Έτσι ακριβώς όπως το έκαναν ο Iggy Pop και ο Tom Waits στην ταινία «Coffee and cigarettes». Δηλαδή δεν έκαναν τίποτα.

Για χρόνια ήταν προσωπικό εγκόλπιο, στέγαστρο κάθε άλλοθι, η ιπποδύναμη όταν η μηχανή έκανε νερά. Το «Περί κοπώσεως» του Πέτερ Χάντκε. Ο κοπιώδης βίος, λοιπόν, ο ανειρήνευτος, ο μηδέποτε σταματημένος. Σκεφτόμουν και, φευ, συνεχίζω να το σκέφτομαι συχνά, πως η βιωτή δεν είναι ένα αδρανές σύνολο στη μεγάλη χοάνη του χρόνου, αλλά το κάθε μέρα. Το τώρα που διαφεύγει, το λίγο πριν που σαν υδράργυρος κυλάει.

Γιατί να χάνεις τη στιγμή; Προς τι η απύθμενης μωρίας βεβαιότητα πως έχουμε άπλετο χρόνο να σπαταλήσουμε δίχως να κάνουμε κάτι; Το λέει και ο Πολ Μπόουλς στο θαυμαστό Sheltering Sky – νομίζουμε πως ο χρόνος που μας δίδεται είναι ατελεύτητος. Κι όμως, πόσες φορές θα καταφέρεις να δεις στη ζωή του το ηλιοβασίλεμα; Μια; Δύο; Λίγες παραπάνω; Δεν φτάνουν, ποτέ δεν θα φτάνουν. Η ζωή είναι το πιο πεπερασμένο δώρο από καταβολής κόσμου.

Ξέρω πως οι οπαδοί του seize the day καταλήγουν σε έναν ψυχαναγκασμό που δεν τους επιτρέπει να απολαύσουν, τελικά, αυτό που άδραξαν από την ημέρα. Όταν τα κοιτάσματα της ζωής βγαίνουν με μια κερδώα λογική παύουν να διατηρούν την αισθαντικότητα του ευχάριστου ξαφνιάσματος. Κάπως έτσι, οι ρυθμοί ολοένα ανεβαίνουν, η κάθε ενέργεια γεφυρώνει το χάσμα της ακινησίας, το επόμενο σχέδιο διαρρηγνύει το στραβό ρούχο του μη δραν.

Το γονίδιο της φυλής, αυτή η ανατολίτικη ραθυμία, έχει με τα χρόνια χάσει την απάθειά της. Οι νέες γενιές, ολοένα και περισσότερο, στροβιλίζονται στους δυτικούς ρυθμούς της αέναης κίνησης.

Αφού μια ζωή την έχουμε γιατί την έχουμε αν δεν κάνουμε κάτι μ’ αυτήν; Πόσες φορές το έχουμε σκεφτεί; Πόσες άλλες δεν έχουμε ρίξει το ανάθεμα στον εαυτό μας ότι αφήσαμε τις ευκαιρίες να γλιστρήσουν από τα ακροδάχτυλά μας επειδή ξεχάσαμε να κάνουμε το πλέον προφανές: να δράσουμε. Μου είχε πει παλαιότερα ένας φίλος Γερμανός: «Εσείς οι Έλληνες δεν έχετε το ”μαλάκας” ως βασική λέξη, αλλά το ”αύριο”. Κανένας σας δεν κάνει κάτι σήμερα». Δεν έχει άδικο, αν και διατηρώ πλέον τις επιφυλάξεις μου. Το γονίδιο της φυλής, αυτή η ανατολίτικη ραθυμία, έχει με τα χρόνια χάσει τη δύναμή της. Οι νέες γενιές, ολοένα και περισσότερο, στροβιλίζονται στους δυτικούς ρυθμούς της αέναης κίνησης. Πέτρα που δεν κυλάει χορταριάζει.

Όχι στην αταραξία των διακοπών διότι είναι μια επιβαλλόμενη συνθήκη, μια κατασκευή (George Vitsaras / SOOC).

Ο Χάντκε, λοιπόν, διότι από αυτόν ξεκίνησαν όλα, ο Αυστριακός Χάντκε για να μην ξεχνιόμαστε, με την αιχμηρότητα που τον διακρίνει, αναφέρει στο συγκεκριμένο βιβλίο πως η κόπωση δεν είναι κάτι το μεμπτό, ούτε μια βασανιστική συνθήκη για τον άνθρωπο. Τουναντίον, είναι ένα υπόδειγμα, μια φίλη. Λέει για την κόπωση πως είναι:  «Ο άγγελος που αγγίζει το δάχτυλο ενός βασιλιά που ονειρεύεται, ενώ οι άλλοι βασιλιάδες συνεχίζουν να κοιμούνται χωρίς όνειρα». Ανταπάντηση: αγαπητέ άγγελε, γίνεται έστω για λίγο να μην σε αγγίξεις;

Δέχομαι πως η αίσθηση της συνεχούς δράσης, το δίχως αναπαμό κυνήγι, η ανελέητη εξόντωση, είναι στοιχεία που εμπεριέχονται οργανικά στον άνθρωπο. Ναι, σωστά το έλεγε ο Πασκάλ: «Το πρόβλημα με τον άνθρωπο είναι ότι δεν μπορεί κάτσει σε ησυχία στο δωμάτιό του». Αν υπάρχει, όμως, το αναφαίρετο δικαίωμα στη δημιουργία γιατί να μην υπάρχει και το αντίστοιχο στην απάθεια; Γιατί να μην μπορεί κανείς να καταυγάσει αυτή την εκλεκτική συνθήκη της ακινησίας; Να το πούμε ραχάτι, τεμπελιά, οκνηρία; Καίτοι οι τρεις «όροι» εμπεριέχουν το μικρόβιο της ηθικολογίας, επί της ουσίας δεικνύουν την αντίπερα όχθη του ανθρώπου που έχει καταπιεί έναν… Βέγγο.

Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Ο πρώην πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, Γκόρντον Μπράουν, αποφάσισε να σταματήσει για λίγο το χρόνο κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης στον ΟΗΕ (Photo by Jeff J Mitchell/Getty Images).

Να έχεις, τουτέστιν, το δικαίωμα να εγκωμιάσεις την ανεμελιά που δεν θα μοιάζει όμως με την παθητική μορφή της φυγοπονίας, της ανίας ή της βαρεμάρας. Μόνο οι βαρετοί άνθρωποι βαριούνται, που έλεγε και ο Τσαρλς Μπουκόφσκι. Όχι, αυτή η κατάσταση να έχει μια φιλοσοφική διάθεση, να είναι ένα εμπρόθετο χάσιμο από τη περιδινούμενη αλυσίδα του κόσμου, να είναι, εντέλει, μια αρχοντική λούφα που μόνο λίγοι και εκλεκτοί θα έχουν το δικαίωμα να απολαύσουν.

Πόσο λάθος κάνουμε όταν πιστεύουμε πως μόνο οι πλούσιοι έχουν αυτή τη δυνατότητα να μοιράζουν το χρόνο τους σε διασκεδάσεις και λοιπές ενασχολήσεις – λες και ραντίζουν τις ώρες τους με ακίνητο νερό. Μα, αυτοί είναι οι πρώτοι που αισθάνονται το αίμα τους να οργιάζει όταν πράττουν. Αυτοί είναι που έχουν «θεσμοθετήσει» τη συνεχόμενη δουλειά. Την δίχως τέλος φιλοδοξία για δουλειά, δουλειά, περισσότερη δουλειά.

Αν υπάρχει το αναφαίρετο δικαίωμα στη δημιουργία γιατί να μην υπάρχει και το αντίστοιχο στην απάθεια;

Δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά στάσης ζωής. Έστω, μερικών στιγμών μέσα στη ζωή. Και προφανώς δεν αναφέρομαι στην επιβαλλόμενη σχόλη των θερινών διακοπών (άλλη νεύρωση κι αυτή), αλλά στην απόφαση να κατεβάσεις τους χτύπους της καρδιάς σου, να αφήσεις το μελίρρυτο κύμα της παύσης να αποκρούσει τους καταιγισμούς της αρρωστημένης ακμής, να δώσεις στο μυαλό σου την ευκαιρία να περιπλανηθεί, να χαθεί, να αφεθεί κι εντέλει να επιστρέψει από την ησυχία του αναβαπτισμένο. Να μην είσαι μόνο ένα άοκνο μυρμήγκι, αλλά κι ένας τζίτζικας που καμιά φορά το ρίχνει στο σορολόπ.

Μιλώντας για τα αφέσιμα (και μη) αμαρτήματα του ανθρώπου: το να μην σκέφτεσαι καθόλου είναι μεγαλύτερη κόλαση από το να μην κάνεις τίποτα. Το πρώτο είναι αδικία στη φύση της ύπαρξης, το δεύτερο είναι ατασθαλία, ένα παιχνίδι, μια σκανταλιά. Δίχως το σκέπτεσθαι, το πράττειν μετατρέπεται σε χαλασμένο ηχείο. Κάθε νότα ακούγεται παράτονη, η μουσική είναι κουφή. Να δοξολογείς τις στιγμές που δεν έκανες τίποτα – όχι γιατί δεν είχε τι να κάνεις, αλλά διότι επέλεξες να ζήσεις τη στιγμή μόνο για ‘σένα κι όχι προς χάριν της υποχρέωσης. Και να θυμάσαι πάντα τούτο: όλα είναι καπνός. Είτε κάνεις κάτι είτε δεν κάνεις, όλα είναι dust in the wind.

 

Διαβάστε ακόμα: Η ευτυχία του να είσαι ηλίθιος.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top