«Είχε δει στη βιτρίνα της τοπικής αντιπροσωπίας ένα μπλε παπί και κόλλησε να το κοιτάζει. Ήταν όμορφο, γυάλιζε το χρώμα του και η αντίθεση που έκανε η μαύρη σέλα, σε συνδυασμό με την άσπρη ποδιά, έκανε την καρδιά του να σπαρταράει…» (photo Honda).

Ήταν μια μέρα του Νοεμβρίου, σαν και τη σημερινή, πολλά χρόνια πριν, όταν ο Γιώργος αγάπησε βαθιά και για πάντα. Τον θυμάμαι στο σχολείο να μας το λέει με πάθος. Είχε δει στη βιτρίνα της τοπικής αντιπροσωπίας ένα μπλε παπί και κόλλησε να το κοιτάζει. Ήταν όμορφο, γυάλιζε το χρώμα του και η αντίθεση που έκανε η μαύρη σέλα, σε συνδυασμό με την άσπρη ποδιά, έκανε την καρδιά του να σπαρταράει.

Κάθε βράδυ, μετά το φροντιστήριο και για όλον τον χειμώνα, με βροχές ή με κρύα, εκεί πήγαινε και την άραζε με τις ώρες. Το κοίταζε και ονειρεύονταν βόλτες, βουνά και θάλασσες, μούρη στην καφετέρια και κορίτσια να τα πηγαίνει στο σπίτι τους, τις μεγάλες ώρες μετά τη ντίσκο.

«Έναν ολόκληρο κόσμο είχε φτιάξει στο μυαλό του, με αυτό το μηχανάκι πρωταγωνιστή και αυτόν σε πρώτο πλάνο, μια κανονική ταινία έπαιζε στο κεφάλι του, νύχτα μέρα».

Έναν ολόκληρο κόσμο είχε φτιάξει στο μυαλό του, με αυτό το μηχανάκι πρωταγωνιστή και αυτόν σε πρώτο πλάνο, μια κανονική ταινία έπαιζε στο κεφάλι του, νύχτα μέρα. Ήταν καλό παιδί ο Γιώργος και τρομερός καλλιτέχνης• όλοι είχαν να λένε για τις απίστευτες ζωγραφιές που έκανε και για τη φοβερή του συλλογή από κόμικς. Καλό παιδί πραγματικά, ευγενικός γλυκομίλητος, αλλά πολύ άτυχος.

Είχε αρρωστήσει βαριά όταν ήταν μωρό και αυτό του είχε αφήσει πολλά κουσούρια, οπότε, όταν είπε στους γονείς του, που δεν είχαν κανένα οικονομικό πρόβλημα, για το μηχανάκι, του το ξέκοψαν αμέσως. «Μόλις μεγαλώσεις λίγο, θα σου πάρω εγώ αυτοκινητάρα, να πηγαίνεις όπου θέλεις! Υπάρχουν ωραία αυτοκίνητα αυτόματα, που θα σε βοηθήσουν. Μηχανάκι, ούτε να το συζητάς!»

Του έκοψαν την φόρα, του γκρέμισαν τα όνειρα και δώσ’ του να στενοχωριέται βαθιά και να πονάει μέσα του, όταν έβλεπε όλους εμάς, με τα παπιά, με τα μηχανάκια μας να κόβουμε βόλτες. Πολλές φορές του λέγαμε να τον πάρουμε μαζί μας, αλλά δεν ήθελε. «Ή με δικό μου μηχανάκι, ή με τίποτα», έλεγε και πραγματικά το εννοούσε. Δεν καβάλησε συνεπιβάτης ποτέ.

Τα χρόνια πέρασαν και ήταν γενναιόδωρα μαζί του, του το χρωστούσαν νομίζω. Τα πήγε πολύ καλά στην ζωή του, σπούδασε και έγινε σπουδαίος αρχιτέκτονας, είχε καλές δουλειές και ακόμη και τις δύσκολες εποχές αυτός δεν είχε πρόβλημα. Ήταν μάγκας, πραγματικά, σε όλα του και δεν ξεχνούσε τους παλιούς φίλους, πάντα άραζε μαζί μας, όταν έρχονταν πίσω στην μικρή μας πόλη, σαν επισκέπτης πλέον.

Σε όλες τις συζητήσεις που κάναμε, πάντα η κουβέντα πήγαινε σε εκείνο το μπλε παπάκι που ήταν πια το μεγάλο απωθημένο του. Πες τα από εδώ, πες τα από εκεί, του είπα μια μέρα ότι ασχολούμαι με ανακατασκευές, ερασιτεχνικά, και αφού το έχει τέτοιον μεγάλο καημό να του βρω ένα και να του το φτιάξω, να του το φτιάξω καινούργιο, όπως αυτό που είχε καψουρευτεί τότε, παιδάκι.

«Τα συμφωνήσαμε και όλα πήραν τον δρόμο τους. Μου είπε να μη λυπηθώ χρήματα και να βάλω ό,τι καλύτερο, μόνο γνήσια ανταλλακτικά, να γίνει καινούργιο μέσα κι έξω. Και το παπάκι έγινε πραγματικά καινούργιο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα» (photos GCM).

Έλαμψαν τα μάτια του. «Αλήθεια, ρε φίλε;», μου είπε και ο τρόπος που με κοίταξε ήταν ακριβώς ο ίδιος όπως τότε που πωρωμένος μου εξιστορούσε στο σχολείο τον μεγάλο του καημό. Τα συμφωνήσαμε και όλα πήραν τον δρόμο τους. Μου είπε να μη λυπηθώ χρήματα και να βάλω ό,τι καλύτερο, μόνο γνήσια ανταλλακτικά, να γίνει καινούργιο μέσα κι έξω.

Μετά από αυτό η δουλειά ήταν εύκολη και το παπάκι έγινε πραγματικά καινούργιο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Τον πήρα τηλέφωνο να του το ανακοινώσω και τότε έμαθα ότι η ζωή ήταν ακόμη μια φορά σκληρή μαζί του, άδικη. «Αυτοκινητιστικό…», μου είπε αυτός που σήκωσε το τηλέφωνο. Είπα κι εγώ αυτό το τυπικό «συλλυπητήρια» και το έκλεισα.

«Από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα ο πιτσιρικάς ήταν έξω από το μαγαζί και χάζευε το παπάκι».

Βρε τον Γιωργάρα, δεν τον ήθελε τον κακόμοιρο να καβαλήσει κάποτε αυτό το γαμωπαπί… Άφησα να περάσει λίγος καιρός, να χαλαρώσουν κάπως τα πράγματα, και πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα του και της είπα ότι υπάρχει ένα παπάκι του άντρα της στα χέρια μου και πού θέλει να της το στείλω. Μου το ξέκοψε αμέσως:
«Άσε μας, άνθρωπέ μου, στον καημό μας, με το μηχανάκι! Έχω δυο μικρά αγόρια και είμαι χαροκαμένη, δεν θέλω να τα χάσω κι αυτά!». «Μα», της είπα, «είναι πληρωμένο και έτοιμο, τι να το κάνω;» «Ξερωγώ;», είπε ξερά, «κράτα το, πέτα το, δεν με νοιάζει. Τι να σου πω; Πούλα το και στείλε μου τα χρήματα. Πάντως μηχανάκι στο σπίτι μου δεν θα έρθει ποτέ!».

Έκλεισα το τηλέφωνο και κούνησα το κεφάλι πάνω κάτω, δαγκώθηκα και λίγο. «Τι σου είναι το πεπρωμένο, ρε παιδάκι μου», σκέφτηκα, «ούτε μετά θάνατον, δεν θα συναντηθούν ο Γιώργος, με το παπί του». Του έβαλα ένα πωλητήριο και περίμενα ενώ κυκλοφορούσα κάθε μέρα μ’ αυτό. Όλες τις δουλειές είχα κάνει με αυτό, ούτε κιχ δεν έκανε, χρονομηχανή πραγματική, λες και μόλις βγήκε από την αντιπροσωπεία.

Πέρασαν διάφοροι πονηροί, κάποιοι ήξεραν και την ιστορία και ήθελαν να το φάνε για ένα κομμάτι ψωμί. «Όχι, ρε κερατάδες!», σκεφτόμουν και ανέβαζα την τιμή αντί να τη κατεβάσω. Μετά ήρθαν κάτι άλλοι, και καλά αβέρτες, που το ήθελαν, αλλά να τους κόψω κάτι. Μωρέ, ούτε σεντ δεν έκοψα. Η χήρα δεν βιάζονταν, δεν είχε ανάγκη, οπότε κι εγώ ήμουν άνετος.

Μια μέρα ήρθε εκεί που το οδηγούσα, στο φανάρι δίπλα μου, ένας πιτσιρικάς και μου έκανε νόημα. Καλό παιδί, ευγενικό και μετρημένο, να ήταν 16, 17, κάπου εκεί. Με ρώτησε και τα μάτια του δεν ξεκόλλαγαν από πάνω του, τι και πώς, ήθελε να τα μάθει όλα. Ξεκαβάλησα και μιλούσαμε πάνω από μισή ώρα. Του τα είπα όλα: πώς ήταν, τι άλλαξα, τι βελτίωση, πώς το έβαψα… Όλα με κάθε λεπτομέρεια. Ο πιτσιρικάς είχε εκστασιαστεί. Με ευχαρίστησε και έφυγε αναστενάζοντας.

Από εκείνη τη μέρα και κάθε μέρα ήταν έξω από το μαγαζί και το χάζευε. Σχεδόν κάθε απόγευμα περνούσε, μου έκανε ένα νόημα έξω από τη βιτρίνα, τον χαιρετούσα κι εγώ και καθόταν και το κοίταζε. Λύγιζε τα πόδια και το κοιτούσε χαμηλά, τα σήκωνε και το κοιτούσε από πάνω, απομακρύνονταν και το χάζευε από μακριά…

Τον έπιασα μια μέρα και του είπα: «Το θέλεις;» Τα μάτια του κοίταζαν το πεζοδρόμιο. «Το θέλω, το θέλω σαν τρελός, αλλά δεν έχω, δεν μπορώ να μαζέψω τόσα που ζητάτε». «Πόσα έχεις, ρε μάγκα;», τον ρώτησα. Σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε σαν κλαμένο κουτάβι. Είχε το ένα τρίτο από όσα ζητούσα, από όσα θεωρούσα ότι έπρεπε να πουληθεί.

Το «παπάκι» μπορεί να γεννήσει άπειρες ιστορίες εφηβικής τρέλας (photo Η&Η Classics).

«Α, ρε Γιώργη… Αυτά που ονειρευόσουν, αυτά που ήθελες τόσο πολύ να κάνεις και ποτέ δεν τα κατάφερες, τα έκανε το παπί».

«Πάρ’ τα και έλα αύριο να κάνουμε τη μεταβίβαση. Άντε, καλόβολτο», του είπα. Τα έχασε, δεν μπορούσε να το πιστέψει, νόμιζε ότι του κάνω πλάκα, αλλά με τα πολλά πείστηκε. Το χέρι δεν μου φίλησε μόνο, για να δείξει τη χαρά και την ευγνωμοσύνη του. «Σταμάτα, ρε! Αύριο, όπως είπαμε». Κι έτσι έγινε. Ήρθε, άφησε τα χρήματα, που τα έστειλα αμέσως στη χήρα, το πήρε μαζί με την υπεύθυνη δήλωση και εξαφανίστηκε, ευτυχισμένος.

Τον ξαναείδα, έξω από τσιπουράδικα αργά το βράδυ, μπροστά από μπαράκια, τον είδα να περνάει μπροστά από το μαγαζί και να με χαιρετάει με το χέρι σηκωμένο, με καινούργιο κράνος που έλαμπε και με μπουφανάρα, τον είδα μια Κυριακή, καθώς πήγαινα με την μηχανή μου για καφέ σε κοντινό ορεινό χωριό, να πηγαίνει στον δρόμο και πίσω του μια πιτσιρίκα να τον κρατάει σφιχτά αγκαλιά.

Α, ρε Γιώργη… Αυτά που ονειρευόσουν, αυτά που ήθελες τόσο πολύ να κάνεις και ποτέ δεν τα κατάφερες, τα έκανε το παπί. Έκανε όλα αυτά για τα οποία το ήθελες. Ας είναι… Η ζωή προχωράει με εμάς και χωρίς εμάς. Πάντα έτσι ήταν και πάντα έτσι θα είναι.

 

//Ο Γιάννης Σιδεράκης είναι ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου «Η Πολυθρόνα του Νίτσε», στην Άρτα. Έχει γράψει το βιβλίο «Μηχανάνθρωποι».

 

 

Διαβάστε ακόμα: Ι’m a Rocket Μan. Δαμάζοντας την Triumph Rocket 3R.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top