Cusco 1988: στην Plaza de Armas. Φωτο: Κωνσταντίνος Γκόφας

Κούσκο, 1988: στην Plaza de Armas. Φωτο: Κωνσταντίνος Γκόφας.

Κούσκο, Περού, Ιούλιος 1988, υψόμετρο 3.399 μ. Μπήκα στο εστιατόριο στη μια το μεσημέρι και διάλεξα ένα τραπεζάκι ακριβώς στη μέση της ηλιόλουστης αυλής. Κάθισα κι έβγαλα το σακάκι μου. Κοίταξα προσεκτικά τον σερβιτόρο που με πλησίασε με ταχύτητα και επαγγελματισμό. Είχε τα αδρά χαρακτηριστικά των Κέτσουα, άξιων απογόνων των Ινκας του Περού. Σκούρο χρώμα, κοντός και τραχύς. Μου χαμογέλασε, δείχνοντας μια σειρά από κιτρινιασμένα δόντια.

«Από την chicha», σκέφτηκα. Από το ποτό των Άνδεων. Σε όλα τα χωριά των Κέτσουα, των Ινδιάνων των βόρειων Άνδεων, η chicha είναι το φθηνό ποτό των πανηγυριών. Γίνεται από καλαμπόκι που υφίσταται ζύμωση. Σύμφωνα με την παράδοση –αλλά δεν ξέρω αν είναι αλήθεια- δίνουν το καλαμπόκι στους φαφούτηδες γέρους να το μασήσουν προτού το αφήσουν να ζυμωθεί. Κοίταξα τριγύρω. Οι υπόλοιποι πελάτες μέσα στο εστιατόριο ήταν δημόσιοι υπάλληλοι της νομαρχίας του Κούσκο, στρατιωτικοί, κάποιοι εκπαιδευτικοί και μερικοί δάσκαλοι.

Το εστιατόριο μου τό ‘χαν συστήσει. Μού ‘χαν πεί ότι για έναν δάσκαλο Γαλλικών αυτό το εστιατόριο, κι όχι άλλο, ήταν το πιο ενδεδειγμένο για να τρώω καλά. Το ενδιαίτημα βρισκόταν αρκετά πιο έξω από εκεί που έμενα, στη γέφυρα Γκράου. Είχα περπατήσει τουλάχιστον μια ώρα προτού φτάσω εδώ. Τώρα ήμουν καθισμένος στην αυλή του και τα βλέμματα των θαμώνων είχαν στραφεί πάνω μου. Ένας Ευρωπαίος στο εστιατόριο των δημοσίων υπαλλήλων! Ήμουν το αντικείμενο συζήτησης.

Αριστερά, Cusco 1988: στο σπίτι ενός φίλου. Δεξιά, αυλή κοντά στο σπίτι μου. Φωτο: Κωνσταντίνος Γκόφας

Αριστερά: Κούσκο, 1988. Στο σπίτι ενός φίλου. Δεξιά: Αυλή κοντά στο σπίτι μου. Φωτο: Κωνσταντίνος Γκόφας

Πήρα από τα χέρια του σερβιτόρου τον κατάλογο και κοίταξα το μενού. Ήταν όλο γραμμένο στα Κέτσουα. Σε μερικά πιάτα υπήρχε μια αχνή μετάφραση στα Ισπανικά. Δεν κταλάβαινα τίποτα. «¡No entiendo nada, señor!» Μέσα από ένα χείμαρρο Κέτσουα μαζί με λίγα Ισπανικά, ο σερβιτόρος προσπάθησε να μου εξηγήσει. Έτσι, στα ακατάληπτα Κέτσουα του καταλόγου προστέθηκαν τα Κέτσουα της επεξήγησής του. Ένα πυκνό και αδιαπέραστο διαπολιτισμικό πέπλο απλώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Αισθανόμουν τα μάτια των θαμώνων να με σουβλίζουν γεμάτα αδημονία: Τι θα παράγγελνα άραγε; Τι θα παράγγελνε ο γκρίνγκο;

Αποφασίζω στην τύχη. «Chhanqa» γράφει o κατάλογος. «Sopa de criadillas» επιμένει να μου εξηγεί αγέρωχος ο σερβιτόρος. «Τι είναι αυτό το criadillas;» Γελάει συγκαταβατικά: «¡e muy rico señor!» Πολύ νόστιμο! Ναι, αλλά τι είναι, επιμένω. «Q’oroti, señor». Πραγματικά δεν καταλαβαίνω. Δεν μιλάω Κέτσουα παρά τα είκοσι μαθήματα που πήρα στο κέντρο του Κούσκο, στην «Academia del Quechua». Έμαθα να μετράω, έμαθα να λέω «Καλημέρα, ποιο είναι το όνομά σας;» και «Είστε πολύ όμορφη, δεσποινίς».

Αλλά αυτό το «Q’oroti» δεν ξέρω τι είνα; Το δε ισπανικό «cridadillas» που δειλά φυτρώνει από κάτω, επίσης δεν μου λέει κάτι. Δεν το έχω ματαδεί σε κανένα λεξικό,. Ούτε καν στο Μεγάλο Λεξικό της Ισπανικής Ακαδημίας. Ας είναι! Λίγη τόλμη δεν έβλαψε ποτέ! Μαζεύω θάρρος περισσό και, αναλογιζόμενος τον επιφανή πρόγονό μου που πολέμησε το 1822 στα Δερβενάκια, παραγγέλνω υψιφώνως: «sopa de criadillas ¡por favor!». Μια σούπα από criadillas. Και μια μπίρα «Κουσκνένια».

a-068

Μια εξευρωπαϊσμένη εκδοχή της «sopa de criadillas».

Ο σερβιτόρος αποσύρεται με βήμα γοργό, ευτυχής που απέσπασε επιτέλους παραγγελία από έναν τόσο άβουλο και βαρετό γκρίνγκο. Στην άκρη, πάντως, των χειλιών του βλέπω να διαγράφεται η αρχή ενός ύποπτου χαμόγελου.

Πολύ καλό για το σεξ με πληροφορεί καλόκαρδα. Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι με τρόμο περί τίνος πρόκειται. Ένας μεγάλος όρχις ταύρου κολυμπά στο μέσον της σούπας μου!

Αρχίζει η ατέρμονη αναμονή. Παίρνω το προσήκον ύφος. Ένας καθηγητής Γαλλικών στο Κούσκο πρέπει να έχει ένα ορισμένο στυλ, ένα status. Να είναι σοβαρός. Τεντώνομαι. Ρίχνω ένα πλάγιο βλέμμα στα γύρω τραπέζια. Άραγε οι θαμώνες με κοιτάνε; Ή είναι ιδέα μου; Σίγουρα με παρατηρούν, καταλήγω αυτάρεσκα! Ένας γκρίνγκο στο εστιατόριο των δημοσίων υπαλλήλων! Ένας ξένος στο εστιατόριο. Ενας Ευρωπαίος, καλοστεκούμενος, τριαντάρης, εργένης. Νομίζω, άλλωστε, – ή καλύτερα θέλω να νομίζω- ότι ορισμένα γυναικεία βλέμματα στρέφονται διακριτικά προς το μέρος μου.

Η ώρα περνά και η «Sopa de criadillas» άφαντη. Ο ήλιος έχει φτάσει στο ζενίθ του. Ο ήλιος των Άνδεων,σηκώνεται νωρίς το πρωί και με δυσκολία διώχνει το κρύο της νύχτας. Όταν όμως μεσουρανήσει, τότε χτυπάει κατακέφαλα! Κάθε πρωί ντύνομαι σαν κρεμμύδι και, καθώς οι ώρες περνάνε, αναγκάζομαι από τη ζέστη να αφαιρώ ένα-ένα τα ρούχα. Τώρα, καταμεσήμερο, στοχεύει κατευθείαν το κεφάλι μου, στη μέση της αυλής του εστιατορίου του Κούσκο.

1988. Λίμνη εξω από το Κούσκο. Φωτο: Κωνσταντίνος Γκόφας

1988. Λίμνη εξω από το Κούσκο. Φωτο: Κωνσταντίνος Γκόφας

Επιτέλους, ο σερβιτόρος βγαίνει από τη σκοτεινή κουζίνα! Στα χέρια του κουβαλά ένα δίσκο και πάνω στο δίσκο η σούπα μου. Το υδαρές μέρος της πλησιάζει το χείλος του πιάτου με ορμή ινδονησιακού τσουνάμι, αλλά το έμπερο χέρι του σερβιτόρου με μια επιδέξια κίνηση την τιθασεύει. Όμως, τι είναι αυτό το μαύρο πράγμα που επιπλέει ταλαντευόμενο καταμεσίς στη σούπα; Μοιάζει με μάτι εξωγήινου.

Η σούπα απογειώνεται από το δίσκο και, με χάρη καταδιωκτικού αεροπλανοφόρου, έρχεται και προσγειώνεται μπροστά μου. Ο σερβιτόρος μού χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο: «Las criadillas señor!» μου ανακοινώνει επίσημα. «¡Bueno para el sexo!». Πολύ καλό για το σεξ με πληροφορεί καλόκαρδα. Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι με τρόμο περί τίνος πρόκειται. Ένας μεγάλος όρχις ταύρου κολυμπά στο μέσον της σούπας μου!

Απ’ το σχολείο είχα διαπιστώσει ότι το ευαίσθητο και τρυφερό αυτό μερός του ανδρικού σώματος ήλκυε ακατανίκητα τις μπάλες ποδοσφαίρου -κυρίως στα πέναλτι- κατά τη διάρκεια των αγώνων μεταξύ των τάξεων του Λυκείου στο οποίο φοιτούσα. Πόνος και οδυρμός σε κάθε πέναλτι, όταν η μπάλα, αντί να κατευθυνθεί με ορμή στα δίχτυα του αντιπάλου, έβρισκε με σαδισμό το ευαίασθητο αυτό σημείο, προκαλώντας τις διάφορες οιμωγές του ατυχούς θύματος.

Το να βλέπω λοιπόν τώρα αυτό το ένδοξο απομεινάρι ενός περήφανου ταύρου, ο οποίος μέχρι χτες έβοσκε αμέριμνα στο Altiplano, το οροπέδιο των Άνδεων, μου προξενεί δέος. Η μουσική αρχίζει να παίζει ένα γνωστό σκοπό, ένα huayno των Άνδεων: «Ojos azules – Γαλάζια μάτια»: «Γαλάζια μάτια μην οδύρεστε, μην κλαίτε και μην αγαπάτε – θα κλαίτε σαν εγώ πια θα έχω φύγει, όταν πια γιατριά δεν θά ‘χει».

Η μουσική δυναμώνει και τρείς γυναίκες αρχίζουν να χορεύουν huayno. Δεν αισθάνομαι καλά. Όλα με εκδικούνται. Εκδικούνται έναν γκρίνγκο που είχε το θράσος να φάει τον όρχι ενός υπέρηφανου ταύρου των Άνδεων.

Συγκεντρώνομαι στο πιάτο μου. Στο κέντρο της σούπας, το μαύρο και γλοιώδες πράγμα επιπλέει σαν σωσσίβια λέμβος στη μέση του Ειρηνικού. Κοιτάω πάλι γύρω μου: όλοι έχουν σταματήσει να τρώνε και με κοιτάνε με ενδιαφέρον. Θα τα καταφέρει ο γκρίνγκο; Ε λοιπόν όχι! Δεν θα τους κάνω τη χάρη! Θα κάνω την καρδιά μου πέτρα, μα θα το φάω! Είναι θέμα τιμής!

Προσπαθώ να στριμώξω τον όρχι στην άκρη του πιάτου. Αλλά ο όρχις αυτός, κόσμημα και περηφάνεια του ιδιοκτήτη του, σουλατσάριζε μέχρι πρότινος στις απάτητες κορφές του Q’olluriti. Τον έβλεπαν οι αγελάδες και ποιος ξέρει πόσες από δαύτες χάρηκαν χαρά μεγάλη από τις λαμπρές επιδόσεις του.

Ωστόσο, τούτος ο όρχις δεν αποδέχεται εύκολα την ύστατη αυτήν ταπείνωση, να καταλήξει στο στομάχι ενός γκρίνγκο. Δεν παραδίδει το πνεύμα αμαχητί! Ξεγλιστρά σαν χέλι του Αμβρακικού και με χάρη μπαλαρίνας της ΕΛΣ αποφεύγει τις υστερικές μου προσπάθειες να τον φέρω βόλτα. Κάθε φορά που επιχειρώ να τον στριμώξω στη μια άκρη του πιάτου, γλιστρά και φεύγει με ορμή προς την αντίθετη πλευρά, αδειάζοντας μαζί και λίγη από τη σούπα.

Υπαίθριο εστιατόριο εξω από το Κούσκο. Φωτο: Κωνσταντίνος Γκόφας

Υπαίθριο εστιατόριο έξω από το Κούσκο. Φωτο: Κωνσταντίνος Γκόφας

Πίσω στην αίθουσα ακούω κάποιον να χασκογελά. Πεισμώνω. Η μουσική τώρα έχει αλλάξει- παίζει ένα μοιρολόι, το «Flor de Retama», ένα τραγούδι για τους χωρικούς που σκοτώθηκαν το 1969 σε μια διαδήλωση. Η μουσική δυναμώνει. Πίνω ένα ποτήρι μπίρα. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι από το μέτωπό μου. Ο ήλιος ζεματάει. Μέσα στην παραζάλη μου, βλέπω το μαύρο, γλοιώδες πράγμα στη μέση της σούπας μου και μου φαίνεται πώς ζωντανεύει. Σαν να μου κλείνει το μάτι. Είναι δυνατόν; Σαν να μου στέλνει ένα τελευταίο μήνυμα ο ταύρος, στον οποίο το πολύτιμο κόσμημα μέχρι πρότινος ανήκε.

Με ατσάλινο πνεύμα και βούληση χαλυβδωμένη, ορμάω εναντίον του ανυπότακτου όρχι και του καρφώνω το μαχαίρι στο δόξα πατρί. Ο όρχις είναι πλέον ακίνητος. Παρέδωσε το πνεύμα. Με μικρές επιδέξιες κινήσεις τον τεμαχίζω. Και έτσι, εκών-άκων, καταλήγει στο στομάχι μου.

Η μουσική δυναμώνει ακόμη πιο πολύ και τρείς γυναίκες σηκώνονται κι αρχίζουν να χορεύουν huayno. Δεν αισθάνομαι καλά. Ο ήλιος που λάμπει, η μπίρα που είναι δυνατή και, πάνω απ’ όλα, ο όρχις μέσα στο στομάχι μου, όλα με εκδικούνται. Εκδικούνται έναν γκρίνγκο που είχε το θράσος να φάει τον όρχι ενός υπέρηφανου ταύρου των Άνδεων.

Φωνάζω τον σερβιτόρο. Πληρώνω και σηκώνομαι. Παίρνω δύσθυμος το δρόμο του γυρισμού, για το σπίτι μου κοντά στη γέφυρα Γκράου.

 

Διαβάστε ακόμα:  Οι περιπέτειες μου στο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας: Τελικά, έχει πλάκα ν’ ανεβοκατεβαίνεις τον Όλυμπο!

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top