cochaslavacion2 001

Cocha Salvación: Αναζητώντας καϊμάνους μέσα στο σούρουπο. Η Isabelle σε πρώτο πλάνο. Δίπλα εγώ στο Boca Manu, μετά από μιάμιση ημέρα χωρίς φαγητό. Φωτό: Κ.Γκόφας, 1988.

Καθισμένος αναπαυτικά, γυρνώ μια-μια τις σελίδες του κόκκινου σπιράλ άλμπουμ, με τις κολλημένες φωτογραφίες. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τον Ιούνιο του 1988 που κατέβηκα με άλλους έντεκα αγνώστους τον ποταμό Μανού, στα βάθη της ζούγκλας του Περού, και οι έγχρωμες φωτογραφίες έχουν πλέον αρχίσει να χάνουν το χρώμα τους. Κι όμως, οι ξεθυμασμένες αυτές φωτογραφίες καταφέρνουν σιγά-σιγά να ζωντανεύουν και να ξεδιπλώνουν το υπέροχο εκείνο ταξίδι στη ζούγκλα του Αμαζονίου.

Όλοι οι συνταξιδιώτες μου φαίνονται να χαμογελούν. Όλοι δείχνουν ευτυχισμένοι, μεθυσμένοι από τον αέρα της περιπέτειας. Όλοι γελούν. Η αίσθηση του αγνώστου, η πρόκληση της δυσκολίας, το καταπληκτικό τοπίο, όλα συντελούν στη μέθη εκείνης της στιγμής. Τι να απέγιναν άραγε τώρα όλοι αυτοί οι άγνωστοι που κατέβηκαν μαζί μου τότε στη ζούγκλα του Μανού; Θά ‘ναι σίγουρα παντρεμένοι, οικογενειάρχες, με παιδιά. Μερικούς τους έψαξα στο Διαδίκτυο: ένας είναι πια διαπρεπής καθηγητής βιολογίας στην Αυστραλία. Μία άλλη διδάσκει στο Cambridge και γράφει επιστημονικά βιβλία για τους λεμούριους της Μαδαγασκάρης. Άλλοι θα είναι σίγουρα διαπρεπείς δικηγόροι στη Νέα Υόρκη, με πολλά λεφτά και διαμέρισματα στο Manhattan.

manucayman2 001

Καϊμάνος σε αναμονή. Φωτό: Κ.Γκόφας, 1988.

Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στον παραπόταμο του Madre de Dios, ανατολικά των Άνδεων, κάτω από το Κούσκο. Η νύχτα έχει απλωθεί. Ένα μεγάλο μαύρο σεντόνι κάλυψε έξαφνα την ατέλειωτη πράσινη θάλασσα. Είναι μια νύχτα αλλόκοτη αυτή της ζούγκλας, νύχτα γεμάτη θορύβους και ήχους ανεξήγητους. Ακούγονται παράξενα σουρσίματα μέσα από τις φυλλωσιές. Είναι τα διάφορα ζώα, ποιος ξέρει μεγάλα ή μικρά. Τα φύλλα κουνιούνται, το νερό απροσδόκητα ταράζεται. Ένας καϊμάνος; Ή κάποιο βατράχι, μια νεροχελώνα;

Xιλιάδες κουνούπια απογειώνονται σαν σμήνη πολεμικά και βουίζουν απειλητικά. Μόνο που τα ακούω με πιάνει τρέμουλο: δεν διαθέτω τόσο αίμα για να τα ικανοποιήσω όλα. O αιματοκρίτης μου είναι αισθητά πεσμένος.

Οι πιρόγες, οι lanchas, είναι αραγμένες στις όχθες του ποταμού, κουρασμένες από το τόσο μακρύ ταξίδι. Ο οδηγός, όσο ασχολιόμασταν με το στήσιμο των σκηνών, σκότωσε μια νεροχελώνα και την έφαγε ωμή. Τα έντερα της χελώνας κείτονται τώρα δίπλα στο άδειο καβούκι της και βρωμάνε φρικτά. Αηδία! Τις προάλλες, ο άλλος οδηγός, από την άλλη lanchα, ψάρεψε και έφαγε ένα πιράνχα. Δεν ήμουν μπροστά να δω πως το έπιασε, αλλά είδα το πιράνχα να ψήνεται. Το έφαγε όλο μόνος του. Εμείς, πάντως, ακόμα έχουμε και τρώμε ρύζι ή μακαρόνια με κονσέρβα κρέας ή ψάρι, από τις προμήθειες που έχουμε στις πιρόγες.

Προσπάθεια αποκόλλησης μιας lancha φορτωμένης μπύρες που έχει κολλήσει στα αβαθή του Madre de Dios. Εγώ είμαι στη μέση, με το μαχαίρι. Φωτό Κ. Γκόφας 1988

Προσπάθεια αποκόλλησης μιας lancha φορτωμένης μπίρες που έχει κολλήσει στα αβαθή του Madre de Dios. Εγώ είμαι στη μέση, με το μαχαίρι. Φωτό: Κ. Γκόφας, 1988.

Η νύχτα λοιπόν πέφτει γοργά. Ο ήλιος χάνεται μακριά, πίσω από τα δέντρα. Και ένα εντυπωσιακό βουητό αρχίζει να ακούγεται, καθώς οι άλλοι θόρυβοι σιγά-σιγά κοπάζουν. Είναι τα χιλιάδες κουνούπια που απογειώνονται σαν σμήνη πολεμικά και βουίζουν όλα μαζί απειλητικά. Μόνο που τα ακούω με πιάνει τρέμουλο: δεν διαθέτω τόσο αίμα για να τα ικανοποιήσω όλα. O αιματοκρίτης μου είναι αισθητά πεσμένος. Ανάβουμε φωτιά στην παραλία του ποταμού. Φέρνουμε ξύλα και ξερά κλαδιά που τα μαζεύουμε από δω κι από κει. Στήσαμε εύκολα τις σκηνές μας κατά μήκος του ποταμού και με τις κουνουπιέρες τους κλειστές μας περιμένουν για ένα γλυκό ύπνο.

BierManu 001

Yo-ho-ho, με μια μπουκάλα ρούμι. Με μια αγκαλιά μπίρες, ξαναγυρνάω στη lancha μας. Φωτό: Κ.Γκόφας, 1988.

Βγάζουμε τα κατσαρολικά, το ρύζι και τις κονσέρβες. Μαγειρεύουμε πάνω στη φωτιά και οι σπίθες πετάγονται και πέφτουν πάνω μας. Έξαφνα, ένας από μας βγάζει μια τσιριχτή φωνή: «Μια σφήκα! Με τσίμπησε μια σφήκα!». Κοιταζόμαστε απορημένοι. Σφήκα τέτοια ώρα; Μέσα στο κρύο της νύχτας οι σφήκες θεωρητικά δεν πετάνε! Δεν προλαβαίνουμε, όμως, να το σκεφτούμε δυο φορές: δεκάδες σφήκες, σμήνος ολόκληρο, μας κάνουν επίθεση. Το τσίμπημά τους πονάει πάρα πολύ. Οι σφήκες ήταν φωλιασμένες μέσα σε ένα από τα χοντρά κλαδιά που πετάξαμε μέσα στη φωτιά και με τη ζέστη ζωντάνεψαν και βγήκαν έξω να δουν ποιος καίει το σπιτικό τους. Και πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Προτού προλάβουν και με τσιμπήσουν, βουτάω έντρομος μέσα στη σκηνή μου και κλείνω ερμητικά την κουνουπιέρα. Το φαϊ καίγεται στη φωτιά κι εμείς είμαστε ανήμποροι να το πάρουμε και να το φάμε. Το κοιτάμε λαίμαργα πίσω από τις κουνουπιέρες. Τελικά, νικημένοι και εξαντλημένοι, πέφτουμε για ύπνο.

Διαβάστε ακόμα: Γιατί στη ζούγκλα του Περού θαυμάζουν τους Έλληνες για τις πυραμίδες.

Ξημερώνει. 13 Ιουνίου 1988. Ο ήλιος πια σηκώνεται με μεγαλοπρέπεια πάνω από τη ζούγκλα και επιβάλλεται αυτοκρατορικά πάνω στην απέραντη πρασινάδα. Είναι ό,τι κοντινότερο στον παράδεισο είχα φανταστεί ποτέ. Πουλιά κελαηδούν παντού και οι κοκκινότριχες «βολιβιανές» μαϊμούδες howler (Alouatta sara) τραγουδούνε όλες μαζί μια ψαλμωδία, έναν περίεργο θόρυβο που κάνουν με τα στόματά τους και που, σύμφωνα με τους βιολόγους, μπορεί να ακουστεί κάπου τέσσερα χιλιόμετρα μακριά, μέσα στη ζούγκλα.

Κατασκήνωση στις όχθες του ποταμού Madre de Dios. Φωτό Κ. Γκόφας 1988

Κατασκήνωση στις όχθες του ποταμού Madre de Dios. Φωτό: Κ. Γκόφας, 1988.

Μαζεύουμε τις σκηνές και αποπλέουμε. Κατεβαίνουμε τον ποταμό. Οι μέρες περνούν. Το νερό παφλάζει ρυθμικά πάνω στις πλώρες των lanchas. Η δική μας προχωρά γοργά, σχίζοντας τα νερά του ποταμού Madre de Dios. Καμιά φορά, αν και σπάνια, συναντάμε μοναχικά «πέκε-πέκε», βάρκες δηλαδή με δίχρονη μηχανή, που ανεβαίνουν το ποτάμι φορτωμένες πραμάτεια από τη ζούγκλα. Άλλες πάλι πιρόγες κατεβαίνουν στη ζούγκλα για να πουλήσουν εφόδια στους ντόπιους, αλλά και στους χρυσοθήρες που ξημεροβραδιάζονται μέσα στη λάσπη, για να βγάλουν λίγους κόκκους χρυσού και να τους πουλήσουν στους μεσάζοντες για δυο χούφτες δολάρια.

Ρίχνουμε μέσα στην κούπα ένα ειδικό χαπάκι. Ύστερα, με έναν κόμπο στο λαιμό από την αηδία και με τα μάτια κλειστά, καταπίνουμε το υποτίθεται πλέον καθαρό νερό και -ω του θαύματος!- δεν παθαίνουμε τίποτα…

Κάποια στιγμή διακρίνουμε από μακριά μια lancha κολλημένη στο βυθό, καταμεσής στον ποταμό, φορτωμένη εμπορεύματα. Δυο γυναικες και δυο άντρες πασχίζουν να την ξεκολλήσουν. Αδύνατον! Η βάρκα έχει κάτσει, έχει πιάσει πάτο και με την ορμή του νερού έχει σφηνώσει και δεν ξεκολλάει. Είναι τίγκα στα εμπορεύματα. Και τα εμπορεύματα δεν μπορούν να κατέβουν στη μέση του ποταμού, έτσι ώστε να ελαφρύνει η βάρκα. Οι βαρκάρηδες μάς κάνουν απεγνωσμένα σινιάλα να σταματήσουμε. Σταματάμε μακριά τους μην κολλήσουμε κι εμείς στα αβαθή. «¡Ayda señores!» μας παρακαλούν! «Βοήθεια!». «Βοηθήστε μας να ξεκολλήσουμε τη βάρκα μας». Τι να κάνουμε; Πρέπει να τους βοηθήσουμε. Δεν μπορεί να συναντάς μια βάρκα να έχει κάτσει στον Αμαζόνιο και να την προσπερνάς σαν να μη τρέχει τίποτα.

Βγάζουμε παντελόνια και μπαίνουμε όλοι μέσα στο καφέ νερό μέχρι τη μέση. Χωριζόμαστε σε δύο ομάδες και την πιάνουμε από την κουπαστή. Τη σπρώχνουμε όλοι μαζί ρυθμικά. «Ε, οπ! Ε, όπα!» Η βάρκα, στην αρχή στέκεται ακλόνητη σαν βράχος, αρχίζει τελικά όμως να κουνιέται και τελικά ξεκολλάει! Οι βαρκάρηδες, άντρες και γυναίκες, είναι πολύ ευχαριστημένοι με μας, τους γκρίνγκος, που τους βοηθήσαμε. Μας δίνουν μερικές μπίρες σε τιμή κόστους, για ανταμοιβή. Παίρνω στην αγκαλιά μου όσες μπίρες μπορώ. Γυρνάω θριαμβευτικά στην lancha μας. Απολαμβάνουμε τώρα την πλεύση και τη θέα τις επόμενες ώρες, ξαπλωμένοι νωχελικά στις βάρκες, με μια ωραία ζεστή μπίρα στο χέρι.

Διαβάστε ακόμα: Μια ιστορία έρωτος με μια κατσίκα στην Γκιώνα.

Ποταμός Madre de Dios. Φωτό Κ.Γκόφας 1988

Ποταμός Madre de Dios. Φωτό: Κ.Γκόφας, 1988.

Περνάμε κάτω από τεράστια δέντρα που σημαδεύουν το περιβάλλον με το ξεχωριστό τους πανύψηλο ανάστημα. Πολύ ψηλά, αραιά και πού, περνάνε μεγάλοι πολύχρωμοι παπαγάλοι «guacamayos» (από αυτούς που βλέπω κλεισμένους στην Αθήνα, στα pet shops, σε μεγάλα κλουβιά και τους λυπάται η ψυχή μου). Το νερό παφλάζει και τραγουδά στα πλάγια της βάρκας. Ωστόσο, το δικό μας νερό, το πόσιμο, έχει ήδη τελειώσει. Για να πιούμε τώρα, παίρνουμε μια κούπα, τη βουτάμε στο ποτάμι, τη γεμίζουμε νερό χρώματος καφεπράσινο και την ξαναφέρνουμε στη βάρκα.

Ρίχνουμε μέσα στην κούπα ένα ειδικό χαπάκι και περιμένουμε να διαλυθεί. Ύστερα, με έναν κόμπο στο λαιμό από την αηδία και με τα μάτια κλειστά, καταπίνουμε το υποτίθεται πλέον καθαρό νερό και -ω του θαύματος!- δεν παθαίνουμε τίποτα! Κι όμως, το νερό του ποταμιού είναι πολύ βρώμικο: στο ένα μου δάχτυλο έχω βγάλει μια παρανυχίδα και έχει τρέξει λίγο αίμα. Με το να βουτάω συνέχεια το χέρι μου στο ποτάμι, το δάχτυλο μολύνθηκε, πρήστηκε και έχει πάρει ένα περιέργο, ύποπτο, γκριζοπράσινο χρώμα. Αποφασίζω να το απολυμάνω με Betadine που κουβαλάω μαζί μου. Περιχύνω το δάχτυλο, το επιδένω και μετά λίγες μέρες το πρήξιμο υποχωρεί και φεύγει.

Δεξιά κι αριστερά στο ποτάμι υπάρχουν κροκόδειλοι καϊμάνοι που μας παρατηρούν ήσυχοι, επιδεικνύοντάς μας τα μεγάλα τους χαμογελαστά δόντια.

Έχουμε φτάσει πια στη συμβολή του ποταμού Alto Madre de Diios με τον ποταμό Manu: είμαστε στο σημείο Boca Manu, την είσοδο που θα μας οδηγήσει στο εσωτερικό του Εθνικού Δρυμού του Manu. Πριν από τον έμφυλιο πόλεμο, το Πάρκο δεχόταν αρκετούς τουρίστες. Το 1988, με το ανταρτικό κίνημα «Φωτεινό Μονοπάτι» να ελέγχει πια ασφυκτικά τις Άνδεις, οι τουρίστες εξαφανίστηκαν. Απέμειναν μόνοι, ξεχασμένοι και πειναλέοι, οι φρουροί στην είσοδο του Πάρκου. Πληρώνουμε κάτι και μπαίνουμε στον ποταμό. Δεξιά κι αριστερά στο ποτάμι υπάρχουν κροκόδειλοι καϊμάνοι που μας παρατηρούν ήσυχοι, επιδεικνύοντάς μας τα μεγάλα τους χαμογελαστά δόντια. Κατευθυνόμαστε προς την Cocha Salvación, ένα από τα πιο απομονωμένα σημεία του Μανού. Εκεί είναι που χτυπά η καρδιά της ζούγκλας.

manucaymanfamily1 001

Η Κα Καϊμάνου και τα καϊμανάκια της. Φωτό: Κ.Γκόφας, 1988.

Τα βράδια στήνουμε τις σκηνές. Ο Καναδός, ο Rob, έχει μαζί του μια φλογέρα και μας παίζει διάφορα καναδικά τραγούδια, γύρω από τη φωτιά. Μας συνεπαίρνει. Παρασυρόμαστε και τραγουδάμε όλοι μαζί. Το τραγούδι μάς ενώνει, και ξαφνικά βρισκόμαστε μακριά, πίσω στις πατρίδες. Ξημερώνει στις όχθες του Μανού, κοντά στην Cocha Salavación. Μας ξυπνά το ομαδικό βουητό, η ψαλμωδία, των μαϊμούδων howler. Φτιάχνουμε ένα καφέ νεροζούμι και ξεκινάμε για την Cocha Salavación με τα πόδια. Περνάμε μέσα από ένα καλοδιατηρημένο μονοπάτι και, μετά από λίγη ώρα, φτάνουμε στη λίμνη Salavación.

Υπάρχουν εκεί δυο αφημένες πιρόγες, από σκαλισμένο κορμό μεγάλων δέντρων, έξω, πάνω στην κοίτη του ποταμού. Μπαίνουμε στις πιρόγες και αρχίζουμε να κάνουμε βόλτες μέσα στη λίμνη. Βασιλεύει η απόλυτη ησυχία. Τα νερά δεν ταράζονται παρά μονάχα όταν κάποιο μικρό ζώο βουτάει μέσα τρομαγμένο από την αναπάντεχη παρουσία μας. Σε μια γωνιά βρίσκουμε μια μικρή οικογένεια καϊμάνων, η μάνα με τα μικρά της πάνω σε ένα κορμό δέντρου. Τους πλησιάζουμε με την πιρόγα σε απόσταση αναπνοής. Οι καϊμάνοι ούτε που κουνιούνται καθόλου. Τελικά η Joan, η φίλη του Καναδού που κάθεται στην πλώρη πανικοβάλλεται, όταν φτάνουμε σε απόσταση αναπνοής, και ζητά να κάνουμε ανάποδα ολοταχώς και να αποομακρυνθούμε.

Ο οδηγός της lancha έφαγε τη χελώνα του ωμή και άφησε το καύκαλο να το βλέπουμε. Φωτό Κ.Γκόφας 1988

Ο οδηγός της lancha έφαγε τη χελώνα του ωμή και άφησε το καύκαλο να το βλέπουμε. Φωτό: Κ.Γκόφας, 1988.

Πιο πέρα βρίσκουμε ενυδρίδες, τους λεγόμενους «λύκους του ποταμιού», κατά πώς τις ονομάζουν οι ντόπιοι. Οι ενυδρίδες μόλις μας βλέπουν αρχίζουν να τσιρίζουν υστερικά, καθώς απομακρύνονται. Τις φωτογραφίζω με τον τηλεφακό μου. Υπάρχουν πολλά και περίεργα πουλιά, όπως τα hoatzin που δεν μπορούν να πετάξουν ψηλά και πηγαίνουν από κλαδί σε κλαδί. Οι μέρες περνούν και πλησιάζει η ώρα που θα πρέπει να ξεκινήσουμε για το δεύτερο μέρος του ταξιδιού μας, να κατέβουμε δηλάδή ξανά στο Madre de Dios και να ξεκινήσουμε για το Puerto Maldonado. Στήνουμε για τελευταία φορά τις σκηνές στο Μανού και ετοιμαζόμαστε για ύπνο.

Όμως, τα τρόφιμα έχουν τελειώσει. Δεν έχουμε τίποτα άλλο να φάμε. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν έχω τίποτα να φάω. Ένα περίεργο συναίσθημα: καμιά απολύτως τροφή. Κάθε φορά που κάθομαι και ξανασηκώνομαι, ζαλίζομαι. Μπαίνω στον υπνόσακό μου για ύπνο, με το στομάχι μου να με πονά πολύ από την έλλειψη τροφής. Θα περάσω την πρώτη νύχτα της ζωής μου εντελώς νηστικός. Φαϊ κανονικό θα ξαναβρώ μόνο όταν φθάσω στο Puerto Maldonado.

 

Διαβάστε ακόμα: Όταν ήρθα αντιμέτωπος με τον όρχι του ταύρου στα υψίπεδα του Περού

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top