H εικονιζόμενη γάτα δεν είναι όποια κι όποια. Είναι η Τασία με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και, φευ, το αναπόδραστο τέλος.

Η Τασία ήταν κλασική περίπτωση γάτας που μας διάλεξε· διάλεξε δηλαδή το σπίτι στις Σπέτσες για πανσιόν/spa κι εμάς για υπαλλήλους της. Αριβάριζε με το που ανοίγαμε το σπίτι –όποτε κι αν ήταν αυτό, Πάσχα ή καλοκαίρι– άραζε στην κίτρινη καρέκλα του σκηνοθέτη στο αίθριο, απαιτούσε φαγητό πολλές φορές την ημέρα με δυνατές φωνές, έβγαινε στα γρήγορα μόνο, υποθέτω για να σκάψει τα λακκάκια της στο βουνό.

Όταν επιστρέφαμε από τη Ντάπια το βράδυ, τη βρίσκαμε να μας περιμένει  στο παράθυρο της κουζίνας που βλέπει στον δρόμο και γουργούριζε ασταμάτητα κάνοντας οχτάρια γύρω από τα πόδια μας. Η Τασία ονομάστηκε Τασία γιατί πρωτοεμφανίστηκε ένα Πάσχα, αλλά έγινε σύντομα Τασία-Οπτασία, ή Τασίτσα ή και Τασουλίτσα.

Όποτε φτάναμε στο νησί, περιμέναμε να ακούσουμε το σπαρακτικό νιαούρισμα από μακριά να πλησιάζει μέχρι να τη δούμε να ανεβαίνει τα σκαλιά σαν να μην είχε περάσει μια μέρα.

Η Τασία ήξερε πότε θα κλείσει το σπίτι, έφευγε μόνη της μόλις μας έβλεπε να μαζεύουμε, κάπως σαν παρεξηγημένη, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Περνούσε τον χειμώνα στις άγριες συνθήκες του Οικισμού, στο βουνό, αλλά τη βρίσκαμε πάντα σε καλή κατάσταση, ταϊσμένη μεν αιώνια πειναλέα δε. Κάποιος την είχε στειρώσει πριν μας υιοθετήσει, εμείς φέρναμε αμπούλες για τους ψύλλους, αντιπαρασιτικό για τα αυτιά και καλή τροφή.

Χάσαμε τον λογαριασμό για το πότε την πρωτοείδαμε, αλλά πρέπει να τη γνωρίζαμε συνολικά μια δεκαετία. Όποτε φτάναμε στο νησί, περιμέναμε να ακούσουμε το σπαρακτικό νιαούρισμα από μακριά να πλησιάζει μέχρι να τη δούμε να ανεβαίνει τα σκαλιά σαν να μην είχε περάσει μια μέρα, όχι οκτώ και δέκα μήνες. Και να εγκαθίσταται για όλη τη διάρκεια της διαμονής μας.

Μια χρονιά, την Τασία τη βρήκαμε σε κακό χάλι. Βρόμικη, αδύνατη, με σάλια να τρέχουν και τεράστια δυσκολία να φάει. Αντιβίωση ήρθε με courier από την Αθήνα, βλαστήμια η Τασία με το σιρόπι, επιμονή εγώ που σ’ αυτά είμαι λίγο σκύλα, συνήλθε κάπως, αλλά όχι αρκετά ώστε να ξενοιάσουμε.

Τη φέραμε στον καλό μας κτηνίατρο (σημείωση: οι Σπέτσες την εποχή εκείνη δεν είχαν κτηνιατρείο) που διέγνωσε φλεγμονή των ούλων, μια τρομερή στοματίτιδα, αυτοάνοσο που συναντάται αρκετά συχνά στα γατιά και γίνεται τόσο επώδυνο που δεν μπορούν ούτε να φάνε ούτε να πλυθούν.

Προσαρμόστηκε στη ζωή στο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς βουνό, χωρίς χώμα, χωρίς πουλάκια και πεταλούδες… Μόνο άσφαλτος και καυσαέριο και γκάζια-κόρνες όλη μέρα.

Κορτιζόνη με ένεση, συνήλθε το γατί, μισό χαπάκι για μερικές μέρες, επιστρέψαμε στο νησί, καθάρισε το γατί κι έτρωγε με τη γνωστή βουλιμία. Τέλος του καλοκαιριού, τι θα κάνουμε με την Τασία; Αν επανέλθει η φλεγμονή ποιος θα την γιατροπορέψει μέσα στον χειμώνα στον έρημο Οικισμό;

Οπότε, ήρθε στην Αθήνα η Τασία. Προσαρμόστηκε στη ζωή στο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς βουνό, χωρίς χώμα, χωρίς πουλάκια και πεταλούδες… Μόνο άσφαλτος και καυσαέριο και γκάζια-κόρνες όλη μέρα. Ήξερε η Τασία, όπως ξέρουν όλες οι σοφές γάτες. Ήταν για το καλό της.

Η ασθένειά της την ταλαιπώρησε πολύ. Ή εμείς την ταλαιπωρήσαμε πολύ. Ποτέ δεν θα μάθουμε. Της αφαιρέσαμε όλα τα δόντια, μέθοδος που ενδείκνυται γιατί συχνά, απομακρύνοντας τα δόντια, το στόμα δεν φλεγμαίνει πια. Για λίγο έμοιασε να δουλεύει αυτό, όμως σύντομα επιστρέψαμε στην κορτιζόνη. Κάθε μέρα. Επί τέσσερα χρόνια. Μπορεί και πέντε. Χάσαμε τον λογαριασμό. Κάθε που προσπαθούσαμε να τη μειώσουμε, να σου πάλι τα σάλια και ο πόνος.

Πέρυσι, η Τασία έπαθε διαβήτη. Εκτός από το μισό χαπάκι κορτιζόνης, διαλυμένο μέσα στην τροφή της, αρχίσαμε να της κάνουμε και μια ένεση ινσουλίνης μια φορά την ημέρα. Δέσμευση μεγάλη, όπως με έναν οποιοδήποτε ασθενή. Κάθε μέρα στις 6 το απόγευμα η ένεση. Πριν από αυτήν το φαγητό με το χαπάκι. Η Τασία τα δεχόταν στωικά και γενικά ήταν καλά. Λιγάκι κατσιασμένη, αλλά ορεξάτη, με δυνατή φωνή κι απαίτηση για φαγητό και χάδια.

Το τελευταίο διάστημα η Τασία ήταν η σκιά του εαυτού της. Έχασε το τρίχωμά της. Έχασε βάρος. Δεν πλενόταν.

Το τελευταίο διάστημα η Τασία ήταν η σκιά του εαυτού της. Έχασε το τρίχωμά της. Έχασε βάρος. Δεν πλενόταν. Έτρωγε λιγότερο και με κάποια δυσκολία. Δεν έβρισκες μέρος να την τρυπήσεις για την ινσουλίνη. Της άλλαξε ο γιατρός το φάρμακο, τίποτα. Ανέβαινε όμως στις αγκαλιές, κούρνιαζε και γουργούριζε σαν να μην υπάρχει αύριο.

Σήμερα πήραμε τη δύσκολη απόφαση της ευθανασίας. Πάντα λες πως θα σε βοηθήσει το ίδιο το ζώο να την πάρεις, πως θα σου δείξει με τον τρόπο του πότε είναι η ώρα και η αλήθεια είναι ότι κάπως έτσι γίνεται. Ο καλός μας γιατρός, που είναι σ’ αυτά τα θέματα σοφός, είπε πως από εδώ και μπρος είναι εγωισμός. Δικός μου, αν σας πω ότι μπορώ να κάνω καλά μια γάτα πολυασθενή, δικός σας, που δεν την αφήνετε να «φύγει».

Κι έτσι ήταν. Έτσι έγινε. Αποχαιρετίσαμε την Τασία που μας υιοθέτησε και ευχόμαστε να πέρασε καλά μαζί μας και να μη μετάνιωσε για την επιλογή της. Είναι όμως περίεργο πόσο δυσκολευόμαστε, εμείς που είμαστε υπέρ της νομιμοποίησης  της ευθανασίας στους ανθρώπους, να πάρουμε αυτή την απόφαση για λογαριασμό του ζωντανού μας.

 

Διαβάστε ακόμα: Όσα πρέπει να γνωρίζετε προτού υιοθετήσετε γατάκι.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top