Στη βόρεια Ιταλία, στην Ούμπρια, βρίσκεται το χωριό Passignano sul Trasimeno, ήτοι Πέρασμα από το Τρασιμένο, όνομα που οφείλεται στον Καρχηδόνιο βασιλιά Αννίβα Βάρκα, ο οποίος διέσχισε διά πυρός και σιδήρου τη λίμνη Τρασιμένη κατά το έτος 217 π.Χ., τσακίζοντας τις ρωμαϊκές λεγεώνες στη βόρεια όχθη της.
Σε μια καντίνα εκεί, στην όχθη της λίμνης, ήπιαμε μερικές μπίρες ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια, το έτος 2005, με τον εικαστικό φίλο μου Γιάννη Σακέλλη, που σπούδαζε στην παρακείμενη πόλη Περούτζια. Τις μπίρες βέβαια τις ήπιαμε εις μνήμην του βασιλιά.
Το πέρασμα του Αννίβα από το εν λόγω σημείο ξέρουμε ότι είχε στοιχειώσει τον δόκτορα Φρόιντ (τα όνειρά του), νομίζω διαμορφώνοντας και τη θεωρία του οιδιπόδειου συμπλέγματος, μόνο που δεν προλαβαίνω να το τσεκάρω αυτή τη στιγμή. Ας είναι.
Βέβαιο, πάντως, ότι ο Αννίβας διέσχισε τη λίμνη, την τέταρτη μεγαλύτερη στην Ιταλία, επειδή ήθελε να φτάσει στη Ρώμη, σε μια νέα και αιώνια ζωή. Αλλά η κορυφή, έλεγε ο Φρειδερίκος Νίτσε, είναι αυτό στο οποίο φτάνουμε όσο είμαστε απασχολημένοι να κάνουμε κάτι άλλο.
Ο Αννίβας, για παράδειγμα, κατέκτησε την Αιωνιότητα προτού σταθεί στις πύλες της Ρώμης, όταν έφερε εις πέρας ένα πέρασμα απείρως πιο δύσκολο από της λίμνης, τη διάβαση των Πυρηναίων και των Άλπεων. Ο Αννίβας διέσχισε τις οροσειρές και πήγε κάπου πολύ μακρύτερα, ας πούμε πέρα απ’ το καλό και το κακό, πέρα από κάθε κάλπικο δίλημμα. Κάπως έτσι έφτασε στην Αιώνια Πόλη όσο ήταν ακόμη καθοδόν να τη βρει.
Με 50.000 πεζούς, 9.000 ιππείς και 37 ελέφαντες, ο Αννίβας απέδειξε ότι η πίστη και όρη κινεί, και οι Ρωμαίοι άρχισαν να παραμιλούν στα λατινικά. Εκείνος νίκησε τον ανίκητο ρωμαϊκό στρατό τρεις φορές: στο Τορίνο, στον ποταμό Τρεβία, στην Τρασιμένη.
Οι Ρωμαίοι βρήκαν τον δάσκαλό τους στον Καρχηδόνιο πολέμαρχο, ο δάσκαλος του οποίου ήταν ένας Έλληνας ονόματι Σιληνός. Αυτός μύησε τον Αννίβα στην τέχνη του πολέμου, και ειδικά στις στρατηγικές του Μεγαλέξανδρου, ο οποίος εκδικήθηκε τους Πέρσες, και εικονογραφείται συχνά με τη λεοντή του ημίθεου ήρωα Ηρακλή. Ο ίδιος ο Αννίβας, όταν ήταν παιδί, οδηγήθηκε από τον πατέρα του σε έναν βωμό του Μελκάρτ, τουτέστιν του Ηρακλή, και ορκίστηκε αιώνιο μίσος κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ουσιαστικά, ήταν ένας όρκος εκδίκησης, εφόσον ο πατέρας του Αννίβα, βασιλιάς Αμίλκας, είχε ηττηθεί τότε στον πόλεμο με τους Ρωμαίους. Κι επειδή δεν προλάβαινε να πάρει το αίμα του πίσω, ο Αμίλκας ανέθεσε στο αίμα του, στον πρωτότοκο γιο, να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Για να βεβαιωθεί, δε, ότι ο μικρός θα πετύχαινε, του έδωσε το όνομα Αννίβας, ή Hannibal, που σημαίνει: Χάρη του Βαάλ. Ο Άντονι Χόπκινς χαμογελά.
Όταν πέθανε ο πατέρας, και ύστερα από τη μυστηριώδη (και βολική) δολοφονία του στρατιωτικού διοικητή, ο Αννίβας πήρε την εξουσία του στρατού και του δήμου, σε ηλικία είκοσι έξι ετών, και αποφάσισε να τηρήσει τον όρκο του μέχρι κεραίας.
Όλα άρχισαν το 221 π.Χ., με την εισβολή στις ρωμαϊκές επαρχίες του Σαγούντο και της Σαλαμάνκα, αν κι εγώ υποψιάζομαι ότι όλα άρχισαν πολύ νωρίτερα, τότε που ο Αινείας παράτησε τη βασίλισσα της Καρχηδόνας Διδώ και πήγε να ιδρύσει τη Ρώμη: το μίσος των δύο πόλεων οφείλεται σε μιαν ερωτική απογοήτευση. Έτσι δεν γίνεται πάντα;
Στη Σαλαμάνκα, παρεμπιπτόντως, γεννήθηκε κι ο Μιγέλ δε Ουναμούνο, μαθητής του διά Χριστόν σαλού κυρίου ημών δον Κιχώτη, Ιππότη της Ελεεινής Μορφής – και σε τι διαφέρει η απελπισμένη εκστρατεία του Αννίβα εναντίον των Ρωμαίων από την τρελή περιπέτεια του δον Κιχώτη κατά της λογικής του τρέχοντος κόσμου; Αλίμονο.
Το έτος 216 π.Χ., λοιπόν, έναν χρόνο μετά τον θρίαμβο στη λίμνη Τρασιμένη, ο Αννίβας τσάκισε ξανά τους Ρωμαίους, αυτή τη φορά στις Κάννες, που έμελλε αργότερα να ταυτιστούν με την τέχνη του κινηματογράφου, με ένα λαμπερό φεστιβάλ. Το τέλος, γράφει ο ποιητής Παντελής Μηχανικός, είναι φεστιβάλ∙ το τέλος, γράφει κι ο Ρίλκε, είναι ένα γελαστό σιντριβάνι. Το τέλος, ταπεινά προσθέτω κι εγώ, είναι ένα ύψος απρόσιτο.
Ο Αννίβας το πλησίασε πάρα πολύ, άγγιξε την τελειότητα, όταν έφτασε έξω από τις πύλες της Ρώμης, και τις χάραξε (τόσο φροϋδικά) με το δόρυ του. Οι πύλες όμως δεν άνοιξαν, και ο Αννίβας ηττήθηκε από τον Σκιπίωνα στη Ζάμα: Carthago delenda est!
Ο Αννίβας κατέφυγε στον βασιλιά της Συρίας, Αντίοχο, συγκρότησε στόλο, και συγκρούστηκε με τους Ροδίους, που ήταν σύμμαχοι της Ρώμης – και έχασε, αλλά δεν το έβαλε κάτω: πήγε στην Αρμενία, έφτιαξε νέο στόλο, και κατόρθωσε να επικρατήσει στη ναυμαχία με τους Ρωμαίους πετώντας δηλητηριώδη φίδια στα πλοία τους: μακιαβελικό!
Αλλά η νίκη ήταν πύρρειος. Ο Αννίβας πήγε στη Βιθυνία, στον βασιλιά Προυσία, και βάλθηκε να συγκεντρώσει στρατό για μια νέα εκστρατεία. Οι Ρωμαίοι κατάλαβαν ότι δεν θα γλίτωναν ποτέ από δαύτον, και απαίτησαν από τον Προυσία να τον παραδώσει. Ο βασιλιάς φοβάμαι ότι δέχθηκε, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε να κάνει τίποτα. Ήταν αργά.
Στα εξήντα πέντε του χρόνια, κουρασμένος και μόνος, ο Αννίβας παρήγγειλε ένα ποτήρι φαρμάκι, το σήκωσε ψηλά (προς Δυσμάς) και είπε: «Ας απαλλάξουμε τους Ρωμαίους από την ανησυχία!». Και το ήπιε, το δηλητήριο που κράτησες για μένα, ως την τελευταία γουλιά. Εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον.
Διαβάστε ακόμα: Ριχάκου, ο εξόριστος αθάνατος.