
Η Γιορτή του Πατέρα είναι μια γιορτή «ξεχασμένη», γιατί μας έμαθαν πως ο πατέρας είναι μια οντότητα χωρίς συναίσθημα. (Φωτογραφία/Σύνθεση: Sabine Van Straaten+Federico Enni/Unsplash)
5 συντάκτες του Andro.gr αποφάσισαν να αφιερώσουν επιτέλους λίγες λέξεις σε εκείνους τους ανθρώπους που βρίσκονται συχνά στο περιθώριο της αγάπης, επειδή παρεξηγιούνται από το ότι είναι άνδρες. Έχουμε πειστεί πως οι άνδρες είναι χοντρόπετσοι, βαρβάτοι, δεν έχουν συναισθηματικό δέσιμο, είναι απλά providers και για τις υποχρεώσεις και ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε το πώς είναι να είσαι πατέρας. Ο ελάχιστος φόρος τιμής, είναι αυτό το κείμενο για τους μπαμπάδες μας, σήμερα, στη Γιορτή του Πατέρα.
Ο μπαμπάς της Γεωργίας Δρακάκη μαζεύει κοχύλια και ψαρεύει με τις ώρες
Ο Γιώργος ήταν ένα αγόρι ερωτευμένο με την Κυριακή, της έκανε έρωτα στην Αστυπάλαια το φθινόπωρο του 1991 και το καλοκαίρι του 1992 που ήρθα στον κόσμο τον έκανα μπαμπά. Ήταν έτοιμος για μένα, από παιδί. Αγαπούσε πάντα την ζωή, τα παιδιά, τα ζώα, τα φυτά και τα αντικείμενα-τα μικρά και ασήμαντα αντικείμενα. Ο μπαμπάς μου δεν ξέρει να κάνει άλλο πράγμα από το να αγαπάει τους άλλους. Είναι όμορφος και πάντα νέος. Μελαχρινός, αδύνατος, ευγενικός.
Μου κληροδότησε την κρητική του χάρη και το στενό, επιπόλαιο κούτελο της παρόρμησης και της χαράς. Ο μπαμπάς μου δεν διαβάζει βιβλία ούτε έχει συλλογή βινυλίων. Δεν έχει πτυχίο πανεπιστημίου και κάνει ορθογραφικά λάθη. Δεν πίνει αλκοόλ και δεν καπνίζει. Τρώει ξηρούς καρπούς, ωμά λαχανικά, φρούτα και ψωμί με λάδι και ελιές. Φτιάχνει τον πιο νόστιμο ελληνικό καφέ. Μαζεύει κοχύλια, κολυμπά και ψαρεύει με τις ώρες. Βλέπει τηλεόραση, αγαπά την μαμά, εμένα, τον αδερφό μου.
Ο μπαμπάς μου είναι ένα αγόρι. Τυπικός Ιχθύς, στα σύνορα του Υδροχόου. Δεν με μάλωσε ποτέ στ’ αλήθεια. Δεν μου απαγόρευσε τίποτα. Με βοήθησε να αγαπήσω τους άντρες και να πιστέψω στον έρωτα και τις σχέσεις. Καμιά φορά, νιώθω αδύναμη. Αλλά ύστερα θυμάμαι πως ο μπαμπάς μου με θεωρεί δυνατή και άξια. Θέλω πάντα να τον κάνω υπερήφανο, αλλά αυτό δεν με σκλαβώνει, με ελευθερώνει. Ο μπαμπάς μου είναι υπερήφανος όταν ευτυχώ, κι ας έχω αποτύχει. Όταν χαμογελώ από την καρδιά μου, κι ας έχουν προηγηθεί χιλιάδες δάκρυα. Ο Γιώργος είναι ένα αγόρι κι εγώ το πρώτο του, το πολύτιμό του κοριτσάκι. Έγινα γυναίκα, πια, μπαμπά. Σ’ ευχαριστώ για όλα που έκανες και για όσα δεν έκανες, για να είμαι σήμερα αυτή που είμαι, η κόρη σου.

Πατέρας και κόρη. Πόσες ιστορίες και μύθοι έχουν γραφτεί για αυτή τη σχέση;(Φωτογραφία: Robert Eklund/Unsplash)
Ο μπαμπάς της Εύας Μαρκάκη είναι ο Τομ Κρουζ σε Mission Impossible
Ο μπαμπάς μου, μέχρι τα 12-13, νόμιζε πως είχε γιο οπότε με έπαιρνε μαζί του για ψαροντούφεκο αλλά και σε αγώνες motocross ή rally, μου μάθαινε ελεύθερη κατάδυση και να πιάνω χταπόδια με τα χέρια. Παράλληλα, με έμαθε να ασχολούμαι με τον μοντελισμό, φτιάχνοντας μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα, αλλά και σκοποβολή, να αλλάζω λάμπες και κυρίως να μη μασάω πουθενά. Εγώ πάλι, όταν ήμουν πολύ μικρή, χαζεύοντας με την αδερφή μου ένα παλιό άλμπουμ με φωτογραφίες από την εποχή που ο μπαμπάς ήταν βατραχάνθρωπος στα ΟΥΚ, πίστευα ότι ο μπαμπάς μου είναι σούπερ ήρωας.
Έπιανε σμέρνες στο βυθό, πήδαγε με αλεξίπτωτα και κράταγε την αναπνοή του κάτω από το νερό λες και είχε βράγχια (και ακόμα το κάνει). Στα μάτια ενός 6χρονου αυτά είναι αρκετά για να πιστέψει οτι ο μπαμπάς του έχει υπερδυνάμεις. Κατάλαβα πόση αξία έχουν όλα αυτά όταν μεγάλωσα και συνειδητοποίησα πόσο τυχερή είμαι που είχα και έχω αυτό το μπαμπά, που με έκανε να νιώθω συνέχεια και πριγκίπισσα αλλά και αγοροκόριτσο από τα Καμίνια.
Επίσης, είμαι τόσο ευγνώμων που είναι, όλα αυτά τα χρόνια, τα φτερά μου για να πετάω, στηρίζοντας τις ομολογουμένως ατελείωτες και τόσο διαφορετικές σπουδές μου, από το master στην Κλινική Βιοχημεία μέχρι το Master of Wine (μπαμπά υπόσχομαι, αυτό είναι το τελευταίο), όντας πάντα, μαζί με τη μητέρα μου, ο πιο θερμός μου υποστηρικτής και φανατικός αναγνώστης. Σχεδόν 40 χρόνια μετά, συνεχίζω να πιστεύω πως ο μπαμπάς μου είναι σούπερ ήρωας για πάρα πολλόύς λόγους αλλά κυρίως γιατί με “σώζει” σχεδόν πάντα είτε είναι στην Ελλάδα είτε στη μέση του Ειρηνικού. Ξέρετε πόσες βιντεοκλήσεις με βίδες, καλώδια και καζανάκια έχουμε κάνει; Είναι πάντα εδώ.

Οι μπαμπάδες δεν είναι μόνο υπερήρωες και αδιαπέραστοι για τα παιδιά τους. Είναι κι οι ίδιοι παιδιά που θέλουν αγκαλιές και χάδια. (Φωτογραφία: Lauren Lulu Taylor/Unsplash)
Ο καλός ξύστης πλάτης μπαμπάς του Δημήτρη Παπαδόπουλου
Οδηγώ και στο πίσω κάθισμα ο Άρης και ο φίλος του Παύλος συζητάνε σοβαρά για πίστες σε ηλεκτρονικά που έχουν κατακτήσει, για ταινίες που έχουν δει, για τρομακτικά πράγματα που έχουν κάνει. Υποψιάζομαι ότι έχουν βάλει πολλή φαντασία στον διάλογο, τους κοιτάζω απ’ τον καθρέφτη, δεν θέλω να δουν ότι τους παρακολουθώ, όχι τους νοιάζει κιόλας.
Ίσως πατρότητα είναι αυτό. Να ακούς και να μην κρίνεις, να παρακολουθείς χωρίς να ενοχλείς, να επεμβαίνεις χωρίς να περιορίζεις. Πόσες φορές γυρνούσαμε αργά στο σπίτι και λέγαμε: ευτυχώς, δεν με κατάλαβαν οι γονείς μας. Τώρα πια ξέρω: μόλις έκλεινε η πόρτα, ο πατέρας μου απλώς έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθεί. Επιλέγουμε τις μάχες μας, να μπει κι αυτό στο manual της πατρότητας.
Όχι πως είχαν manual οι πατεράδες μας. Τόσα γνώριζαν, τόσα έκαναν. Τόσα τους άφηναν να κάνουν κι εκείνοι, δέσμιοι στον ρόλο του αυστηρού μπαμπά, φρόντιζαν να βάζουν τάξη. Ο μπαμπάς μου έχει πλάκα, έλεγε αστεία, είναι ευγενικός. Τις Κυριακές έφτιαχνε πρωινό με αυγά scrambled και βραστές πατάτες που περνούσε απ΄το τηγάνι με λίγο κρεμύδι. Ακόμη και σήμερα, εντάξει μπορεί σήμερα πια όχι, αλλά μέχρι πολύ πρόσφατα μου πρότεινε να μου στύψει μια πορτοκαλάδα. Είναι πολύ αγαπητός, ήταν πάντα συνετός και έπιαναν τα χέρια του. Θυμάμαι ακόμη ένα παιχνίδι που μας είχε φτιάξει για μένα και τον αδερφό μου. Με μια σανίδα και πρόκες συνταγμένες, είχε φτιάξει ένα «δασάκι» που με το δαχτυλο έσπρωχνες το κέρμα απ΄τη μια στην άλλη. Σαν ποδοσφαιράκι, ας πούμε.
Ο μπαμπάς μου ήταν τεχνίτης χρυσοχόος και τα δάχτυλά του ήταν μαύρα από το λιμάρισμα και το λούστρο, άλλα έκαναν τρομερό μασάζ κι ακόμη πιο καλό ξύσιμο: «μπαμπά, ξύσε λίγο ακόμη». Του Αγιαντρεός, που ήταν κλειστά τα μαγαζιά της Πάτρας, ερχόταν στην Αθήνα για να ψωνίσει υλικά. Στην επιστροφή έφερνε αμερικάνικες σοκολάτες Twix και Mars. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχα πάει μαζί για γλυκό. Πρέπει να ήταν στον Καραβίτη. Μπορεί η ανάμνηση να είναι θολή, η αίσθηση όμως είναι σαφής. Ήμουν 6 ετών, είχαμε μόλις μετακομίσει από τη Νέα Υόρκη, όπου γεννήθηκα. Παρήγγειλα Coke και μερικά λεπτά μετά έφτασε μπροστά μου ένα μπαμπάτσικο και γυαλιστερό κoκ. Ήταν όλα πολύ δύσκολα για μένα, με τα «έξω οι βάσεις και οι Αμερικάνοι» και τους δρόμους με τις στροφές. Έμαθα ότι το κοκ είναι πάστα. Υποτάχτηκα στην δύναμη του γλυκού του γηπέδου περισσότερο από ό,τι στην Coke, τελικά.
Δύσκολο πράγμα η πατρότητα, ανάμεσα στα «μη» και στα «πρέπει», οφείλεις να βρεις το μονοπάτι για την τρυφερότητα, τη σιγουριά και την εμπιστοσύνη αμφίδρομα. Διότι για να σε εμπιστευτεί στο σοβαρό, θα πρέπει να έχεις επενδύσει χρόνο στα αστεία, στα παιχνίδια, στα ανέφελα. Για να μπορείς να κλείνεις το φως και να κοιμηθείς παρόλο που γύρισε πολύ πιο αργά από την ώρα που συμφωνήσατε, θα πρέπει να έχεις περάσει ώρες με τουβλάκια, μπάλες, κουβέντες, διαβάσματα και μοίρασμα. Το πάνω του κωκ εγώ, το σιροπιαστό εκείνος. Μπαμπά μου, και μπαμπάδες, χρόνια πολλά!

Ίσως η πρώτη στιγμή που κάποιος νιώθει πατέρας, να είναι αυτή που το παιδί του βάζει τη μικρή του παλάμη πάνω στη δική του μεγάλη παλάμη. (Φωτογραφία: Liane Metzler/Unsplash)
Μεταξύ βιβλίων Ιστορίας και βινυλίων ο μπαμπάς του Ιωάννη Χουντή
Δεν είμαστε οι πιο εκδηλωτικοί. Κι όμως, με κάποιον τρόπο, πάντα ήξερα. Στις στοίβες από βιβλία Ιστορίας στο γραφείο του· στις βινυλιακές εισαγωγές των Floyd και των Stones που έπαιζαν τα απογεύματα· στην ηρεμία με την οποία με άκουγε όταν όλοι οι άλλοι βιάζονταν να μιλήσουν. Ο πατέρας μου, ο Παναγιώτης, δεν χρειάζεται να υψώσει τη φωνή για να τον ακούσεις. Έχει εκείνο το είδος ευγένειας και δύναμης που δεν κάνει θόρυβο. Και κάπως έτσι, με ηρεμία και συνέπεια, βρίσκεται πάντα εκεί, είτε για να διαβάσει ένα κείμενό μου είτε για να με ρωτήσει, με ειλικρινές ενδιαφέρον, τι ετοιμάζω πάλι.
Δεν είναι μόνο η στήριξή του στα πρότζεκτ και τα διάφορα οράματά μου που με συγκινεί· κι είναι πάντα εκεί, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη. Είναι το βλέμμα του που λέει «προχώρα», είναι το χιούμορ του, και αυτή η βαθιά του πίστη ότι οι λεπτομέρειες έχουν σημασία. Ίσως και η έμφυτη απαισιοδοξία του στην οπτική, που μάλλον έχω κληρονομήσει. Από την λεπτή ειρωνεία της Ιστορίας μέχρι τη λεπτομέρεια σε μια κιθαριστική γραμμή, έχει τον δικό του τρόπο να αναγνωρίζει την ομορφιά. Σ’ έναν κόσμο που συχνά επιβραβεύει τη βιασύνη και το φτηνό εντυπωσιασμό, ο Παναγιώτης μού έμαθε να εκτιμώ την ποιότητα, τη διάρκεια, και το περιεχόμενο. Χρόνια πολλά, πατέρα, με αγάπη και απεριόριστο σεβασμό.

Γιορτή του Πατέρα: Μια υπενθύμιση πως κι οι πατεράδες έχουν ανάγκη από πολλή αγάπη. (Φωτογραφία: Ante Hammersmitt/Unsplash)
Γεννημένος για παππούς ο μπαμπάς του Στέργιου Πουλερέ
Οι πιο έντονες αναμνήσεις που έχω από τον πατέρα μου στην παιδική μου ηλικία, είναι οι στιγμές που τσακωνόταν με τη μητέρα μου και έφευγε από το σπίτι. Θυμάμαι να κλαίω και να παρακαλώ τη μαμά μου να γυρίσει. Συνέβη αρκετές φορές, μέχρι που χώρισαν. Κι ενώ πίστευα πως αυτό θα με πληγώσει βαθιά, ήταν μια λυτρωτική στιγμή και με έκανε να κατανοήσω ακόμα καλύτερα πόσο δύσκολο είναι να είσαι πατέρας σε μια κοινωνία που χτίστηκε έτσι ώστε ο άντρας να πρέπει να φέρνει το φαγητό στο σπίτι, να τρέχει όλη μέρα σε δουλειές, να φέρνει τα λεφτά και να μην του μένει κάτι για τις δικές του επιθυμίες.
Ο πατέρας μου έκανε πολλές χαζομάρες στη ζωή του, οικονομικής φύσεως. Τις περισσότερες φορές, με έκαναν να νιώθω άσχημα και να αισθάνομαι πως οι συμμαθητές μου θα με κοιτάνε με υποτιμητικό τρόπο επειδή είχαμε αμάξι σαράβαλο, επειδή δεν είχα να μοιραστώ κάθε Σεπτέμβριο πολλά πράγματα από διακοπές.
Όλα όμως τα ξεχνούσα τις Κυριακές και τα καλοκαίρια. Τότε, πηγαίναμε με τον πατέρα μου να παίξουμε μπάσκετ ή ποδόσφαιρο και, με την αντίληψη ενός 10χρονου αγοριού, καταλάβαινα πως δεν είχα έναν 45άρη πατέρα, αλλά έναν 12χρονο πατέρα. Στη θάλασσα παίζαμε βόλεϊ, κεφαλόσφαιρο ή πετούσαμε ο ένας τη μπάλα στου άλλου.
Ήμασταν ο ορισμός της 90s οικογένειας. Εγώ, ο πατέρας μου, η αδερφή μου και ο πατέρας της μαμάς μου, να πηγαίνουμε στην παραλία στη Βάρκιζα κατά τις 2 το μεσημέρι, να παίρνουμε πάντα μαζί μας φαγητό, συνήθως μακαρονάδες ή μπιφτέκια με πατάτες από ένα σουβλατζίδικο στη Γλυφάδα, κολυμπούσαμε με μανία για 1.5 ώρα, βγαίναμε έξω, τρώγαμε και μετά ο πατέρας μου διάβαζε αθλητική εφημερίδα. Μόλις την τελείωνε, τη διάβαζα και μετά συζητούσαμε για τις καλοκαιρινές μεταγραφές.
Ο πατέρας μου δε γεννήθηκε για να γίνει μπαμπάς. Έτσι πιστεύω. Πήγε κατευθείαν στο επόμενο στάδιο. Γεννήθηκε για να γίνει υπέροχος παππούς. Δεν περίμενα ότι στα 75 του θα είναι πιο ψημένος και με αντοχές που δεν είχε στα 50 του. Από τότε που γεννήθηκε η πρώτη εγγονή του, της αδερφής μου παιδί, δε χάνει μέρα που να μην τη δει. Το ίδιο κι όταν ήρθε και η δεύτερη εγγονή. Νομίζω πως πάντα αγαπούσα τον πατέρα μου. Τον αγαπώ όμως πιο πολύ ως παππού-πατέρα.
Δεν ξέρω αν έχει αφήσει μέσα μου σημάδι για να μη θέλω να γίνω πατέρας. Αλλά τώρα, όλα μου μοιάζουν μάταιες σκέψεις. Μου αρκεί να τον βλέπω να περπατάω, να είναι δραστήριος και να αγαπάει τόσο την κόρη του και τα εγγόνια του. Κι αν περισσέυει κάτι και για μένα, καλώς να έρθει.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε και πέρασε 18 χρόνια στην Καλλιμασιά της Χίου. Ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Έκανε πολλές δουλειές του ποδαριού εδώ στην Αθήνα, όταν ήρθε. Έκανε πολλές άστοχες κινήσεις. Τελικά, κατέληξε να γίνει παππούς. Όσο τον βλέπω, ξέρω ότι, έστω και διά της ατόπου, μου έδωσε μαθήματα για το τι άνδρας θέλω να γίνω, τι θέλω να διαδραματίσω στην κοινωνία.
Διάβασε ακόμη: «Μου λείπει περισσότερο από ποτέ, ιδιαίτερα από τότε που έγινα κι εγώ μπαμπάς»