pan1

    “Οδυσσέα σαν βγήκες στην Ιθάκη/τι δυστυχία θά ‘νιωσες/Αφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες/γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις;”, έγραφε σ’ ένα ποιήμα του ο Αλέκος Παναγούλης.

    Ο Σούπερμαν είναι κάτι παραπάνω από χολιγουντιανή φωτοβολίδα. Λένε πως είναι η ευχή –ή έστω η κατάρα– του σύμπαντος: αρχέτυπο, καρτούν, αντάρτης, άθλος, ψευδαίσθηση. Κόβει εισιτήρια και φλέβες, πετάει πάνω από ευχές και κατάρες, συντρίβεται στον αφρό της ιστορικής ματαιότητας, για να ξαναγεννηθεί σαν φτερό στον άνεμο του μύθου και της φαντασίας.

    Ιδού ένα σύντομο προφίλ αυτού του σίφουνα, όπως τον σκιαγράφησε ο Ουμπέρτο Έκο το 1972: «Η δύναμη του Σούπερμαν, πρακτικά, είναι απεριόριστη. Μπορεί και πετάει στο διάστημα με την ταχύτητα του φωτός και όταν ξεπερνάει αυτήν την ταχύτητα, σπάει το φράγμα του χρόνου και μεταφέρεται σε άλλες εποχές. Κρατώντας στα χέρια του τίποτα παραπάνω από πίεση, μπορεί να υποβάλει το κάρβουνο στη θερμοκρασία που χρειάζεται για να το μεταβάλει σε διαμάντι. Σε κλάσματα δευτερολέπτων, μπορεί να πέσει με υπερηχητική ταχύτητα σ’ ένα δάσος, να το κάνει ξύλα και μετά καράβι…».

    Του άρεσε πολύ αυτή η περιγραφή του Αλέξανδρου Παναγούλη. Ίσως επειδή τον καιρό που τη διάβασε είχε ήδη φτιάξει το δικό του καράβι και ως καπετάνιος-σούπερμαν αρμένιζε παντού και πουθενά, με την πίπα στο στόμα. Ένα πλοίο σε ατέλειωτο ταξίδι χωρίς άγκυρα ή συγκεκριμένο προορισμό. Όπως περιέγραψε κάποτε η βιογράφος του Παναγούλη και γυναίκα της ζωής του, η Οριάνα Φαλάτσι, «Αυτό το ταξίδι ήταν η ζωή του. Ένα ταξίδι που θα τέλειωνε μόνο με το θάνατό του, αφού αυτό το πλοίο δεν θα αγκυροβολούσε ποτέ. Ούτε στο λιμάνι της αγάπης ούτε στο λιμάνι του πόθου ούτε στο λιμάνι της ξεκούρασης».

    «Ακόμα και ο Οδυσσέας στο τέλος έφτασε στην Ιθάκη και ξεκουράστηκε», θύμισε η Φαλάτσι στον Σούπερμαν. «Φτωχέ Οδυσσέα», ειρωνεύτηκε τότε ο Παναγούλης και της έδωσε να διαβάσει ένα ποίημα που είχε γράψει ο ίδιος: Οδυσσέα σαν βγήκες στην Ιθάκη/τι δυστυχία θά ‘νιωσες/Αφού κι άλλη ζωή μπροστά σου είχες/γιατί τόσο νωρίς να φτάσεις;

    panag4

    Με τη Μελίνα Μερκούρη.

    Γιατί; Βλέπεις, ο Οδυσσέας δεν ήταν ποιητής, ενώ ο Παναγούλης ήταν. Έγραφε ποιήματα, λέει, με το αίμα του στους τοίχους του κελιού του –στο Μπογιάτι– και οι δεσμοφύλακες απορούσαν πού στο διάολο το βρίσκει το μελάνι ο σατανάς, αφού δεν του άφηναν στιλό; Οι τοίχοι του κελιού/το μυστικό το κράτησαν/κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού/Όμως μπογιά δεν βρήκαν.

    Αργότερα θα απορούσε και η ίδια η Φαλάτσι με το κουράγιο αυτού του σακάτη-εραστή να βρίσκει την ευθυμία και να περιγράφει το κελί του ως «η βίλα μου στο Μπογιάτι», στην οποία ο καταδικασμένος έκανε συχνά απεργίες πείνας επειδή, λέει, «το χαβιάρι δεν ήταν αρκετά φρέσκο», και ευτυχώς που υπήρχαν οι «φίλοι» του, όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Σταύρος Νιάρχος ή ο Χένρι Κίσινγκερ, για να τον παίρνουν μακριά και να τον διασκεδάζουν με τα «ιδιωτικά τζετ και τις θαλαμηγούς τους».

    Το χιούμορ ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της τρελής φυσιογνωμίας αυτού του αλλόκοτου Σούπερμαν: μεταξύ σοβαρού και αστείου, η τραγικότητά του προσδιορίστηκε από την ευτράπελη εποχή που τον γέννησε. Σε άλλες εποχές, μπορεί να τον έλεγαν Σατανά, Αχιλλέα, Ιησού, Δον Κιχώτη, Καραϊσκάκη, Γκαριμπάλντι, Τσε. Στην επταετία των συνταγματαρχών, τον είπαν Παναγούλη.

    «Τι δουλειά έχει το ΑΠΖ, παιδί μου, στο προαύλιο του σχολείου σου;», ρώτησε η μητέρα μου. «Αυτές δεν είναι ιστορίες για παιδιά!». Σωστά, αυτές ήταν ιστορίες για αγρίους.

    Μερικές από τις ιδιότητες που του απέδωσε ο ελληνικός και ο διεθνής Τύπος: αντιστασιακός, τυραννοκτόνος, ποιητής, πολιτικός. Ήταν όλα και τίποτα. Κομουνιστής για τους δεξιούς, ανένταχτος για τους αριστερούς. Θύμα και δολοφόνος. «Δεν είμαι κομουνιστής, αν θες να ξέρεις», εκμυστηρεύτηκε κάποτε στη Φαλάτσι. «Ποτέ δεν θα μπορούσα να είμαι, αφού απορρίπτω τα δόγματα. Όπου υπάρχει δόγμα, δεν υπάρχει ελευθερία, είτε μιλάμε για θρησκευτικά είτε για κοινωνικοπολιτικά δόγματα…».

    Τι είσαι λοιπόν, Αλέκο; Ποιητής. Να, λοιπόν, τι ήταν: ποιητής. Ο ίδιος το είχε πει: «Η πολιτική είναι καθήκον, η ποίηση είναι ανάγκη». Και βεβαίως, ένα ποίημα, ακόμα κι αν δεν είναι τέλειο, αποκτά άλλη αξία όταν γράφεται με αίμα. Έτσι δεν είναι; Κρίμα, λοιπόν, που με τον καιρό, όπως παρατήρησε κάποτε η Φαλάτσι, «το αίμα (του μαχητή) και τα σκατά (της Ιστορίας) αποκτούν το ίδιο χρώμα».

    Κι έπειτα μένει μόνο η σκουριά της Ιστορίας κι ένας ακόμα σταθμός στο δρομολόγιο του αθηναϊκού μετρό, παραταγμένος ανάμεσα στον «Άγιο Δημήτριο» και τον «Άγιο Αντώνιο»: «Αλέξανδρος Παναγούλης». Απ’ την Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών ως την Ελλάδα του Starbucks, ούτε ο Σούπερμαν δεν μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα. Αν είσαι κάτω από τριάντα, γιατί πρέπει να ξέρεις τι έκανε για να γίνει σταθμός ο Παναγούλης, όταν δεν ξέρεις τι στην ευχή έκαναν για να γίνουν άγιοι ο Αντώνιος ή ο Δημήτριος;

     

    Μια άγρια εποχή 

    Ο Παναγούλης, περιττό να αναφέρει κάποιος, αντιπαθούσε τους αγίους, τους σταυρούς και τις προσευχές. «Θέλω να προσευχηθώ, με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω», σημείωσε ο ίδιος. Όταν ρωτήθηκε αν πιστεύει στον Θεό, απάντησε: «Δεν θεωρώ τον Χριστό γιο του Θεού, αλλά γιο του ανθρώπου. Το απλό γεγονός ότι η ζωή του επινοήθηκε από την ευχή να μαλακώσει ο ανθρώπινος πόνος, το απλό γεγονός ότι βασανίστηκε και πέθανε για τους ανθρώπους και όχι για τη δόξα του Θεού, είναι αρκετά για να με κάνουν να τον θεωρώ μεγάλο». Ο Θεός και ο διάβολος μπορεί να πάλεψαν μέσα του, κανείς όμως δεν κέρδισε –ούτε λύτρωσε– την ψυχή αυτού του αυτοκαταστροφικού Σούπερμαν.

    Η επέτειος του θανάτου του ξαναζωντανεύει μνήμες μιας άλλης εποχής στους μεγαλύτερους και δημιουργεί περιέργεια στους νεότερους. «Ζει, ζει, ζει», ήταν η πένθιμη ζητωκραυγή εκείνη την ημέρα. Τρία κεφαλαία γράμματα είχαν γεμίσει τους τοίχους της Αθήνας: ΑΠΖ (Αλέκος Παναγούλης Ζει). Θυμάσαι; Ήμουν τότε μαθητής της τετάρτης δημοτικού και δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό το ΑΠΖ που εμφανίστηκε στο προαύλιο του σχολείου. Όταν ρώτησα τους γονείς μου, με κοίταξαν κάπως θορυβημένοι. «Τι δουλειά έχει το ΑΠΖ, παιδί μου, στο προαύλιο του σχολείου σου;», ρώτησε η μητέρα μου. «Αυτές δεν είναι ιστορίες για παιδιά!». Σωστά, αυτές ήταν ιστορίες για αγρίους.

    «Μετά την Τέιλορ και τον Μπάρτον», παρατήρησε ένας Ιταλός δημοσιογράφος στα μέσα της δεκαετίας του ’70, «υπάρχει μόνο η Φαλάτσι και ο Παναγούλης. Μπορείτε να σκεφτείτε ένα πιο εκρηκτικό ζευγάρι;»

    Ήταν μια άγρια εποχή. Χωρίς ευρώ, ΕΟΚ, Starbucks και λούσα, άλλα απ’ τις θεατρικές τουαλέτες της Αλίκης, η Ελλάδα παραπατούσε. Ανάμεσα στη κάψα της πολιτικής και τον πυρετό της αντιπαροχής, η χώρα του Πλάτωνα ξανάβρισκε, υποτίθεται, το κέφι και τις αισθήσεις της: ελευθερία, (Νέα) Δημοκρατία, «Βασίλισσα Αμαλία» και, βεβαίως, ΑΠΖ. Ο ιδεαλισμός ήταν στο φόρτε του, η πολιτική των νέων πολιτικών, σαν το AZAX, θα έκανε τον πόνο αόρατο, το Πολυτεχνείο έλαμπε περισσότερο απ’ την Ακρόπολη και ο Παναγούλης άφηνε την τελευταία του πνοή στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, την πρωτομαγιά του 1976.

    Οι Έλληνες τον θρήνησαν σαν ήρωα. Γιατί; Κανείς ακριβώς δεν ήξερε. Επειδή προσπάθησε να δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο και απέτυχε; Επειδή η Χούντα τον βασάνισε σαν τον Χριστό; Επειδή όλες του οι προσπάθειες να φτουρήσει ως ιδεαλιστής πολιτικός στο μεταπολιτευτικό προσκήνιο έπεσαν στο κενό; Επειδή η πλερέζα της εξουσίας τον κουκούλωσε λίγες μέρες προτού, υποτίθεται, ο Σούπερμαν ξεμπροστιάσει στη Βουλή –με μια «σούπερ ερώτηση», όπως είχε βιαστεί να προειδοποιήσει ο ίδιος– τον μεγάλο ιμπρεσάριο της Χούντας, και τότε καμάρι της μεταπολίτευσης, Ευάγγελο Αβέρωφ;

    Επειδή…, επειδή…, επειδή… Οι αποσαφηνισμοί είναι περιττοί όταν ο λαός αποφασίσει να κλάψει έναν ήρωα. Το είχε ανάγκη. Γι’ αυτό, στις 5 Μαΐου του 1976, ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες ακολούθησαν το φέρετρο του Σούπερμαν στο κέντρο της Αθήνας. Αρκετά προτού έρθει η εποχή των πιο «γκραντιόζικων, σούπερ κηδειών» της μεταδικτατορικής Ελλάδας (Μερκούρη, Παπανδρέου, Καραμανλής), ο Παναγούλης μπήκε ξαπλωμένος και αμετανόητος στη Μητρόπολη. Τίποτα απ’ αυτά που είχε αγαπήσει (εκτός απ’ τον έρωτά του για τη Φαλάτσι) δεν είχε ευοδωθεί – ή έτσι τουλάχιστον το έβλεπε εκείνος.

    Τίποτα από αυτά που είχε πολεμήσει δεν είχε ακριβώς ηττηθεί. Τον έκλαψαν, υποτίθεται, έως και οι εχθροί του. Ακόμα και ο Θεοφιλογιαννάκος, ο μεγάλος βασανιστής του στο Μπογιάτι, ο άνθρωπος που επί τρία χρόνια του κένταγε με καυτές βελόνες την ουρήθρα, κλαψούρισε στο τέλος της απολογίας του στο δικαστήριο, λίγους μήνες πριν από το θάνατο του Παναγούλη: «Παρακαλώ να πιστέψει (ο βουλευτής Παναγούλης) ότι τον εκτιμώ πολύ, ότι πάντοτε τον εκτιμούσα, ότι και τότε τον εκτιμούσα, τον εκτιμούσαμε πολύ. Διότι, κύριοι, ήταν ο μοναδικός που δεν υπέκυψε! Ο μοναδικός που δεν λύγισε ποτέ!»

    panag5

    Το 1975, στη δίκη των βασανιστών της Χούντας. Η μαρτυρία του ήταν καθοριστική.

    Δεν είχε άλλη επιλογή. Ήταν γεννημένος για το ρόλο του Σούπερμαν. Πατέρας αντάρτης, μητέρα ατσάλι, δύο αδέρφια (ο Στάθης και ο Γιώργος) σκληρά σαν κι εκείνον – ο δεύτερος υπήρξε θύμα της Χούντας. Μια οικογένεια με παράδοση στους ήρωες, κι εκείνος, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ο πιο ανθεκτικός, κάτι σαν τον ιπτάμενο μαχητή στο «Matrix»: μια μονάδα που θα ερχόταν αντιμέτωπη με τις λεγεώνες του κακού.

    Ο αρχιτύραννος του δικού του Matrix ήταν ένας ημιφαλακρός στρατηγός που έμοιαζε με τον Κλουζό –αλλά ήταν πιο κλούβιος– και τον έλεγαν Παπαδόπουλο. Σύμφωνα με τα λόγια του Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος είχε συνδειπνήσει αρκετές φορές μαζί του στο ντεκ της «Χριστίνας», ο Έλληνας Κλουζό ήταν «ο πιο βαρετός δικτάτορας που έχω γνωρίσει». Κανείς δεν θα τον έκλαιγε (εκτός από τη Δέσποινα, εννοείται) αν το πλάνο του Παναγούλη είχε πάει κατ’ ευχήν στις 13 Αυγούστου του ’68. Αλλά δεν πήγε. Τα φουρνέλα που είχε φυτέψει στην παραλιακή με προοπτική να τινάξει τη μαύρη Λίνκολν που μετέφερε τον Παπαδόπουλο, απ’ τη βίλα του στο Λαγονήσι, στην Αθήνα έσκασαν, από κακό υπολογισμό, λίγα δευτερόλεπτα αφού η Λίνκολν είχε περάσει από πάνω τους!

    Κατά κάποιον τρόπο, ο θρύλος του Σούπερμαν ξεκίνησε από αυτήν τη θριαμβευτική διάσωση του Κλουζό. Η δήλωση του Παναγούλη έφτασε ως το BBC: «Δεν είμαι σε θέση να δολοφονήσω άνθρωπο. Προσπάθησα να δολοφονήσω έναν τύραννο». Και ήταν την επομένη που οι άνθρωποι του Κλουζό ψιθύρισαν στο αφτί τού παρά λίγο τυραννοκτόνου: «Από σήμερα θα υποφέρεις τόσο πολύ που θα μετανιώσεις τη στιγμή που γεννήθηκες».

    «Ρε, παπαδοπουλάκι», είπε μια μέρα ο κατάδικος στο βασανιστή που κρατούσε την καυτή βελόνα, «δεν κουράστηκες να παίζεις με το πουλί μου;».

    Καταδικάστηκε επιτόπου σε θάνατο, αλλά ο διεθνής Τύπος «τσίμπησε» και ο Έλληνας Κλουζό φοβήθηκε. Διότι η δικτατορία του σερβιριζόταν ως μοναρχικό απεριτίφ – καμία σχέση με τη Χιλή! Ήταν «δημοκρατικοί» αυτοί οι συνταγματάρχες και στις «ελεύθερες» χώρες, φίλτατη Αμερική και Ευρώπη, οι δημοκρατικοί ηγέτες ξέρουν να συγχωρούν ακόμα και τους δολοφόνους! Κανείς δεν του το είπε αυτό, όμως στη φυλακή, και επί τρία χρόνια, ο Παναγούλης ξυπνούσε κάθε πρωί στη «βίλα του στο Μπογιάτι» ακούγοντας απ’ το φρουρό: «Πάμε Παναγούλη. Το εκτελεστικό απόσπασμα σε περιμένει».

    Πάντα αλλού τον πήγαιναν όμως και, αντί για το Χάρο, συναντούσε πάλι τον Θεοφιλογιαννάκο και τη συμμορία του και ξανά τα ίδια βασανιστήρια: το ξύλο, το «αλώνι», οι βελόνες στην ουρήθρα. «Ρε, παπαδοπουλάκι», είπε μια μέρα ο κατάδικος στο βασανιστή που κρατούσε την καυτή βελόνα, «δεν κουράστηκες να παίζεις με το πουλί μου; Τόσο αχόρταγος πούστης είσαι;». Όπως παρατήρησε αργότερα η Φαλάτσι, «Καμιά φορά είναι ευκολότερο να πεθάνεις παρά να ζήσεις όπως έζησε εκείνος».

     

    Διαβάστε ακόμα: Η λεβεντιά κι εκείνος που την έχει –μέσα από μια μαντινάδα.

    pan2

    Με τη διάσημη δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι, με την οποία έζησαν ένα σύντομο, αλλά εκρηκτικό δεσμό.

    Ένα εκρηκτικό ζευγάρι 

    Αν πέθαινε τότε, βεβαίως, η Φαλάτσι δεν θα τον γνώριζε ποτέ. Τον Αύγουστο του 1973, όταν η Ιταλίδα ρεπόρτερ έφτασε στην Αθήνα για του πάρει συνέντευξη, ο Παναγούλης είχε αφήσει τη «βίλα του στο Μπογιάτι» για το πατρικό του στη Γλυφάδα. Πριν από μία εβδομάδα είχε αρνηθεί δημοσίως τη θεατρινίστικη αμνηστία που εξαναγκάστηκε να προσφέρει ο Κλουζό σε αυτόν και άλλους 300 πολιτικούς κρατούμενους, για τα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, με τον ίδιο αβανταδόρικο τρόπο που, περίπου την ίδια εποχή, είχε αρνηθεί ο Τζορτζ Σκοτ το Όσκαρ για την ερμηνεία του στο «Πάτον».

    Παρότι η Αθήνα δεν ήταν Χόλιγουντ, οι άνθρωποι του Κλουζό ήταν μαθημένοι στο χολιγουντιανό πείσμα του Παναγούλη: τον πέταξαν έτσι κι αλλιώς έξω απ’ το Μπογιάτι, όσο εκείνος δήλωνε: «Δεν τη ζήτησα εγώ τη συγγνώμη. Μου την επέβαλαν. Είμαι έτοιμος να γυρίσω στη φυλακή αυτήν τη στιγμή!». Στη ζεστή Γλυφάδα, η ρεπόρτερ συνάντησε έναν αντιρρησία λιγότερο καλοζωισμένο από τον Τζορτζ Σκοτ.

    Η Οριάνα Φαλάτσι ήταν τότε η διασημότερη δημοσιογράφος του πλανήτη, μια γυναίκα-θρύλος, όχι μόνο για την αμίμητη πένα της και την εντυπωσιακή φυσιογνωμία της, αλλά επίσης για το «παναγούλειο» πείσμα της. Μπροστά της, οι ηγέτες των κρατών υποκλίνονταν σαν τον γονδολιέρη που περιμένει να τον καθοδηγήσει η κυρία. Πολλοί «γονδολιέρηδες» έχασαν το κουπί καθ’ οδόν μαζί της, κάποιοι άλλοι βούτηξαν στο βάλτο. Προσωπικότητες όπως ο Κίσινγκερ ξεμπροστιάστηκαν ανελέητα μέσα από τις εκ βαθέων συνεντεύξεις τους μαζί της. Τύραννοι όπως ο Αγιατολάχ Χομεϊνί απλώς ρεζιλεύτηκαν: καίγοντας μπροστά του ένα τσαντόρ την ώρα της συνέντευξης, η Φαλάτσι τον ειρωνεύτηκε: «Αυτό είναι, λοιπόν, το καμένο κουρέλι της επανάστασής σας!».

    Γι’ αυτό ο θρύλος της είχε φτάσει ακόμα και στην επαρχιώτικη αντίληψη του συνταγματάρχη Κλουζό, ο οποίος, υπ’ όψιν, κρατάει ως σήμερα μια διεθνή πρωτιά: ο πρώτος –και τελευταίος, ίσως– «ηγέτης» στην ιστορία που αρνήθηκε συνέντευξη στην Οριάνα Φαλάτσι υπήρξε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος! «Τι κρίμα», έγραψε αργότερα η Φαλάτσι. «Θα ήταν διασκεδαστικό να ρωτήσω τον κύριο Παπαδόπουλο το νόημα της δημοκρατίας. Και της αμνηστίας». Κατανοητό, λοιπόν, το περαιτέρω μίσος του Έλληνα Κλουζό όταν, μετά την αμνηστία του, ο Παναγούλης όχι μόνο δοξάστηκε διεθνώς μέσα από την πρώτη μεγάλη συνέντευξή του με τη Φαλάτσι, αλλά έγινε και ο περιλάλητος εραστής της. «Μετά την Τέιλορ και τον Μπάρτον», παρατήρησε ένας Ιταλός συνάδελφος στα μέσα της δεκαετίας του ’70, «υπάρχει μόνο η Φαλάτσι και ο Παναγούλης. Μπορείτε να σκεφτείτε ένα πιο εκρηκτικό ζευγάρι;»

    “Αλέκο, τι σημαίνει να είσαι άντρας;”, ρώτησε η Φαλάτσι. “Σημαίνει να έχεις κουράγιο, να έχεις αξιοπρέπεια. Να πιστεύεις στην ανθρωπότητα. Σημαίνει να παλεύεις. Και να κερδίζεις...

    Εκείνο το αυγουστιάτικο μεσημέρι -ποιος να της το έλεγε;- η διάσημη Ιταλίδα καθόταν για πρώτη φορά αυτή στη θέση του γονδολιέρη. Ή, καλύτερα, όπως η ίδια το έθεσε κάποτε, θα γινόταν ο Σάντσο Πάντσα στο δονκιχωτικό ταξίδι του Παναγούλη. Συναντούσε τον Έλληνα που θα της έπαιρνε μια ζωή να αποκωδικοποιήσει και να περιγράψει. Δεν έπεσε έξω απ’ την αρχή: “Αποφάσισα από εκείνη την πρώτη συνάντηση πως ο άνθρωπος αυτός ήταν μια πηγή αντιφάσεων, εκπλήξεων, εγωισμού, γενναιοδωρίας, παραλογισμού,…ένα μυστήριο… Ντροπαλός, ξεροκέφαλος, περήφανος, ήταν χίλιοι άνθρωποι μέσα σ’ έναν άντρα που δεν μπορούσες να πάψεις να συγχωρείς… Ίσως να μην μπορέσω να τον καταλάβω ποτέ…

    Μέσα στο μυστήριο που τον περιβάλλει και που ίσως πάντα θα τον περιβάλλει, μόνο ένα σημείο ξεπροβάλλει ξεκάθαρο στα μάτια μου: ποτέ δεν θα βρει αυτό που ψάχνει. Επειδή αυτό που ψάχνει δεν υπάρχει. Είναι ένα όνειρο που το λένε ελευθερία, που το λένε δικαιοσύνη. Και κλαίγοντας, βλαστημώντας, υποφέροντας μπορούμε μόνο να το διεκδικήσουμε, λέγοντας στον εαυτό μας πως αν κάτι δεν υπάρχει, κάποιος το εφευρίσκει. Δεν έχουμε κάνει το ίδιο με τον Θεό; Δεν είναι ίσως η μοίρα των ανθρώπων να εφευρίσκουν αυτό που δεν υπάρχει και να παλεύουν για ένα όνειρο;”.

    Μεγάλα λόγια σε μια εποχή που τα είχε ανάγκη. Πολιτική, Θεός, μοίρα, δικαιοσύνη, ελευθερία, ιδεώδη: ένα μάτσο ανακατεμένες ελπίδες και αδιέξοδα στο μονοπάτι της εξέλιξης. Έξω απ’ το Μπογιάτι, οι προκλήσεις του Παναγούλη έπαιρναν επικίνδυνες διαστάσεις.

     

    Διαβάστε ακόμα: «Η Οδύσσειά μου πάνω στο Ματαρόα» – Από τον ζωγράφο Νίκο Βυζάντιο.

    panag3

    Κατά τη διάρκεια της δίκης -και καταδίκης του σε θάνατο- για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Γεώργιου Παπαδόπουλου.

    “Αλέκο, δεν φοβάσαι μη σε δολοφονήσουν;”, τον ρώτησε η Φαλάτσι. “Ποιος ξέρει! Αφού θέλουν (οι χουντικοί) να κάνουν τους φιλελεύθερους, τους δημοκρατικούς, δεν θα ήταν καθόλου συμφέρον τους να με σκοτώσουν, προς το παρόν”.
    Ως την επόμενη χρονιά που θα έπεφτε η Χούντα, ο Αλέκος και η Οριάνα φιγουράρησαν στα πρωτοσέλιδα του κόσμου ως το πιο παρενοχλημένο ζευγάρι στη χώρα των στρατηγών. Οι πράκτορες του Κλουζό τους ακολουθούσαν παντού και ήταν μετά από πίεση -και την αιώνια απειλή της φήμης της Φαλάτσι- που η Χούντα έδωσε διαβατήριο στον Παναγούλη και τον άφησε, μετά από μια εξάωρη καθυστέρηση στο αεροδρόμιο, να ταξιδέψει με την Οριάνα στην Ιταλία.

    Όταν σηκώθηκε τελικά το αεροπλάνο της Alitalia, ο Αλέκος δάκρυσε. Επειδή έφευγε; Επειδή θα ξαναγυρνούσε; Ή μήπως επειδή αυτός ήταν όντως “ο πιο γαλάζιος ουρανός στον κόσμο”; Ξαναγύρισε λίγο μετά την επιστροφή του Καραμανλή. Οι γειτονιές είχαν γεμίσει ελληνικές σημαίες. Ποιος πάει; Ποιος έρχεται; Ποιος θά ‘ρθει, ποιος δεν θά ‘ρθει; Σε τέσσερις συλλαβές κρατιόταν το πανελλήνιο (Κα-ρα-μαν-λής!) και θα ακολουθούσαν κι άλλες τέσσερις (Πα-παν-δρέ-ου)!

    Ο Παναγούλης περίμενε πως θα γίνονταν δώδεκα με την επιστροφή του -έστω και χωρίς θαυμαστικό-, αλλά πουθενά δεν ακούστηκαν οι δικές του συλλαβές (Πα-να-γού-λης) τη μέρα που προσγειώθηκε στο Ελληνικό. Παγωμάρα και σαστισμένα χαμόγελα. Μόνο η οικογένεια, οι φίλοι και κάποιοι γνωστοί τον περίμεναν με λουλούδια. Πού ήταν, λοιπόν, ο λαός που σε δύο χρόνια θα ερωτοτροπούσε με το φέρετρο του; Πού ήταν ο θρίαμβος, η κραυγή -“Ζει!”-, η καταραμένη αποζημίωση για τις καυτές βελόνες και το σακατεμένο πουλί;

    Αφού ακόμα “ζει” γιατί δεν το φωνάζεις τώρα, μωρολαέ, μακριά απ’ τα κυπαρίσσια; Γιατί πρέπει, όπως αναρωτήθηκε η Φαλάτσι, “οι Χριστοί (να) επευφημούνται μόνο στις κηδείες τους, όταν δεν ενοχλούν άλλο”; Απ’ την πίκρα του μέθυσε στα μπουζούκια εκείνο το βράδυ και απ’ τα νεύρα του, ομολόγησε την επομένη στο τηλέφωνο στη Φαλάτσι, “γάμησα μια χοντρή πουτάνα”.

    pan7

    Αριστερά: Στη φυλακή, και επί τρία χρόνια, ο Παναγούλης ξυπνούσε κάθε πρωί ακούγοντας απ’ το φρουρό: «Πάμε Παναγούλη. Το εκτελεστικό απόσπασμα σε περιμένει». Δεξιά: Αφού ακόμα “ζει” γιατί δεν το φωνάζεις τώρα, μωρολαέ, μακριά απ’ τα κυπαρίσσια;

    Τι κυνηγούσε ο Σούπερμαν;

    Με αυτό το γούρι -μια χοντρή πουτάνα!- ξεκινούσε η νέα περίοδος για τον Σούπερμαν στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Κατέβηκε μόνος του στις εκλογές, χωρίς λεφτά, χωρίς οπαδούς, χωρίς περισπούδαστη πολιτική στρατηγική σαγήνευσης της κοινής γνώμης. Η πολιτική για τον Αλέκο, βλέπεις, όπως και η ποίηση, ήταν θέμα καρδιάς και όχι θέμα επιστήμης, στατιστικών και ύπνωσης του πολίτη. Γι’ αυτό, όσο ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου γέμιζαν το Σύνταγμα με γενναία λόγια και τρομαγμένα περιστέρια (τα οποία σε εκείνη την πρώτη μεγαλειώδη συγκέντρωση του Καραμανλή γέμισαν με κουτσουλιές τα κεφάλια των οπαδών και τους ώμους του ομιλητή), ο Αλέκος γύριζε τις γειτονιές της Αθήνας μέσα σ’ ένα δανεικό σαραβαλάκι με μεγάφωνο και κολλημένες φωτογραφίες του στα τζάμια.

    Ποιος θέλει να ψηφίσει έναν τέτοιο Σούπερμαν; Η ξεροκεφαλιά του Παναγούλη τον οδήγησε αρκετές φορές στα σύνορα του ιδεαλισμού με την ανοησία. Η άρνησή του να ενταχτεί στο σύστημα παραγωγής πολιτικής εικόνας, αφού ήθελε να είναι μέρος του πολιτικού συστήματος, τον οδήγησε στο κελί του παρία. Και ίσως να μην έμπαινε ποτέ στη Βουλή ως βουλευτής της Ένωσης Κέντρου αν δεν του πέταγαν μερικά κόμματα “ψήφους-ψίχουλα”, όπως ειρωνεύτηκαν τότε οι εφημερίδες. Σημασία, βεβαίως, έχει ότι τελικά μπήκε. Και αυτό ήταν το τελευταίο, σαρωτικό και, βεβαίως, πιο μοιραίο κεφάλαιο της 38χρονης ζωής του.

    Τι κυνηγούσε ο Σούπερμαν; Ιδανικά, φαντάσματα, ανύπαρκτα λιμάνια. Στον ωκεανό της ουτοπίας, η λογική πετάει με τα φτερά του γλάρου. Διόλου τυχαία, ο Αλέκος έβλεπε συχνά στον ύπνο του καταποντισμένους γλάρους. Ήταν πεσιμιστής. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν πράσινα, γαλάζια ή κόκκινα άλογα, εκείνος έβλεπε μόνο μαύρα. Ανέβα σ’ ένα χρωματιστό πουλάρι, βρε χρυσέ μου. Τίποτα εκείνος! Εκεί που η πλειοψηφία των χρωματιστών έκανε τα στραβά μάτια στην επιρροή που ασκούσαν ακόμα οι χουντικοί στην πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση, εκείνος αρνιόταν να αποδεχτεί το γεγονός ότι μόνο ο χρόνος και ο θάνατος θα αφάνιζαν το δηλητήριο του Κλουζό και της παρέας του.

    Κοστούμι και γραβάτα, ψέμα και ιδεολογία, λογική και αναισθησία, χαμόγελα και δημαγωγία, Μακιαβέλι και κωμωδία…

    Η τέχνη της μεταπολεμικής πολιτικής, βλέπεις, στηρίχτηκε σε κάτι που ο Παναγούλης υστερούσε: στον κομφορμισμό. Κοστούμι και γραβάτα, ψέμα και ιδεολογία, λογική και αναισθησία, χαμόγελα και δημαγωγία, Μακιαβέλι και κωμωδία. Εκεί που οι χρωματιστοί ξεφούρνιζαν καθημερινά την αγαπημένη πίτα του λαού (μέλλον και αισιοδοξία), ο Παναγούλης, σαν τον Άμλετ, πάλευε με το βαμπίρ των βασανιστών του, φορώντας Hermès γραβάτα (δώρο της Οριάνας) στη Βουλή και τσαλακωμένα πουκάμισα στα μπουζούκια.

    Ο Κλουζό και η κάστα του (ο Ιωαννίδης, ο Παττακός, ο Μακαρέζος και ο Λαδάς) ήταν ήδη στον Κορυδαλλό, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Η συνειδητοποίηση της Φαλάτσι ότι “Η αιώνια εξουσία δεν πεθαίνει ποτέ. Πέφτει για να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της”, ειδικά εκείνη την εποχή, ακουγόταν ως το ανάθεμα κάθε ρομαντικού. Ο Παναγούλης είχε ερωτήσεις (“σουπερερωτήσεις”, όπως τις έλεγε ο ίδιος), τις οποίες απηύθυνε ανοιχτά στον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ.

    Όπως: “Γιατί ο κύριος υπουργός δεν ξαναφέρνει στο στρατό τους δημοκρατικούς αξιωματικούς που έδιωξε η χούντα;” ‘Η, “Γιατί ο κύριος υπουργός αφήνει τους οπαδούς του Ιωαννίδη να διοικούν συντάγματα και μεραρχίες που θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να κινηθούν εναντίον της Αθήνας και να διαλύσουν κι αυτή τη Βουλή;”. Ή “Φαίνεται λογικό στον κύριο υπουργό το ότι, από τις φυλακές του Κορυδαλλού, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης συνεχίζει να διαθέτει κατά πώς του αρέσει τους κανταφικούς του, δηλαδή τους αξιωματικούς που είναι σε θέση να κάνουν εκείνο το πραξικόπημα;”.

    pan3

    Αριστερά: Αμέτρητοι κυριολεκτικά Έλληνες συνέρρευσαν στην κηδεία του εκείνη την 5η Μαϊου του 1976. Δεξιά: Ο Γιάννης Ρίτσος μπροστά στη σορό.

    Μια ζωντανή βόμβα

    Ως γνωστόν, λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, ο Παναγούλης έλεγε πως είχε εξασφαλίσει κάποια σημαντικά αρχεία της ΕΣΑ, τα οποία, όπως είχε αφελώς προαναγγείλει ο ίδιος, εφόσον αρνιόταν εκείνες τις μέρες να τον δει κατ’ ιδίαν ο πολυάσχολος Καραμανλής, σκόπευε να τα παρουσιάσει στη Βουλή με μια συνοδεία “σουπερερωτήσεων” που θα έφερναν, υποτίθεται, τον Αβέρωφ σε δεινή θέση.

    Μπορεί και να μπλόφαρε, μπορεί και όχι. Ποιος Υπουργός Εθνικής Άμυνας όμως, θα ήθελε να αφήσει μια τέτοια ζωντανή βόμβα να κυκλοφορεί ελεύθερη; Ήταν ένα τραγικό δυστύχημα, υποτίθεται. Το αυτοκινητάκι του Παναγούλη συνετρίβη σαν τηλεκατευθυνόμενο παιχνίδι στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, την Πρωτομαγιά του 1976. Όπως έγινε γνωστό, το «κοντρόλ» κρατούσε ο Μιχάλης Στέφας που εκείνο το βράδυ καταδίωξε το θύμα του σε κούρσα θανάτου, ένας πληρωμένος νταής που είχε προκαλέσει και καταδιώξει τον Παναγούλη αρκετές φορές στο παρελθόν, ορισμένες παρουσία της Φαλάτσι. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι προκάλεσε «άθελα» του το ατύχημα με ένα απότομο φρενάρισμα.

    Ο Στέφας ήταν επίσης γνωστός για την χαμαιλεοντική πολιτική του τοποθέτηση, καθώς και για την αδυναμία του στη μόδα. Ναι, ο Στέφας υπήρξε μοντελίστ στο ατελιέ της Δέσποινας Παπαδοπούλου και αν η Τζάκι Ωνάση είχε αναρωτηθεί έκθαμβη “Μα ποιος έραψε τα κουρέλια που φοράει αυτή;”, εννοώντας τη Δέσποινα, το βράδυ που οι δικτάτορες συνδείπνησαν με τους κροίσους στο ντεκ της “Χριστίνας”, η απάντηση βεβαίως ήταν “Ο Μιχάλης Στέφας”.

    Στις 5 Μαΐου του 1976, ο Παναγούλης μπήκε ξαπλωμένος και αμετανόητος στη Μητρόπολη. Τίποτα απ’ αυτά που είχε αγαπήσει (εκτός απ’ τον έρωτά του για τη Φαλάτσι) δεν είχε ευοδωθεί.

    Έτσι ο ωκεανός έγινε χάρτινος, το καράβι του Σούπερμαν μεταμορφώθηκε σε φέρετρο και ο λαός κατέβηκε στους δρόμους. Περιττό να αναφέρει κάποιος ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, ο κόσμος και η Ελλάδα πήραν στροφές τόσο ιλιγγιώδεις που τίποτα απ’ αυτά δεν απέμεινε στον κόρφο τους. Μνήμη, βοή, ΑΠΖ, κουρέλια της ιστορίας και της Δέσποινας. Χρυσόσκονη στο σύμπαν! Δεν πέθανε μόνο ο Παναγούλης, ο κομμουνισμός, ένας αιώνας ολόκληρος. Πάνω απ’ όλα, όπως ισχυρίζονται εδώ και αρκετό καιρό οι νεοφιλόσοφοι, πέθανε η πολιτική, όλα τα χρώματα έγιναν ένα πάνω στην έξαψη του μιλένιουμ και μόνο ο Κάστρο επέζησε στα βάθη της κόκκινης ουτοπίας!

    Γι’ αυτό και ο ασπρόμαυρος μύθος αυτού του Σούπερμαν θυμίζει παραμύθι. Τα ποιήματα, τα ιδανικά, οι εμμονές, τα λάθη του, ανήκουν σε μια χώρα της φαντασίας που την έλεγαν Ελλάδα. Και είναι αλήθεια, ίσως σήμερα να μην θυμόμασταν τα περισσότερα απ’ αυτά αν δεν τα είχε καταγράψει η Φαλάτσι στο μεμουάρ της “Ένας Άντρας” που, ως “Κώδικας Ντα Βίντσι” της δεκαετίας του ’80, πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου κάνοντας για ένα φεγγάρι τον Παναγούλη τον πιο δημοφιλή ήρωα του πλανήτη.

    “Θα πεθάνω κι εσύ θα γράψεις ένα βιβλίο για μένα”, είχε προφητέψει ο Παναγούλης. “Αλέκο, είσαι τρελός!”, είχε βάλει τα γέλια η Φαλάτσι. “Κι αν πέθαινα εγώ πριν από σένα ή μαζί με σένα;”. “Όχι, όχι”, επέμεινε εκείνος. “Δεν θα πεθάνεις ούτε πριν από μένα, ούτε μαζί με μένα… Διότι πρέπει να διηγηθείς την ιστορία”.

    Άργησε όντως να φύγει η Οριάνα Φαλάτσι. Πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου του 2006, σφραγίζοντας έτσι το χρονικό αυτής της επετείου. Όπως εκμυστηρεύτηκε η ίδια, “Δεν είχα έρθει σε σένα παρασυρμένη από ένα κάλεσμα των αισθήσεων… Δεν έψαχνα το κορμί σου μέσα στα παράφορα, γλυκύτατα αγκαλιάσματα. Έψαχνα την ψυχή σου, τις σκέψεις σου, τα αισθήματα σου, τα όνειρα σου…”.

    Γι’ αυτό και σήμερα, καλώς ή κακώς, ο τρόπος που θυμόμαστε τον Αλέκο Παναγούλη είναι ο τρόπος που τον βίωσε η γυναίκα της ζωής του. Μόνο έτσι, άλλωστε, μπορεί κάποιος να αναπολεί έναν ήρωα: με πάθος, αγάπη, νοσταλγία και φρίκη. Αν ο πολιτικός και ο ποιητής έσμιξαν όντως κάποτε στη σύγχρονη Ελλάδα, καθένας εύχεται ο θάνατος να μην τους χωρίσει ποτέ.

    “Αλέκο, τι σημαίνει να είσαι άντρας;”, ρώτησε η δημοσιογράφος τον επαναστάτη στην πρώτη τους συνάντηση. “Σημαίνει να έχεις κουράγιο, να έχεις αξιοπρέπεια” αποκρίθηκε εκείνος. “Σημαίνει να πιστεύεις στην ανθρωπότητα. Να αγαπάς, χωρίς να επιτρέψεις στην αγάπη να γίνει άγκυρα. Σημαίνει να παλεύεις. Και να κερδίζεις… Και για σένα (Οριάνα) τι σημαίνει άντρας;”. “Θα έλεγα ότι άντρας σημαίνει αυτό που είσαι, Αλέκο”.

     

    Διαβάστε ακόμα: Τζορτζ Πελεκάνος – Ο ποιητής του υποκόσμου.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top