Eκείνη την ημέρα το Παρίσι πάγωσε (Alexandros Michailidis / SOOC).

Αν η «Μνήμην θ’ απάντων, μουσομήτορ’ εργάνην» όπως έλεγε κι ο Αισχύλος, η σχετικότητα κατά Αϊνστάιν βρίσκει απόλυτη εφαρμογή, μιας και ένα πρωινό -σαν και το σημερινό – αρκεί για να με κάνει σοφότερο κατά χρόνια…

Η μνήμη είναι η μητέρα της σοφίας, ω μέγα ποιητή, ποιος είμαι άλλωστε εγώ για να διαφωνήσω. Και το “On this day” του facebook καθίσταται αυθωρεί και παραχρήμα μια «κερκόπορτα» στα άδυτα της μνήμης, ένα… Tardis για μια άμεση ανάβαση σε δυσθεώρητα επίπεδα σοφίας που ποτέ ξανά στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρχε τόσο άμεση, βίαιη, βαθιά και προχωρημένη για έναν αγουροξυπνημένο εγκέφαλο.

Είχα μόλις επιστρέψει από την πρωινή έξοδο – με μήνυμα 4 καλό μου 13033 – από το δημοτικό σχολείο, όπου προλάβαμε απολύτως οριακά το κλείσιμο της πόρτας με την μεγάλη μου κόρη. Έπιασα το τηλέφωνο μου, ετοιμάζοντας τον πρώτο καφέ πριν ανοίξω το λαπτοπ, και χωρίς καμία προειδοποίηση, το Facebook χτύπησε κάθε μου ανέτοιμη πλευρά πανταχόθεν.

«Πέντε χρόνια πριν» έγραφε, και από κάτω εμφανίστηκε αυτή η φωτογραφία με το ποστάρισμα μου απ’ την τελευταία παρισινή βόλτα στη ζωή μου. Petros Demertzis is at ColTrane Bar. «Coltrane it is Mesdames et Monsieurs. (Remind me to name my bar like that)» είχα γράψει τότε.

Παρασκευή και δεκατρείς. Όπως και πέντε χρόνια πριν. Μια ζωή μακριά. Ήμουν μόνος στο Παρίσι.

Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως ήταν 13 Νοέμβρη. Σαν τότε. Παρασκευή και πάλι. Δεν είναι μια «επέτειος» που θέλω να θυμάμαι (όχι-και-τόσο-πλέον) αγαπημένο Facebook. Δεν ήθελα να μου το κάνεις αυτό. Δεν ήθελα να μου πετάξεις στα μούτρα αυτή την σκηνή. Ποιος θέλει να θυμάται τον τρόμο; Γιατί μου το’ κανες αυτό πρωί πρωί; Μέσα στην καραντίνα; Πως θα πάει μια τέτοια μέρα τώρα;

Ο Αισχύλος έχει δίκιο όμως. Η μνήμη είναι η μητέρα των μουσών. Απλά πρέπει να δεις το «χρέος» σου απέναντι της. Να την αφήσεις να μπει μέσα σου. Θα οργώσει πρώτα, βίαια είναι αυτά τα πράγματα, θα σκάψει το χώμα της ψυχής σου, κι αν είσαι τυχερός θα ναι ποτισμένο, μαλακό το μέσα σου. Αλλά η σπορά είναι που μετράει. Αυτή δεν την νιώθεις. Απλά βλέπεις, αν δεν παλέψεις κόντρα της και αφήσεις να μεγαλώσουν, τα κλωνάρια που σκάνε κι ανθίζουν και νιώθεις τις ρίζες να απλώνουν, να βαθαίνουν μέσα σου, να ψηλώνουν, προς τα πάνω και προς τα μέσα, να γίνονται κορμοί και δέντρα, και να καρπίζουν. Γνώση. Ουσία. Σοφία. Ναι μεγάλε τραγικέ. Οι μούσες σου με μνήμες φορτωμένες οδηγούν την έμπνευση. Τις αναμνήσεις κυοφορούν και γεννούν Τέχνη. Δίκιο έχεις. Και πάλι.

Παρασκευή και δεκατρείς. Όπως και πέντε χρόνια πριν. Μια ζωή μακριά. Ήμουν μόνος στο Παρίσι. Το πρώτο Airbnb Open. Ένας απ’ τους ελάχιστους Έλληνες, ο μόνος μη εργαζόμενος στην εταιρεία, αλλά παρόντας ως “host”, οικοδεσπότης, παρότι το Parc de la Villette ήταν γεμάτο από 6000 «σύνεδρους» από όλο τον κόσμο, ανθρώπους που ήταν ακόμα «πρωτοπόροι» του «τουρισμού του διαμοιρασμού». Τρεις μέρες συνέδριο, μια πολύχρωμη γιορτή σε έναν κόσμο που τώρα μοιάζει τόσο μακρινός, σαν από παράλληλο σύμπαν, σαν κινηματογραφική ανάμνηση κι όχι χειροπιαστή, ζωής δικής μου, με πληγές και σημάδια και οσμές και αφή ριζωμένα στους νευρώνες. Το Cité des Sciences et de l’Industrie (το μεγαλύτερο μουσείο επιστήμης της Ευρώπης λέμε τώρα) σχεδόν ζήλευε το απίθανο πλήθος που παραδίπλα «όργαζε» μέσα στις τεράστιες τέντες που είχαν στηθεί για να δούμε επί σκηνής τους πιο απίθανους hosts από όλο τον πλανήτη που είχαν ξεκινήσει την «επανάσταση στον τουρισμό» που λεγόταν Airbnb, ινδιάνες που ετοίμαζαν πρωινό με τα χεράκια τους για τους επισκέπτες τους στην έρημο της Αριζόνα, «αερικά» με φτερά νεράιδας απ’ την Σκανδιναβία που έκαναν ρέικι και μασάζ στους τουρίστες που περνούσαν απ’ τις ξύλινες καλύβες τους, ηλικιωμένα ζευγάρια που λάτρευαν να διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά των επισκεπτών που ήθελαν να ζήσουν λίγες μέρες στο αγρόκτημα τους στην Αλσατία, κι άλλες τόσες περιπτώσεις ανθρώπων που διαβάζαμε μόνο σε εξωφρενικά άρθρα τουριστικών περιοδικών μέχρι τότε.

Λίγα λουλούδια για τους αδικοχαμένους (Alexandros Michailidis / SOOC).

Ο «yours trully» έφτασα εκεί τελευταία στιγμή, μπήκα χωρίς καν να έχω εξασφαλίσει εισιτήριο για την πρώτη μέρα, «Οδυσσέας» σε μια ανάλαφρη (νόμιζα αφελώς ακόμα) περιπέτεια, αφήνοντας για λίγες μέρες μια Αθήνα γεμάτη υποχρεώσεις και σκέψεις και δουλειές και ότι άλλο εμπεριείχαν μια νέα εταιρεία που είχε ήδη φτάσει τα 10 άτομα προσωπικό σε λίγους μήνες, και διαπραγματευόταν με μια σειρά από funds και υποψήφιους επενδυτές την τάχιστη επέκταση της, δεκάδες πελάτες με σπίτια γεμάτα προβλήματα, τουρίστες με απαιτήσεις και ερωτήσεις, αλλά κυρίως μια νέα φαμίλια με το πιο πανέμορφο απ’ όλα τα δυομισάχρονα κορίτσια που πλάστηκε ποτέ, και με μια υπομονετική σύζυγο εγκυμονούσα στο δεύτερο κοριτσάκι μας, να προετοιμάζεται για μια καθυστερημένη βάπτιση λίγες ημέρες αργότερα. Στο μυαλό μου ένα τριήμερο συνέδριο-«πανηγύρι» εκτός από καταπληκτική ευκαιρία για να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα για μια δουλειά που ουσιαστικά κανείς δεν ήξερε παγκοσμίως, ήταν και μια σπάνια ευκαιρία για ξενοιασιά, μετά από μια σκληρότατη περίοδο συνεχών αλλαγών, γεμάτη άγχος και πιέσεις που ομολογουμένως επεδίωκα επιχειρώντας και ρισκάροντας αλλεπάληλα όλο και πιο δυνατά τα προηγούμενα χρόνια.

Μετά το πρώτο σοκ φτάνοντας στη γειτονιά, έβλεπα με κοινωνιολογική περιέργεια το πλήθος και τα βλέμματα των κοριτσιών.

Η Παρασκευή ξημέρωσε σαν τραγούδι της Εντίτ. Το Παρίσι ήταν όπως ακριβώς το αγαπάς σε όνειρα και ζωή. Φθινοπωρινό, ζωντανό, οργιαστικό, στεγνό όμως, αεράτο, αρκετά τραχύ για καλομαθημένα αθηναϊκά μάγουλα, αλλά αναζωογονητικότατο για μια ψυχή που αγαπά την ομορφιά και τις ατάκες του Χάμφρεϊ. Το συνέδριο ήταν ένα χίπικο πάρτι γεμάτο digital nomads και φορτωμένα με εκατομμύρια της Silicon Valley παιδιά από τα Ivy League πανεπιστήμια που ζούσαν σε μια φούσκα χαράς, και ένα αλλοπρόσαλο πλήθος που δεν πίστευε την ευδαιμονία που ζούσε σε μια πόλη που τα όνειρα είναι πάντα πιο ρομαντικά απ’ οπουδήποτε αλλού, ακόμα κι αν πορεύονται προς πτώση στον Σεν απ’ την Ποντ Νεφ. Η μέρα περνούσε σαν όνειρο ταινίας του Λιντς, με εμφανίσεις και δηλώσεις από καλλιτέχνες, οικοδεσπότες, αναλύσεις οικονομικών, ονειρώξεις τουριστικής ανάπτυξης, συναντήσεις και ανταλλαγές απόψεων και σκέψεων με ευρωπαίους, ασιάτες, αμερικανούς, αυστραλούς ακόμα και αφρικανούς, κάθε πιθανής κι απίθανης κατηγορίας. Κανείς δεν ήθελε να φύγει, κανείς δεν ήθελε η μέρα να τελειώσει.

Ούτε κι εγώ. Αλλά έφυγα μια ώρα πριν το επίσημο τέλος του προγράμματος. Ήθελα να προλάβω να κάνω λίγα ψώνια για τα κορίτσια μου, για την βάπτιση, ένα δυο δώρα για τους γονείς που επιτέλους ζούσαν ήρεμοι την συνταξιοδότηση και τα εγγονάκια τους.

Έμενα λίγα μέτρα μακριά από τον σταθμό του Στρασμπούρ-Σεν Ντενί, στο «10». Σε διαμέρισμα Airbnb φυσικά. Για τελευταία στιγμή, τόσο κοντά σε μετρό, και τόσο όμορφο και καλό διαμέρισμα, η τιμή έμοιαζε με «κλεψιά». Φυσικά, γνωρίζοντας εκ των έσω τι σημαίνει μια χαμηλή τιμή για ένα καλό σπίτι, είχα ήδη αντιληφθεί πως τα ντεσού που δεν εμφανίζονταν στις ελάχιστες κριτικές που είχε το διαμέρισμα που είχα κλείσει θα τα έβλεπα μόνο από κοντά. Κι έτσι κι είχε γίνει. Τα τρία στενά κάτω από τον σταθμό του μετρό κάτω απ’ την Μπουλβάρ ντε Μπελ Νοβέλ, που λίγα μέτρα παραπέρα γινόταν Μπουλβάρ Βολταίρ, ήταν γεμάτα από κορίτσια που νοίκιαζαν λίγες στιγμές έρωτα για μικρής αξίας χαρτονομίσματα. Κάθε στενό είχε και διαφορετική «κατηγορία» κοριτσιών. Το στενό του δικού μου υπέροχου διαμερίσματος, ήταν αυτό με τα πιο… ώριμα κορίτσια. Σε κάθε πόρτα, κάθε κτιρίου, υπήρχαν ένα ή δύο έμπειρα κορίτσια που ήξεραν να πλησιάσουν ή να τραβήξουν τα ανυποψίαστα ή -συχνότερα- τα υποψιασμένα αγόρια κάθε ηλικίας που περνούσαν από κοντά τους, πολύ καλύτερα από τα κορίτσια των άλλων στενών, αλλά δεν είχαν πια τα νιάτα και την φυσική λάμψη που τελικά προτιμούσαν οι περισσότεροι στους παραπάνω μικρούς δρόμους.

Αυτή η φωτογραφία ανέσυρε από τη μνήμη του Πέτρου Δεμερτζή όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα

Μετά το πρώτο σοκ φτάνοντας στη γειτονιά, έβλεπα με κοινωνιολογική περιέργεια το πλήθος και τα βλέμματα των κοριτσιών τις στιγμές που περνούσα μέχρι να μπω στην πολυκατοικία και να ανέβω στο ανακαινισμένο διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου ενός κτιρίου τριών αιώνων με ξύλινη σκάλα και φυσικά χωρίς ασανσέρ. Φεύγοντας από το Airbnb Open, δεν πήγα καθόλου απ’ το σπίτι, αλλά απ’ ευθείας για ψώνια. Καμιά δεκαριά και βάλε σακούλες αργότερα, και έχοντας πια ιδρώσει απ’ τον κόπο να προλάβω να ψωνίσω αρκετά για σύζυγο, κόρη, αγέννητη κόρη, μάνα, αδερφή, πατέρα και ξανά απ’ την αρχή, αποφάσισα πως το τελευταίο αντικείμενο που είχα στη λίστα μου, μια βαλίτσα δηλαδή για να βάλω όλα αυτά τα ψώνια, θα το αγόραζα την επόμενη μέρα, τελευταία του ταξιδιού, μιας και πετούσα για την Αθήνα με την τελευταία νυχτερινή πτήση του Σαββάτου.

Κουβαλώντας μια μικρή προίκα σε κάθε χέρι, με ένα παλτό αρκετό για μια άνετη βόλτα σε μια κρύα ευρωπαϊκή νύχτα, αλλά πολύ περισσότερα απ’ όσα άντεχε το ταλαιπωρημένο κορμί μου από κάτω, αποφάσισα να κάνω κι ένα δώρο στον εαυτό μου, δοκιμάζοντας την τύχη μου στο τότε θεωρούμενο εκ των κορυφαίων αργεντίνικων (κυρίως για τα κρεατικά του) σε όλη την Γαλλία, Anahi, ένα απ’ αυτά τα αγαπησιάρικα (πανάκριβα φυσικά) μισελενάτα μικροσκοπικά εστιατόρια, που βρισκόταν κοντά στην «εστία» μου. Χωρίς κράτηση, μόνος και ταλαιπωρημένος, ένα βράδυ Παρασκευής, γεμάτος σακούλες και με ένα κασκόλ που έλεγε όλα τα λάθος πράγματα σε έναν έμπειρο μετρ, δεν είχα και πολλές ελπίδες πως θα κατάφερνα να φάω ένα ζενιάν φιλέ αλλά μαθημένος στο ο τολμών νικά, έφτασα μέχρι την είσοδο του υπέροχου γωνιακού αργεντίνικου.

Ο μετρ, βγαλμένος από κόμικ των 80s, είχε όλη την ευγενή καλοσύνη να μου προσφέρει το πιο μικρό τραπέζι του μαγαζιού «για μισή ώρα μόνο μονσιέ» καθώς όπως μου εξήγησε το μεγαλύτερο μέρος του εστιατορίου ήταν ήδη ρεσερβέ από μια μεγάλη παρέα, κυρίως γιατί η προφορά των λίγων γαλλικών που θυμάμαι να ξεστομίσω είναι κινηματογραφικά εκπαιδευμένη και προκλητικά θεατρινίστικη – άρα και αποτελεσματική για τέτοιου είδους διαδράσεις σε τουριστικά «σκετσάκια» αληθινής ζωής. Μόνο που την ώρα που με οδηγούσε στο τραπέζι μου, εμφανίστηκαν δύο τεράστιες λιμουζίνες που ξεφόρτωσαν δυο ντουζίνες 20χρονα ντυμένα με κοστούμια και φορέματα που κόστιζαν περισσότερο από αρκετά από τα διαμερίσματα που διαχειριζόμουν στην Αθήνα, τα οποία πιτσιρίκια, όπως αποδείχτηκε ήταν και αυτά που είχαν κάνει την κράτηση, αλλά προσθέτοντας κι άλλα κορίτσια στην παρέα, χρειάζονταν εν τέλει όλο το μαγαζί, αφήνοντας με για ελάχιστα δευτερόλεπτα πικραμένο και πεινασμένο να ψάχνω εκ νέου μέρος για να φάω και να ξαποστάσω μετά από ώρες περπατήματος και σκαλοπατιών σε ένα Παρίσι που είχε ήδη στολίσει χριστουγεννιάτικες βιτρίνες.

Τα πρόσωπα άρχισαν να τεντώνονται. Τα τηλέφωνα να χτυπούν. Και μετά άρχισαν οι σειρήνες.

Βγαίνοντας από το μικρό στενό Ρυ Βολτά λοιπόν στην Νοτρ Νταμ ντε Ναζαρέτ, βρήκα μπροστά μου το υπέροχο ColTrane. Ένα τζαζ μπαρ, με το όνομα ενός από τους αγαπημένους μου «ημίθεους» Γεμάτο αγόρια και κορίτσια, παριζιάνους κατά βάση, μιας και το «δέκατο διαμέρισμα» δεν είναι από αυτά που οι τουρίστες προτιμούν για να εξορμούν τις νύχτες τους. Οι σακούλες, η κούραση και η σκέψη της επόμενης μεγάλης μέρας με οδήγησαν μακριά απ’ το θελκτικό τζαζ μπαρ. Χρειαζόμουν φαγητό, και γρήγορη ξεκούραση. Στο μυαλό μου είχα δυο δρόμους. Δεξιά, περίπου ένα δεκάλεπτο περπάτημα μακριά υπήρχε το Μπατακλάν.

Ένα θέατρο γεμάτο πιτσιρικάδες, καλλιτέχνες όλων των ειδών, ένα από τα πιο μποέμικα, όμορφα στέκια της γαλλικής -κι όχι της τουριστικής- παρισινής νύχτας. Και φαγητό, και μουσική, και παρέες της προκοπής θα βρισκα εκεί. Η άλλη επιλογή ήταν να το πάρω αριστερά, και να κάτσω κάπου πιο «πρόχειρα», γρήγορα, ένα απλό φαγάκι κοντά στο σπίτι και αμέσως ξεκούραση ενόψει της μεγάλης επόμενης μέρας που τελείωνε και με πτήση. Οι σακούλες στα χέρια ήταν που με οδήγησαν αριστερά. Έκατσα σε ένα κλασικό απλό εστιατόριο στην Μπουλβάρ Σεν Μαρτίν (την Μπον Νουβέλ που απλά άλλαζε όνομα δηλαδή), έκατσα με πλάτη στο παράθυρο, παρήγγειλα το φιλέτο που περίμενα όλη μέρα, αντάλλαζα μηνύματα με τα κορίτσια στο σπίτι και χάζευα το φιλικό Γαλλία – Γερμανία στην τηλεόραση που είχε τραβήξει και το ενδιαφέρον όλων των σερβιτόρων.

Η πλακέτα υπάρχει στη μνήμη των θυμάτων (Alexandros Michailidis / SOOC).

Η νύχτα άρχισε να αλλάζει όταν στο ημίχρονο του ποδοσφαιρικού αγώνα, άρχισαν να ακούγονται μπουμπουνητά. Στο Παρίσι ήμασταν, οπότε το μυαλό δεν πήγαινε στο κακό. Βεγγαλικά, εορτασμοί, εγκαίνια, οτιδήποτε χαρούμενο μπορούσες να σκεφτείς πως ήταν, τόσα φώτα, τόσοι άνθρωποι, τόσες αφορμές υπήρχαν. Η σύνδεση με το Παρκ ντε Πρενς στην γαλλική τιβί για το δεύτερο ημίχρονο είχε κι άλλο «περίεργο νέο». Οι επίσημοι που βρίσκονταν στα επίσημα, ενημέρωνε ο γάλλος σπίκερ, κάποιος μεγάλοϋπουργός απ’ τη Γερμανία και ο πρωθυπουργός της Γαλλίας αν θυμάμαι καλά, είχαν «φύγει ξαφνικά» κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας.

Τα όσα εξιστορούσε ο γάλλος δημοσιογράφος άρχισαν να μοιάζουν όλο και πιο περίεργα, αλλά τα όσα όσο περνούσε η ώρα ήταν πιο ξεκάθαρο πως δεν έλεγε, ήταν ανησυχητικά. «Κάποιοι θόρυβοι έξω από το στάδιο» έλεγε στην αρχή, που στην συνέχεια έγιναν «μικρές εκρήξεις κοντά στο στάδιο», που μετά εξελίχθηκαν σε περιγραφή του τι έλεγαν οι αστυνομικές δυνάμεις έξω από το γήπεδο χωρίς καμία περιγραφή των όσων συνέβαιναν μέσα στις τέσσερις γραμμές. Οι γάλλοι στο μαγαζί, ακόμα κι οι εργαζόμενοι άρχισαν να μιλάνε όλο και πιο έντονα, όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Τα πρόσωπα άρχισαν να τεντώνονται. Τα τηλέφωνα να χτυπούν. Και μετά άρχισαν οι σειρήνες. Μια σειρήνα σε έναν μεγάλο δρόμο στο Παρίσι είναι ρουτίνα. Ένα ασθενοφόρο μετά από ένα περιπολικό δεν μοιάζει περίεργο. Δώδεκα σειρήνες σε 4-5 λεπτά όμως είναι ξεκάθαρο μήνυμα πως κάτι έχει συμβεί. Κάτι μεγάλο. Άφησα τις φωγογραφίες από τα φαγητά και τα γλυκά που έδειχνα στην εγκυμονούσα πίσω στην Αθήνα, ζήτησα το λογαριασμό και άρχισα να μαζεύω τις σακούλες γύρω μου. Για πρώτη – και τελευταία έκτοτε – φορά στην ζωή μου στο Παρίσι, δεν είχα άμεσο, άψογο σέρβις. Ο σερβιτόρος και το υπόλοιπο προσωπικό, είχαν βγει έξω από το μαγαζί, και κοιτούσαν στον δρόμο τι συνέβαινε με τόσα περιπολικά, ασθενοφόρα και πυροσβεστικά οχήματα να περνούν συνεχώς.

Tο κορμί μου κατέρρευσε στον καναπέ μόνο του. Τα χέρια μου κρατούσαν την οθόνη σαν να κρεμόταν η ζωή μου απ’ αυτήν.

Μέχρι να πληρώσω και να βγω από το εστιατόριο, είχαν εμφανιστεί στην λεωφόρο αστυνομικοί που έκλειναν με πλαστική λωρίδα τα μικρά δρομάκια για να μην διέρχονται πλέον οχήματα. Ένας αλάφρων γάλλος άρχισε να φωνάζει με το που με είδε και με πλησίασε με εμφανή ένταση στα λόγια και τις κινήσεις του, ζητώντας μου κάτι και «διατάσσοντας» με να κάνω κάτι που δεν καταλάβαινα με την βαριά του προφορά και τα μπερδεμένα μισόλογα του. Υπέθεσα πως ήταν κάποιος «προστάτης» από τα νεαρά κορίτσια που στέκονταν πίσω του, που προσπαθούσε να με τραβήξει ως πελάτη. Συνεχίζοντας σχεδόν τρέχοντας προς το διαμέρισμα μου άρχισα να σκέφτομαι ξανά τις λέξεις του περίεργου Γάλλου στο κεφάλι μου, και να καταλαβαίνω πως μου φώναζε «κρύψου, κίνδυνος, έλα, σπίτι, σκύψε, σφαίρες, έλα να σε κρύψω, μαζί μου» και διάφορα τέτοια.

Ανέβηκα πέντε ορόφους σκάλας χωρίς ανάσα. Τα πόδια μου ήταν βαριά, τα γόνατα μου καταβεβλημένα αλλά η αδρεναλίνη μου είχε πλέον εκτοξευθεί. Τα κορίτσια στις πόρτες του μικρού στενού που έμενα ήταν όλα έξω, αλλά ακίνητα. Δεν ήταν τόσο κρύα νύχτα για να παγώνουν. Αλλά τα πρόσωπα που είχα δει σ’ αυτά τα 2-3 λεπτά απ’ το εστιατόριο ως την πόρτα μου, ήταν όλα τσιτωμένα, αγωνιώδη. Μπήκα στο διαμέρισμα, πέταξα τις σακούλες όπου βρήκα, και έπιασα το iPad που βρισκόταν επάνω στο τραπέζι. Η οθόνη ήταν γεμάτη με συνεχείς ενημερώσεις από τους New York Times και το CNN.

 

«Τρομοκρατική επίθεση εν εξελίξει στο Παρίσι»

Tο κορμί μου κατέρρευσε στον καναπέ μόνο του. Τα χέρια μου κρατούσαν την οθόνη σαν να κρεμόταν η ζωή μου απ’ αυτήν. Πότε άνοιξα την τηλεόραση, πότε άρχισα να καταλαβαίνω τι έλεγαν αμερικανοί και Γάλλοι δημοσιογράφοι σε sites και κάμερες ούτε το κατάλαβα. Μετέφραζα στο κεφάλι μου πληροφορίες, προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε, έπαιρνα τηλέφωνο την γυναίκα μου, μιλούσα σε μηνύματα και τσατ με φίλους και γνωστούς στο Παρίσι. Ο χρόνος ήταν ξένος. Δεν κατοικούσε στο σύμπαν του Παρισιού εκείνο το βράδυ. Αυτό που τη μια στιγμή ήταν «νέο», το επόμενο λεπτό ήταν μικρή λεπτομέρεια μπροστά σε κάτι φριχτά πιο τρομακτικό.

Εκείνη την ημέρα, όπως και τις επόμενες, η γαλλική αστυνομία ήταν επί ποδός (Alexandros Michailidis / SOOC).

Το πρώτο πράγμα που μάθαμε ήταν πως «τρομοκράτες έχουν μπει στο Μπατακλάν την ώρα μιας συναυλίας και κρατάνε ομήρους μερικές χιλιάδες νέους που παρακολουθούσαν μια μέταλ μπάντα». Λίγα λεπτά μετά, η μία ομηρία είχε γίνει δύο. Η δεύτερη ήταν σε ένα εστιατόριο. Πριν προλάβουμε να φανταστούμε τι συμβαίνει ακριβώς, το επόμενο νέο ήταν ακόμα πιο σοκαριστικό. «Ένα αυτοκίνητο με οπλισμένους κυκλοφορεί και πυροβολεί στο κέντρο του Παρισιού. Συνεχώς. Οπουδήποτε». Στην αρχή το αυτοκίνητο έλεγαν οι πηγές ήταν κάπου κοντά στο Μπατακλάν. Στο «δέκατο διαμέρισμα». Μετά από λίγο υπήρχαν πληροφορίες, τηλεφωνήματα από κατοίκους που είδαν κι άκουσαν πυροβολισμούς από εν κινήσει όχημα στο Μαραί, στο «τρίτο διαμέρισμα». Λίγα μέτρα μακριά δηλαδή. Το αυτοκίνητο συνέχιζε να τρομοκρατεί και να πυροβολεί αδιακρίτως χωρίς κανείς να καταλαβαίνει αν την ώρα που οι δημοσιογράφοι μιλούσαν έπεφταν σφαίρες – άρα και νεκροί; – ή αυτό ήταν ενημέρωση με κάποια λεπτά χρονοκαθυστέρηση.

Μιλούσα ψύχραιμα στην εγκυμονούσα κι αγωνιούσα μόνη μάνα με ένα νήπιο στο σπίτι. Της εξηγούσα όσα άκουγα, διάβαζα και έβλεπα με ήρεμη φωνή, όπως ακριβώς δηλαδή και οι δημοσιογράφοι της γαλλικής τηλεόρασης, που βοηθούσαν σημαντικά το κοινό της χώρας να μείνει ψύχραιμο και ήρεμο. Την ώρα που της έλεγα να πάρει τηλέφωνο τους γονείς μου όμως, έστω κι αν ήταν περασμένα μεσάνυχτα, συνειδητοποίησα πως όσο ήρεμος και συγκροτημένος κι ας ακουγόμουν, όσα ζούσα και περιέγραφα, ήταν πέρα από όσα μπορούσε να αντέξει ψύχραιμος ένας άνθρωπος που ανησυχεί για τον σύντροφο του και για τα παιδιά του. «Πάρε τώρα τη μάνα και τον πατέρα και πες τους πως είμαι καλά και ασφαλής και μιλάς μαζί μου κι όλα καλά» της εξηγούσα, «καλύτερα να τους ξυπνήσεις τώρα και να ξέρουν πως είμαι ασφαλής, παρά να ανοίξουν την τηλεόραση ξημερώματα και να δουν πως υπάρχει τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι και να πάθουν τίποτα» προσπαθούσα να προλάβω τα χειρότερα, μιας και ο καρδιακός πατέρας μου το είχε συνήθειο να ξυπνάει μές στη νύχτα και να προσπαθεί να αποκοιμηθεί με την τηλεόραση.

Ο φόβος είχε μπει βαθιά μέσα μου. Ο τρόμος κατοικούσε ήδη σε κάθε μυαλό σε όλους τους ανθρώπους στο Παρίσι.

Η φίλη μου η Βάλια, παλιά συνάδελφος στην Καθημερινή, μετανάστρια κι αυτή λόγω κρίσης, και παντρεμένη με έναν υπέροχο Γάλλο, μου έστελνε μηνύματα κουράγιου και προσοχής ενόσω γνωστοί από το Airbnb Open από Αμερική και Ευρώπη προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν όσα λίγα καταλάβαιναν απ’ όσα άκουγαν στα Μέσα. Μέσα σε ένα πεντάλεπτο όμως έλαβα μαζεμένα 4-5 από τα πιο τρομακτικά – γιατί ήταν τόσο τρομαγμένα – μηνύματα της ζωής μου. Όλα είχαν την ίδια συμβουλή/προτροπή: «Κινήσου γονατιστός μέσα στο διαμέρισμα, και κράτα το κεφάλι σου χαμηλά, ει δυνατόν να κινείσαι πίσω από έπιπλα και μεγάλα αντικείμενα». Μέσα στο σπίτι. Κάτω από τα παράθυρα. Όπου κι αν είσαι. Στο Παρίσι.

Πανικός, τραυματίες, ένα σκηνικό πολέμου (Νew York Times).

Έμενα στον πέμπτο όροφο, σε ένα διαμέρισμα που βρισκόταν από την πίσω μεριά του κτιρίου, άρα δεν είχε καν παράθυρο ή προσοψη σε δρόμο, παρά ένα παράθυρο σε έναν φωταγωγό. Δεν είχα κανένα λόγο να κινούμαι γονατιστός για να μην φάω καμία αδέσποτη σφαίρα. Οι τοίχοι του κτιρίου που έμενα, ήταν πέτρινοι, σχεδόν ενάμιση μέτρο χοντροί. Κι όμως. Για να πάω από τον καναπέ στο παράθυρο του σαλονιού και να κλείσω το πατζούρι του φωταγωγού, πήγα γονατιστός. Δεν μιλούσε η λογική μου. Δεν υπάκουε το κορμί μου, τα πόδια μου σε όσα το στόμα μου έλεγε. Ο φόβος είχε μπει βαθιά μέσα μου. Ο τρόμος κατοικούσε ήδη σε κάθε μυαλό σε όλους τους ανθρώπους στο Παρίσι. Μια ώρα μετά, το Facebook είχε βγάλει την ειδοποίηση του «πάτα αυτό το κουμπί για να δηλώσεις πως είσαι ασφαλής στο Παρίσι». Είχα ήδη λάβει πάνω από 20-25 μηνύματα σε σόσιαλ μίντια και κινητό από φίλους και γνωστούς που ήξεραν ότι ήμουν στην Γαλλία, για το αν είμαι καλά.

Στα δελτία ειδήσεων οι ιστορίες εξελίσσονταν πιο γρήγορα απ’ όσο άντεχε ένας εγκέφαλος να αποδεχτεί και να επεξεργαστεί. Τα πλάνα των αστυνομικών που έκλειναν δρόμους και απέκλειαν ολόκληρες γειτονιές ήταν ασταμάτητα. Κάποια στιγμή, ο δήμαρχος του Παρισιού ζήτησε να κλειστούν όλοι στα σπίτια τους. Λίγα λεπτά αργότερα η «παράκληση» έγινε εντολή. Και ακουγόταν σε κάθε γειτονιά, από την αστυνομία. Η δημοσιογραφική μου περιέργεια με έτρωγε να κατέβω και να δω τι γίνεται στους δρόμους, να φτάσω μέχρι το Μπατακλάν. Η ομηρία εξελισσόταν μέσα στο θέατρο, οι μόνοι που βρίσκονταν απ’ έξω ήταν η αστυνομία, ασθενοφόρα και δημοσιογράφοι. Το σκέφτηκα για λίγη ώρα. Τα γόνατα μου είχαν ξυπνήσει, η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά κι από ερωτευμένη, αλλά τα χέρια μου πληκτρολογούσαν μηνύματα ασταμάτητα. Κοιτούσα το κινητό, το τάμπλετ, την τηλεόραση. Και τα παπούτσια μου στην γωνία. Μέχρι που ένα μήνυμα της γυναίκας μου τα πάγωσε όλα. «Να προσέχεις. Σε περιμένουμε τρεις». Ήταν η καληνύχτα της, αφού είχε φτάσει πιο πολύ αργά και έπρεπε επιτέλους να κοιμηθεί. Τα γόνατα μου κόπηκαν. Σαν διά παντώς. Το κορίτσι μου ήταν πάντα ένα «τέρας ψυχραιμίας», ένα αξιοθαύμαστο «ανθρώπινο δείγμα κουλνες». Η επισήμανση της χτύπησε κάθε χορδή που παρέμενε ακίνητη ως τότε μέσα μου. Ξάπλωσα στον καναπέ, και έμεινα να παρακολουθώ άναυδος τον τρόμο να αναπτύσσεται σαν καλπάζων καρκίνος σε όλο το Παρίσι. Σε όλη τη Γαλλία. Σε όλη την Ευρώπη. Σε όλο τον κόσμο.

Περνώντας η νύχτα, το δράμα μεγάλωνε. Οι ομηρίες άρχισαν να γεμίζουν με λεπτομέρειες. Αρχίσαμε να μετράμε νεκρούς.

Ως τότε, η μόνη μου επαφή με οτιδήποτε πολεμικό σε αλήθεια και συναίσθημα προερχόταν από κάποιο βιβλίο ή κάποια ταινία. Εκείνη η νύχτα όμως ήταν η νύχτα που έζησα τον πόλεμο εγώ. Στα μεγάλα έργα της παγκόσμιας Τέχνης, ειδικά σε ότι αφορά έργα λόγου, ο πόλεμος εκτός από τις στιγμές της μάχης και των ηρωικών στιγμών, εμπεριέχει ένα κυρίαρχο συναίσθημα. Τον τρόμο. Την απελπισία της αναμονής. Του αγνώστου. Της αίσθησης πως η επόμενη στιγμή μπορεί να είναι πραγματικά η τελευταία. Αυτό ακριβώς είναι η τρομοκρατία. Ο πόλεμος στο μυαλό σου. Εκείνη τη νύχτα, η πόλη του Φωτός βυθίστηκε στο σκοτάδι του φόβου για την ίδια τη ζωή. Εκεί έξω υπήρχαν κάποιοι που δεν ξέραμε, ούτε ποιοι, ούτε πόσοι, ούτε που ήταν, που έσπερναν σφαίρες και θάνατο. Χωρίς καν να ξέρουμε το λόγο.

Περνώντας η νύχτα, το δράμα μεγάλωνε. Οι ομηρίες άρχισαν να γεμίζουν με λεπτομέρειες. Αρχίσαμε να μετράμε νεκρούς. Το αυτοκίνητο, που πότε ήταν ένα, πότε δύο, και για λίγες ώρες κανείς δεν καταλάβαινε αν και τι έκανε και που, άρχισε να περιορίζεται ως φήμη και τρόμος. Και να γίνεται σαφής απειλή και στόχος όλης της αστυνομίας και του στρατού που είχε γεμίσει πια το Παρίσι.

Ο τραγουδιστής των Eagles of Death Metal, Jesse Hughes, αποτίνει φόρο τιμής στους νεκρούς της επίθεσης.

Κάπου λίγο πριν το ξημέρωμα, ένας φίλος φίλου, παλιού συναδέλφου, αρχισυντάκτης σε μια τηλεοπτική εκπομπή, μου ζήτησε να μιλήσω λίγο μέσω Skype σε ένα ελληνικό κανάλι. Αξημέρωτα ήταν ακόμα στην Ελλάδα, μόλις αχνοφαινόταν η πρώτη ηλιαχτίδα στο πιο παγωμένο Παρίσι απ’ τον δεύτερο παγκόσμιο και μετά. Ξέροντας πόσο δύσκολη δουλειά κάνει ένας άνθρωπος σε ένα τηλεοπτικό κανάλι σε τέτοια θέση, ειδικά τέτοιες μέρες και ώρες, είπα πως, οκ, δεν θα ταν και τίποτα σπουδαίο να μιλήσω λίγο, εν είδει «ανταποκριτή».

Ήταν πέντε και τέταρτο, όταν ο πατέρας μου, άνοιγε την τηλεόραση, μισοκοιμισμένος ακόμα για να δει τι παίζει στα κανάλια. Όταν με είδε μπροστά του, μέσα από την κάμερα του ipad μου, να εξιστορώ τη νύχτα που πέρασε το Παρίσι κι εγώ μέσα σ’ αυτό. «Ξύπνα, το παιδί είναι στην τηλεόραση» σκούντηξε την μάνα μου, που τον αποπήρε πως έβλεπε κάποιο όνειρο. Αλλά δεν ήταν εφιάλτης. Ήμουν μπροστά του, παρότι δεν του είχα τηλεφωνήσει μες στη νύχτα, ασφαλής και ήρεμος, παρότι ξεκάθαρα ταλαιπωρημένος, ξενύχτης γαρ, σώος και «παραμυθατζής» όπως του άρεσε να με πειράζει. Και κάπως έτσι, ο πατέρας μου ξύπνησε από έναν εφιάλτη ήρεμος, αυτός κι οι υπόλοποι δικοί μου, οι μόνοι θαρρείς, που χάρηκαν εκείνο το πρωί, ενώ ο κόσμος πάγωνε με έναν τρόμο που δεν είχε φανταστεί πως υπήρχε δίπλα του, μέσα του.

Έπιασα τον εαυτό μου να τσιμπιέται για να πιστέψει πως όλα αυτά τα ζω. Ήταν αλήθεια.

Κλείνοντας μετά από ένα τρίωρο skype call και μια ατέλειωτη αναμετάδοση απ’ το Παρίσι, μάζεψα τα πράγματα μου σαν κυνηγημένος, παρήγγειλα ένα ταξί τηλεφωνικά και κατέβηκα τρέχοντας και με σκυφτό κεφάλι – μην ρωτάτε – για να δω τελευταία φορά το μικρό στενάκι, χωρίς κανένα ώριμο κορίτσι στο δρόμο, για να πάω στο Ντε Γκολ. Η πτήση μου ήταν το βράδυ, αλλά ο Γάλλος πρόεδρος είχε ήδη κλείσει τους δρόμους της Γαλλίας στα σύνορα, και η σκέψη μου ήταν πως αν έκλειναν και τα αεροδρόμια, όσοι θα βρίσκονταν σε αυτά, θα είχαν τουλάχιστον προτεραιότητα στις πτήσεις που απέμεναν, ή έστω εξασφαλισμένα ξενοδοχεία και ασφάλεια. Το ταξί ήταν το μόνο όχημα στον δρόμο από το κέντρο του Παρισιού ως το αεροδρόμιο σχεδόν στο 98% της διαδρομής. Σε όλο αυτό το διάστημα, δεν είδα ούτε έναν άνθρωπο. Πουθενά. Το Παρίσι ήταν σαν από ταινία Αποκάλυψης. Μόνο στο 28 μέρες Αργότερα είχα δει τέτοια εικόνα ως τότε. Έπιασα τον εαυτό μου να τσιμπιέται για να πιστέψει πως όλα αυτά τα ζω. Ήταν αλήθεια.

Δεκαοκτώ ώρες αργότερα, έπαιρνα αγκαλιά τα κορίτσια μου. Στην Αθήνα. Στο σπίτι μου. Εκείνο το βράδυ του Σαββάτου, κοιμήθηκα. Ο ύπνος που είχα χάσει την προηγούμενη νύχτα ήταν απαραίτητος. Μόνο που για πολύ καιρό μετά, ο ύπνος δεν θα ερχόταν συχνά, κι ο τρόμος κι οι αγωνίες θα γίνονταν μόνιμοι κάτοικοι στο μυαλό και το σώμα μου.

Μόνο που τώρα, με αφορμή την φωτογραφία του ColTrane στο Facebook, τα λόγια του Αισχύλου ήρθαν και μέλωσαν την μαυρίλα που ζούμε συλλογικά. Και γλύκανε η καρδιά, και είδα για μια στιγμή το σήμερα με άλλο μάτι. Γιατί θυμήθηκα τον τρόμο. Τον αληθινό. Τις χειρότερες νύχτες. Που όλοι μας έχουμε πίσω μας. Και κάπως έτσι απόψε, θα περάσω μια καλύτερη νύχτα. Έστω κι αν είμαι κλεισμένος σε ένα σπίτι. Και πάλι.

 

Διαβάστε ακόμα: Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής κόντρα στον ισλαμικό φανατισμό.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top