Ο Εμίρ Κουστουρίτσα βρέθηκε στο Φεστιβάλ κινηματογράφου και μουσικής στο Kustendorf (Φωτογραφία: kustendorf-filmandmusicfestival.org).

Αν όλοι οι σκηνοθέτες προσπαθούν στις ταινίες τους να πλάσουν ένα σύμπαν προκειμένου να βυθίσουν τους θεατές τους σε αυτό, ο Εμίρ Κουστουρίτσα είναι ίσως ο μόνος που το κατόρθωσε στον φυσικό κόσμο. Με αφορμή το φεστιβάλ κινηματογράφου και μουσικής που γίνεται εκεί κάθε χρόνο, επισκέφτηκα το Kustendorf, το χωριό που χτίστηκε στα σύνορα της Σερβίας και της Βοσνίας για τις ανάγκες της ταινίας Life is a Miracle και μετά το πέρας της παρέμεινε στα χέρια του θρυλικού σκηνοθέτη, ο οποίος μεταξύ άλλων, έχει κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα και έχει προεδρεύσει στο φεστιβάλ Καννών.

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Βελιγραδίου, το οποίο βρισκόταν σε φάση ανακατασκευών -δείγμα ανάπτυξης-, μας παρέλαβε ένα αυτοκίνητο του φεστιβάλ και ξεκινήσαμε το τρίωρο ταξίδι προς το χωριό, διανύοντας πρώτα τον νεόδμητο αυτοκινητόδρομο κι ύστερα διασχίζοντας τα σερβικά βουνά για να φτάσουμε τελικά στο Kustendorf.

Δεν έλειψαν τα τοπικά εδέσματα (Φωτογραφία: kustendorf-filmandmusicfestival.org).

Στο χωριό θα βρεις αίθουσα σινεμά, ένα συναυλιακός χώρο, δυο εστιατόρια, δύο μπαρ, δύο γήπεδα τένις, ένα spa, μια παιδική χαρά και μαγαζάκια με τοπικά προϊόντα.

Το χωριό που λέγεται και Mecavnik ή Drvengrad βρίσκεται σε μια ορεινή, κατάφυτη περιοχή στη Makra Gora, πολύ κοντά στο γεφύρι του Δρίνου, όπως ακριβώς ο Κουστουρίτσα πατάει με το ένα πόδι στις ευρωπαϊκές του καταβολές και με το άλλο στην κριτική της πορείας του δυτικού πολιτισμού.

Τα σπίτια στο χωριό είναι ξύλινα και η διακόσμηση τους μπλέκει στοιχεία παραδοσιακά και παιχνιδιάρικα. Υπάρχουν, ακόμα, μια ορθόδοξη εκκλησία, μια αίθουσα σινεμά, ένας συναυλιακός χώρος, δυο εστιατόρια, δύο μπαρ, δύο γήπεδα τένις, ένα spa, μια παιδική χαρά και μαγαζάκια με τοπικά προϊόντα. Όχι άσχημα, θα σκέφτεστε. Σε αυτό το ειδυλλιακό μέρος, όπου ο βαλκάνιος auteur ζει ολόκληρο τον χρόνο, φιλοξένησε για λίγες μέρες δεκάδες νέους κινηματογραφιστές απ’ όλη την Ευρώπη, σε ένα φεστιβάλ που θα μου μείνει αξέχαστο.

To χωριό πατάει με το ένα πόδι στις ευρωπαϊκές του καταβολές και με το άλλο στην κριτική της πορείας του δυτικού πολιτισμού (Φωτογραφίες: Eric Romero).

Φτάσαμε λίγο πριν την προβολή των ταινιών που διαγωνίζονταν εκείνη την ημέρα, έτσι αφού αφήσαμε τα πράγματα στο δωμάτιο, πήγαμε κατευθείαν στην αίθουσα προβολής. Όλες οι ταινίες που προβλήθηκαν, κι αυτό δεν είναι υπερβολή, ήταν εξαιρετικά καλογυρισμένες και ενδιαφέρουσες. Μαθαίνω αργότερα, στο εστιατόριο, ότι είναι ένα φεστιβάλ αρκετά «ψαγμένο» ανάμεσα στους δημιουργούς. Φέτος υποβλήθηκαν περίπου 500 ταινίες (από τις οποίες επελέγησαν 25) (ενώ συνήθως στα φεστιβάλ κινηματογράφου οι συμμετοχές μπορεί να φτάσουν και τις 3.000), και κρίνονται από την κριτική επιτροπή του φεστιβάλ, η οποία απαρτίζεται συνήθως από εξέχοντα ονόματα του καλλιτεχνικού χώρου.

Το φεστιβάλ φυσικά είχε και πολλή μουσική (Φωτογραφία: kustendorf-filmandmusicfestival.org).

Η πρώτη μέρα είχε πολλή σέρβικη ρακή και μπύρες. Μαζί με μουσική.

Η συνέχεια της πρώτης μέρας δόθηκε αρχικά στη συναυλία των Di Luna Blues Band κι ύστερα με μπύρες και σέρβικη ρακή στο μπαρ που ήταν διακοσμημένο με αφίσες από ταινίες και φωτογραφίες του Φιντέλ και του Μαραντόνα, την ώρα που οι μασκότ του φεστιβάλ, οι φοβερές γάτες του Kustendorf, έκαναν τις βόλτες τους ανάμεσα μας όλο το βράδυ.

Την επόμενη μέρα ο καιρός ήταν καταπληκτικός, ξύπνησα και είδα από το παράθυρο τα βουνά που χωρίζουν τη Σερβία από τη Βοσνία και ένιωσα ακαριαία την ιστορικότητα του σημείου. Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, ήταν μια ενιαία χώρα. Τείνουμε να ξεχνάμε, ειδικά οι νεότεροι, ότι μόλις πριν 25 χρόνια γινόταν πάλι πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης.

Κατέβηκα για πρωινό μαζί με μερικούς σκηνοθέτες, με τους οποίους μιλήσαμε αρκετά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην εύρεση πόρων, ένα πρόβλημα οικουμενικό και διαχρονικό. Είναι πραγματικά παράξενο να αντιλαμβάνεσαι πόση ενέργεια καταναλώνουν οι δημιουργικοί άνθρωποι στο να βρουν χρήματα, προκειμένου να επικοινωνήσουν όσα τους απασχολούν. Με τη συμμετοχή τους στα φεστιβάλ διεκδικούν τη δυνατότητα αναγνώρισης και μετέπειτα χρηματοδότησης των έργων τους.

Το Kustendorf είναι ένα φεστιβάλ που αφορά νέους δημιουργούς, συνεπώς ανάμεσα στους συμμετέχοντες υπάρχουν αρκετοί σκηνοθέτες που τελειώνουν τα μεταπτυχιακά τους στον κινηματογράφο και συμμετέχουν σε φεστιβάλ ουσιαστικά με τις διπλωματικές τους. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των Ισπανών που τους ζητήθηκε να περιγράψουν και να μπατζετάρουν μια ταινία, αλλά εκείνοι τελικά την έκαναν πραγματικότητα (με δικά τους χρήματα), κάτι που τελικά δεν εκτιμήθηκε καθόλου από το πρόγραμμα σπουδών τους.

Σε αυτό το ειδυλλιακό μέρος ζει o Κουστουρίτσα ολόκληρο τον χρόνο (Φωτογραφίες: Eric Romero).

Υπάρχουν όμως και λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία, δηλαδή μεταξύ 30 έως 40 ετών, οι οποίοι προβληματίζονται από άλλα ζητήματα, κυρίως γύρω από τη θεματική του έργου τους και από τη μεθοδολογία με την οποία δουλεύουν. Συνεργάζονται με μεγάλα ονόματα του σινεμά, πηγαίνουν σε σχολές αφού «δε σταματάς ποτέ να μαθαίνεις» και προσπαθούν να πάρουν όσο περισσότερα μπορούν από αυτούς τους θρύλους, χωρίς όμως να προσκολλώνται πάνω τους. Ο καθένας προσπαθεί να ξορκίσει τους δικούς του δαίμονες και όλοι ψάχνουν τον καλύτερο τρόπο να το πετύχουν καλλιτεχνικά.

Δεν υπάρχει περίπτωση να πας στη Σερβία και να μην ακούσεις σε πηγαδάκια κάποια πολιτική συζήτηση.

Αυτό που απασχολούσε ορισμένους δημιουργούς είναι ότι στα περισσότερα φεστιβάλ ανά τον κόσμο επικρατεί echo chamber, συνεπώς πολλά από τα φεστιβάλ έχουν πάψει να είναι πλατφόρμες διαλόγου και προτιμούν να γίνονται «καταλύτες εξελίξεων» προκειμένου να δίνουν κατεύθυνση, πιο έντονα απ’ ότι συνηθιζόταν, κάτι που δε φαίνεται να συμβαίνει στο Kustendorf.

Είχα την ευκαιρία να μιλήσω με δύο πολύ ενδιαφέροντες Σέρβους καλλιτέχνες, τους οποίους ξεχώρισα, με τους οποίους συζητήσαμε λίγο περισσότερο για τις ταινίες τους και για το τι συμβαίνει στα περισσότερα φεστιβάλ της Ευρώπης.

Στιγμιότυπο από την τελετή έναρξης (Φωτογραφία: kustendorf-filmandmusicfestival.org).

Ο Vladimir Vulecic συμμετείχε με την ταινία του “How I beat glue and bronze”, την οποία γύρισε στο μέρος που μεγάλωσε και κατέγραψε μαρτυρίες ανθρώπων που εργάζονται σε ένα από τα εργοστάσια της περιοχής για έναν εργάτη, ο οποίος έκλεβε κόλλα και χαλκό προκειμένου να τον σνιφάρει, κάτι που λέει ότι έκανε και ο ίδιος με τους φίλους του στο σχολείο. Η ταινία του έγινε δεκτή και προβλήθηκε μεταξύ άλλων στο φεστιβάλ του Λουκάρνο. Βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για να διηγηθεί την ιστορία του ήρωα του, μέσω της αφήγησης τρίτων, οι οποίοι φώτιζαν διαφορετικές πτυχές της ζωής του, την ίδια ώρα που τα πλάνα μας βύθιζαν σε αντιφάσεις.

Ο Luka Popadic, ο οποίος έχει σπουδάσει -μεταξύ άλλων- πολιτικές επιστήμες, μου είπε ότι διακρίνει μια τάση εκφασισμού στη συμμόρφωση χωρίς να υπάρχει εντολή. Μου έδωσε το παράδειγμα ορισμένων φεστιβάλ που επιλέγουν να αποκλείσουν Ρώσους δημιουργούς, χωρίς να έχει δοθεί κάποια σαφής οδηγία για εμπάργκο των Ρώσων – δεν μιλάμε δηλαδή για ταινίες με οποιονδήποτε προπαγανδιστικό χαρακτήρα – αλλά για την πρόθεση των φεστιβάλ να λάβουν κάποιου είδους ανταμοιβή και αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα. Θεωρεί τον διάλογο μέρος της κουλτούρας, και απολύτως απαραίτητο ειδικά εν καιρώ πολέμου.

Eνα παραδοσιακό χωριό που όμως έχει όλες τις ανέσεις της σύγχρονης ζωής (Φωτογραφίες: Eric Romero).

Σημειώνει ότι είναι εντελώς αντίθετος στην ρωσική εισβολή, όμως την ίδια στιγμή τον απασχολεί η πολιτισμική διάσταση που έχει λάβει ο πόλεμος, από τον οποίο προκύπτουν παράπλευρες απώλειες, ένα θέμα που ήταν κεντρικό και στην ταινία του “Real News”, όπου πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός Αμερικανός δημοσιογράφος που είναι ανταποκριτής στο Βελιγράδι την περίοδο των βομβαρδισμών. Και η δική του ταινία προβλήθηκε στο πολύ διάσημο φεστιβάλ του Λουκάρνο.

Ο Κουστουρίτσα μένει στην οδό Joe Strummer, λίγους δρόμους μακριά από τις οδούς Ivo Andric, Novak Djokovic, Federico Fellini, Diego Maradona και Che Guevara.

Διαπιστώνω ότι στη Σερβία ο κόσμος γυρνάει έντονα γύρω από την πολιτική σφαίρα, ιδίως σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Κάποιοι από τους Σέρβους που γνώρισα εκεί μου εκμυστηρεύονται ότι είχαν την ευκαιρία να εργαστούν με πολύ καλές συνθήκες για δημόσιους οργανισμούς, αρκεί να δήλωναν την πολιτική τους προτίμηση στην εξουσία. Αντ’ αυτού, προτίμησαν να φύγουν στο εξωτερικό, μια συνθήκη που ίσως μας φαίνεται γνώριμη και στην Ελλάδα.

Ουδείς είπε «όχι» στην τοπική ρακή (Φωτογραφία: kustendorf-filmandmusicfestival.org).

Το βράδυ της τελευταίας μέρας της παραμονής μου στο φεστιβάλ, ο Εμίρ Κουστουρίτσα με υποδέχθηκε στο σπίτι του, το οποίο βρίσκεται στην οδό Joe Strummer, λίγους δρόμους μακριά από τις οδούς Ivo Andric, Novak Djokovic, Federico Fellini, Diego Maradona και Che Guevara. Από κοντά, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ακόμα και στα 67 του είναι αυτό που λένε “natural”, μια force majeure του σινεμά, της μουσικής, του πολιτισμού.

Καθίσαμε στην βιβλιοθήκη του, στον χώρο που γράφει, διαβάζει και εργάζεται για να μιλήσουμε για τον πόλεμο, το ΝΑΤΟ, για όσους του προσάπτουν ότι συντάσσεται με τη ρωσική πλευρά, για τον ρόλο της τεχνολογίας και των πολυεθνικών εταιρειών, και τι είναι αυτό που τον τρομάζει περισσότερο στο μέλλον.

Ολοι αναγνωρίζουν ότι ο Κουστουρίτσα βρίσκεται εκτός του τόξου της «πολιτικής ορθότητας» (Φωτογραφία: kustendorf-filmandmusicfestival.org).

Ορισμένοι θεωρούν τις απόψεις του ανατρεπτικές και προκλητικές, όλοι όμως αναγνωρίζουν ότι βρίσκονται εκτός του τόξου της «πολιτικής ορθότητας». Οι δηλώσεις του λογοκρίνονται από την Σερβική και την Κροατική τηλεόραση, ακόμα και αν γίνονται στο ίδιο του το φεστιβάλ. Άλλωστε, μιλάμε για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε στο Σεράγεβο ως μουσουλμάνος, αλλά τώρα είναι μόνιμος κάτοικος Σερβίας που βαπτίστηκε το 2016 -και ζει ως- χριστιανός ορθόδοξος.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Πώς φτιάχτηκε η όπερα των Παρισίων: το άγνωστο «θρίλερ».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top