Αριστερά: Το έργο «Ο Θάνατος του Αλκιβιάδη» του 1839 από τον Μικέλε ντε Νάπολι. Δεξιά: Η προτομή του Αλκιβιάδη που βρίσκεται στο Καπιτώλιο της Ρώμης.

Για τον ήρωα της σημερινής αφηγήσεως επιχείρησα πριν από δέκα χρόνια να γράψω το σενάριο μιας ταινίας (μιας υπερπαραγωγής) με τίτλο «Alcibiades: Splendor and Misery». Δεν κατάφερα τίποτα, ίσως επειδή αυτό τ’ όνομα είναι αδύνατον να το προφέρουμε στ’ αγγλικά. Το Alexander, από την άλλη, κάνει γκελ σε κάθε μαρκίζα.

Η ωραιότερη προτομή του Αλκιβιάδη βρίσκεται στο Καπιτώλιο της Ρώμης, και τον παρουσιάζει αγένειο, με λεοντή στα μαλλιά, ίδιο με τον Αλέξανδρο. Κι αν στη βάση της, είχαμε το όνομά του στα λατινικά, τότε θα ήταν γραμμένο ως «Alcibiades», δηλαδή Αλκιβιάδες, όπως αποκαλούσαν οι Αθηναίοι έναν τρόπο να δένει κανείς τα κορδόνια του, μια μόδα της εποχής που την είχε καθιερώσει εκείνος.

Έχετε δει την ταινία «Air», για τα παπούτσια του Τζόρνταν; Επίσης: θυμάστε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, που λέει ότι δεν είναι άξιος να δέσει τα κορδόνια του Ιησού, και τον ομολογεί ως Θεό και Σωτήρα;

Στο Συμπόσιο ο Αλκιβιάδης ιστορεί μια νύχτα έρωτα και αναρχίας, όταν θέλησε να αποπλανήσει τον Σωκράτη, ο οποίος δεν υπέκυψε, έτσι ξαγρύπνησαν κάτω απ’ το πάπλωμα, φιλοσοφώντας μέχρι πρωίας.

Ο Σωκράτης ψάχνει τον Αλκιβιάδη στο σπίτι της Ασπασίας, όπως το φαντάστηκε και το ζωγράφισε ο Ζαν-Λεόν Ζερόμ το 1861.

Για τον άσωτο Αθηναίο πρίγκιπα, η ταινία ξεκινά λίγο πριν απ’ το τέλος, όταν οι δολοφόνοι Βαγαίος και Σουσαμίθρης φτάνουν στη Μέλισσα της Φρυγίας, σε ένα σπίτι στον λόφο, και του βάζουν φωτιά. Εκεί είναι ο Αλκιβιάδης, που το πλάνο εστιάζει στα μάτια του, όταν ξυπνά. Μετά η μουσική δυναμώνει, και πέφτουν οι τίτλοι της έναρξης.

Και η ταινία αρχίζει ξανά, ένα απόγευμα στην Αθήνα, το έτος 440 π.Χ., όταν ο δεκάχρονος Αλκιβιάδης ανοίγει τα μάτια, ξαπλωμένος στον δρόμο, μέσα στη σκόνη που σηκώνει μια άμαξα, που την ανάγκασε να σταματήσει, για να μην πατήσει τα ζάρια του.

Η ωραιότερη προτομή του Αλκιβιάδη βρίσκεται στο Καπιτώλιο της Ρώμης, και τον παρουσιάζει αγένειο, με λεοντή στα μαλλιά, ίδιο με τον Αλέξανδρο.

Η μεγάλη κυρία Ζακλίν ντε Ρομιγί, στη βιογραφία του Αλκιβιάδη (σε μετάφραση Μπάμπη Αθανασίου, από τις εκδόσεις Άστυ), θυμάται εδώ και τον γενναίο φοιτητή στο Πεκίνο, που στάθηκε μπροστά στο άρμα και δεν του επέτρεψε να προχωρήσει. Μάλιστα.

Η σκηνή κλείνει μ’ ένα κοντινό στον Αλκιβιάδη, να χαμογελά πονηρά. Κατόπιν, fade out, fade in, και τον βλέπουμε άνδρα πια, να εισβάλλει μεθυσμένος στο πλατωνικό Συμπόσιο, και να κάθεται εξ αριστερών του Σωκράτη, σαν τον αμετανόητο ληστή στον Σταυρό. Έτσι τον παρουσιάζει ο δάσκαλος Ιωάννης Συκουτρής, που μετέφρασε κάποτε το Συμπόσιο, και οι Έλληνες τον είπαν παιδεραστή. Η ευγένεια, εννοώ, εκκρεμεί. Και η σύμπνοια επείγει – επείγει πολύ! Ο Συκουτρής βαρέθηκε να περιμένει και αυτοκτόνησε.

Ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης εισβάλει στο Συμπόσιο, από τον Πιέτρο Τέστα (1648).

Στο Συμπόσιο ο Αλκιβιάδης ιστορεί μια νύχτα έρωτα και αναρχίας, όταν θέλησε να αποπλανήσει τον Σωκράτη, ο οποίος δεν υπέκυψε, έτσι ξαγρύπνησαν κάτω απ’ το πάπλωμα, φιλοσοφώντας μέχρι πρωίας. Τον έρωτα αυτής της τάξεως υμνεί ο Σωκράτης, με τη γνωστή παραβολή, όταν η Διοτίμα τον οδηγεί στο φως το αληθινόν.

Εκεί θέλησε να οδηγήσει ο Σωκράτης τον Αλκιβιάδη, τον αγαπημένο του μαθητή, ο οποίος τον διέψευσε πολλαπλώς, αρχής γενομένης με το Σκάνδαλο των Ερμών, που το ιστορεί ο Ροβήρος Μανθούλης στο βιβλίο με τίτλο: Η δίκη του Αλκιβιάδη. Ο Μανθούλης θα μπορούσε να το κάνει και ταινία. Θα ήταν ένα μπλουζ με σφιγμένα δόντια.

Υπαινίσσομαι εδώ τη Σικελική Εκστρατεία, την αυτομόληση του Αλκιβιάδη στη Σπάρτη, και την καταφυγή στην αυλή του σατράπη Τισσαφέρνη, όλο τιμές και αξιώματα. Τα άλλα τα λέει ο Καβάφης: Και συ τα δέχεσαι με απελπισία / αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. / Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει.

Η νόσος του Αλκιβιάδη ήταν ο έρωτας. Ο Ξενοφών γράφει ότι στα πόδια του σφάζονταν οι κυρίες των Αθηνών. Ο Φερεκράτης τον ονομάζει «απόλυτο εραστή». Ο Πλάτων τον περιγράφει ως «είδωλον έρωτος».

Ο Αλκιβιάδης συμμαχεί τελικά με τους Δημοκρατικούς της Αθήνας, επιστρέφει στην πόλη, και φυσικά καταλύει τη δημοκρατία. Κάτι τέτοια έζησε ο έφηβος Πλάτων, κι έγραψε την «Πολιτεία», ώστε να διασφαλίσει ότι δεν θα εμφανίζονταν ποτέ ξανά νοσηρά φαινόμενα όπως του Αλκιβιάδη. Εγώ νομίζω ότι ήταν ανεπανάληπτος, έτσι κι αλλιώς.

Η νόσος του ήταν ο έρωτας. Ο Ξενοφών γράφει ότι στα πόδια του σφάζονταν οι κυρίες των Αθηνών. Ο Φερεκράτης τον ονομάζει «απόλυτο εραστή». Ο Πλάτων τον περιγράφει ως «είδωλον έρωτος». Η ταινία που γυρίζω εδώ μπορεί και να το προσκυνά.

Το 409 ο Αλκιβιάδης εγκαταλείπει ξανά την Αθήνα, όταν του χρεώνουν μιαν αποτυχημένη εκστρατεία. Είναι 42 ετών, στην ηλικία (κατά τον Ίωνα Δραγούμη) των μεγάλων ανδρών. Θα μείνει στη Θράκη μέχρι το 404, όταν τελειώνει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος με συντριβή των Αθηναίων. Κι επειδή οι Σπαρτιάτες θα τον κυνηγήσουν, πάει στη Μέλισσα, στο σπίτι της εταίρας Τιμάνδρας, που ήταν φτυστή η Μαρίκα Κοτοπούλη.

Η δολοφονία του Αλκιβιάδη, όπως την εμπνεύστηκε ο Φιλίπ Τσέρυ το 1791.

Ένα πρωί, λοιπόν, οι δολοφόνοι που έστειλε ο σατράπης Φαρνάβαζος, σύμμαχος των Σπαρτιατών, βάζουν στο σπίτι φωτιά. Ο Αλκιβιάδης ξυπνά, παίρνει το ξίφος του, και κλωτσά τη φλεγόμενη πόρτα. Και η Ρομιγί λέει δυνατά: «Είναι ίδιος με τον Λεωνίδα!»

Τα αμαρτήματα καίγονται, κι ο άσωτος σώζεται κάτω απ’ το πάπλωμα, που ίσως είναι τα βέλη του εχθρού, αυτά που εντέλει τον σκότωσαν – ναι: σαν τον Λεωνίδα.

Η Τιμάνδρα τρέχει κοντά του, γονατίζει, του χαϊδεύει το μέτωπο. Μέσα σε σκόνη και φως, ο Αλκιβιάδης διακρίνει τη μορφή της Διοτίμας, που οι μελετητές λένε ότι είναι μόνον ένα προσωπείο για τον Σωκράτη. Ο μαθητής λοιπόν ψιθυρίζει: «Ραββί, ραββί…»

Η Τιμάνδρα τον φιλά στο στόμα, στα μάτια. Ύστερα μπαίνει στο κάδρο ο φονιάς, και κόβει το κεφάλι του πρίγκιπα. Το σηκώνει ψηλά, το δείχνει στην κάμερα. Το βλέπουν οι θεατές και πετρώνουν. Και γίνονται σαν την προτομή του Αλκιβιάδη στο Καπιτώλιο.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο «Άγιος του Ξίφους» Μιγιαμότο Μουσάσι

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top