανοπλία του στον Οδυσσέα, και όχι στον ενδοξότερο των Ελλήνων (ασφαλώς μετά τον Αχιλλέα), που ήταν ο πρίγκιπας της Σαλαμίνας (και πρώτος εξάδελφος του Αχιλλέα), ο Αίαντας, εκ του Οίκου των Αιακιδών – από εκεί καταγόταν κι ο Αλκιβιάδης.
Για να ξεπλύνει την ντροπή, ο Αίας θα έσφαζε τους Ατρείδες, αλλά η Αθηνά τού θόλωσε τον νου, τον τρέλανε, και ο ήρωάς μας έσφαξε εντέλει τα βόδια. Η ντροπή, έτσι, διπλασιάστηκε. Όταν συνήλθε, ο Αίας πήγε στην ακτή της Ιωνίας κι έπεσε στο σπαθί του με χέρια ανοιχτά. Πρόκειται για το αρχαιότερο χαρακίρι της ανθρώπινης ιστορίας.
Το σπαθί ήταν του Έκτορα, που το είχε χαρίσει στον Αίαντα μετά την ισοπαλία στη μεταξύ τους μονομαχία. Αυτή, παρεμπιπτόντως, ήταν η μοναδική μάχη στην οποία δεν επικράτησε ο Αίας, γεγονός που εξηγεί γιατί έλαβε το όνομά του η ενδοξότερη ποδοσφαιρική ομάδα της Ολλανδίας, που νίκησε τον Παναθηναϊκό μας στον τελικό του 1971. Αλλά: we’ll always have Amsterdam (1996).

Η μον0μαχία του Αίαντα με τον Έκτορα – η μοναδική μάχη που δεν κέρδισε. (Τζον Φλαξμαν, 1795)
Η Ιλιάδα ολοκληρώνεται, όπως ξέρουμε, με αθλητικούς αγώνες, με αθλοπαιδιές, που τις διοργανώνει ο Αχιλλέας εις μνήμην Πατρόκλου. Εκεί θριαμβεύει ο Αίας, και τη συνέχεια του βίου του, τη μόνη του ήττα, ένα αυτογκόλ στην ακτή, το διαβάζουμε στα λεγόμενα Κύπρια Έπη, ψίχουλα εκ της τραπέζης του Ομήρου, που ίσως είναι το μερτικό της πατρίδας μου, δηλαδή ο καημός της: Ιούλιος 1974 – Ιούλιος 2024. Καλό μήνα!
Προτού ξεσχίσει το στήθος, ο Αίαντας έσυρε μέγα θρήνο, αντάξιο του ονόματός του, που προκύπτει από το ρήμα αιάζω και σημαίνει: «Αυτός – που – θρηνεί». Αυτός που στενάζει και λέει: «Αιαί!» Θα πει: αλίμονο. Στα ημερολόγιά του ο Γιώργος Σεφέρης σαν να το εξηγεί περαιτέρω: «Ελλάς θα πει αλίμονο».
Δεν ξέρω αν το είχε υπόψιν ο Κώστας Μπαλαχούτης όταν έγραψε τους πιο κάτω στίχους σε ένα τραγούδι που ερμήνευσε ο μακαρίτης Βασίλης Καρράς: Ελλάς θα πει «αλίμονο» και χρόνια κολασμένα / Βοριάς και καταχείμωνο στου πόνου τα γραμμένα…
Το άσμα ανήκει σε έναν δίσκο του 2013 με τίτλο «Ξεριζωμός / 91 χρόνια μετά», που είναι αφιερωμένος στη Μικρασιατική Καταστροφή – στην Ιωνία. Τα χρόνια τώρα έχουν γίνει εκατό δύο. Τα κυπριακά είναι μόλις πενήντα. Θα τα εκατοστίσουμε κι αυτά.

Η διαμάχη του Αίαντα με τον Οδυσσέα για την πανοπλία του Αχιλλέα. (Έργο του Αγκοστίνο Μαζούτσι)
Ο Αίας καλείται συχνά με το πατρώνυμό του, ο Τελαμώνιος, και θυμίζω ότι, στον στρατό, τελαμώνα είναι η δερμάτινη και ραμμένη θήκη με τις σφαίρες. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πώς καθιερώθηκε η φράση «σκίζω την τελαμώνα», που σημαίνει ότι ο σκοπός δεν άντεξε, έκοψε τις ραφές, πήρε τις σφαίρες και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα – αλίμονο!
Η ετυμολογία του ονόματος (αιαί-αλίμονο) καθιστά τον Αίαντα συγγενή με τον ενδοξότερο των Τρώων (ασφαλώς μετά τον Έκτορα), τον Αινεία, τέκνο της Κύπριδος θεάς Αφροδίτης. Το δικό του όνομα προκύπτει απ’ τον αίνο, και συγκεκριμένα από το σχήμα: «αίνων αχός». Σαν ψαλμός και καντάδα.
Όταν έπεσε η Τροία, ο Αινείας πήγε στην Καρχηδόνα κι ερωτεύτηκε τη Διδώ, τη βασίλισσα. Κι όταν την εγκατέλειψε, η Διδώ αυτοκτόνησε στην ακτή – μαντέψτε πώς.
Την ίδια εποχή, ο Τεύκρος, νόθος αδελφός του Αίαντα, γύρισε τροπαιοφόρος στη Σαλαμίνα, αλλά ο Τελαμώνας τον εξόρισε, ακριβώς επειδή ο Τεύκρος δεν είχε σώσει τον Αίαντα. Η εξορία, όμως, έγινε νόστος, όταν ο Τεύκρος έφτασε στη γλυκεία χώρα Κύπρο, σε ένα σημείο που ονομάστηκε Αχαιών Ακτή – σαν τον αχό από τόσους αίνους αγάπης.
Ο Τεύκρος ίδρυσε την κυπριακή Σαλαμίνα, στην οποία βασίλεψε και ο γιος του Αίαντα, ο Ευρυσάκης, που βαφτίστηκε κατά το «ευρύ σάκος», δηλαδή την ασπίδα του πατέρα του, η οποία ήταν ντυμένη με εφτά λουρίδες από δέρμα βοδιού – όσες ένωσε η Διδώ για να ορίσει την έκταση της Καρχηδόνας, που μετά την κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι.
Στα κυπριακά ελληνικά, ο σάκος, περισσότερο από σακίδιο, σημαίνει σακάκι. Στα εβραϊκά, η λέξη σακ περιγράφει το ένδυμα της μετάνοιας. Στην τραγωδία του Σοφοκλή για τον Αίαντα, η Τέκμησσα, η γυναίκα του αυτόχειρα, λέει: Δεν είναι να τον δεις, όμως εγώ θα τον καλύψω / τώρα γύρω γύρω μ’ ένα πολύπτυχο σεντόνι.

Ο Αίαντας μεταφέρει στο στρατόπεδο των Ελλήνων το πτώμα του Αχιλλέα. (Το έργο χρονολογείται στο 520 με 510 π.Χ.)
Με αυτό καλύπτω μια χώρα, και κεντώ στις πτυχές την πληγή. Ουσιαστικά, την αποκαλύπτω – διά της απόκρυψης. Αν θέλετε, μπορείτε να αγγίξετε. Για να πειστείτε.
Περί το 1969, σε μια σπάνια ηχογράφηση, ο τραγουδιστής του συγκροτήματος Doors, Τζιμ Μόρισον, έκλεισε το σουξέ της μπάντας τελείως απρόσμενα, φωνάζοντας ένα διαφημιστικό σλόγκαν της εποχής, επειδή οι τέσσερις τελευταίες νότες του άσματος ήταν ίδιες με τη μουσική της διαφήμισης. Η διαφήμιση παρουσίαζε το απορρυπαντικό Ajax ή Άζαξ, ελληνιστί Αίαντας. Το σλόγκαν έλεγε: «Δυνατότερος από τη βρομιά!»
Στα συμφραζόμενα της Αττικής Τραγωδίας, που είναι εξόχως παγκόσμια, αυτή τη βρομιά οφείλουμε να την πούμε ατιμία, ύβρη και αναίδεια. Ο Αίαντας ισχυρίζομαι ότι τη νίκησε, ότι ξέπλυνε την ντροπή, αναλαμβάνοντας την πάσαν ευθύνη στην ακτή της Ιωνίας, και πυροδοτώντας τον ιδρυτικό νόστο του αδελφού του στην ακτή των Αχαιών.
Από εκεί ακούγεται απόψε το πιο πάνω σουξέ, το τραγούδι των Doors, σαν αχός και ψαλμός, σαν καντάδα: Come on, come on, come on, come on / Now, touch me, baby / Can’t you see that I am not afraid?
Σε αυτό το άγγιγμα, που θα είναι προπάντων η αφή του φωτός, έχω ποντάρει τη δυνατότητα του «αιαί» να γυρίσει σε «αεί», εδώ και τώρα.
Διαβάστε ακόμα: Αλκιβιάδης, ο άσωτος πρίγκιπας της Αθήνας