8517006639_465a37c927_o

Κάποτε έτρωγα πολύ συχνά έξω και ξόδευα πολλά λεφτά σε φαγητά και μπαρ. Όταν κάποιος φίλος ή φίλη έλεγε «ρε συ, δεν έχω» οι υπόλοιποι λέγαμε «μην το συζητάς, έχω εγώ». Artist: Paul Callan Burns

Με βγάζει έξω με το ζόρι η κολλητή μου για φαγητό. Με πηγαίνει σε ένα πολύ ωραίο καινούριο ιταλικό εστιατόριο στην πλατεία της Δεξαμενής. Εκεί που ήταν το Mohnblumchen, που κάποτε (αχ!) ψώνιζα ρούχα. Τώρα έχει πίτσες και τέτοια. Προσούτα, (να ’τα πάλι τα προσούτα), καρπάτσια, φοκάτσιες και όλα αυτά. Πολύ ωραίο μαγαζί, αλλά παρεκβαίνω. Κάποτε –όχι πολύ παλιά– έτρωγα πολύ συχνά έξω. Και ξόδευα πολλά λεφτά σε φαγητά και μπαρ. Όταν κάποιος φίλος ή φίλη έλεγε «ρε συ, δεν έχω» όταν κανονίζαμε μια έξοδο, ή μια συναυλία, ακόμα και μία εκδρομή, οι υπόλοιποι λέγαμε «μην το συζητάς, έχω εγώ».

Τώρα είμαστε πολλοί. Όλο και περισσότεροι. Αυτοί που δεν έχουμε. Ευτυχώς έχει απενοχοποιηθεί το να μην έχεις και τουλάχιστον δεν ντρέπεσαι να το πεις. Όταν είχα, (όχι πολλά, αλλά είχα) δεν κοίταζα ποτέ τις τιμές στον τιμοκατάλογο. Αν ήθελα να πάρω κρέας, έπαιρνα κρέας. Κι αν ήθελα μακαρόνια, έπαιρνα μακαρόνια. Μια στο τόσο έτρωγα σούσι, (αχ! πάνε αυτά). Όταν είχα, διαχειριζόμουν τα έσοδά μου με τέτοιο τρόπο ώστε να τα έχω ξοδέψει όλα ως το τέλος του μήνα. Χωρίς να χρωστάω. Τότε, όταν έλεγα πως είμαι απένταρη, εννοούσα ότι έχω φάει το μισθό μου πριν να τελειώσει ο μήνας. Δεν ήξερα τι σημαίνει να είσαι απένταρος.

Τώρα είμαστε πολλοί. Όλο και περισσότεροι. Αυτοί που δεν έχουμε. Ευτυχώς έχει απενοχοποιηθεί το να μην έχεις και τουλάχιστον δεν ντρέπεσαι να το πεις.

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι (αστικό) όπου ζούσαμε καλά. Χωρίς πολλές υπερβολές, αλλά καλά. Ο Κηλαηδόνης τραγουδούσε στο πικάπ «φασουυύλι το φασουυύλι, γεμίζει το σακουυύλι» και εμείς λέγαμε μίζερους και μικροαστούς αυτούς που αποταμίευαν. «Μασούρια θα τα κάνει;», «Θα τα πάρει στον τάφο;». Τέτοια λέγαμε. Αυτά μας φάγανε. Φυσικά δεν είναι μόνο οι μικροαστοί «μίζεροι». Είναι και πολλοί μεγαλοαστοί. (Είμαι της άποψης ότι στην Ελλάδα, ή τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις, είμαστε όλοι αστοί. Η εργατική τάξη στη χώρα μας είναι μειοψηφία, αφού, κακά τα ψέματα, δεν παράγουμε σχεδόν τίποτα και βιομηχανία δεν έχουμε). Όλοι εμείς που δουλεύαμε στα περιοδικά, στη διαφήμιση, στην τηλεόραση, φάγαμε τεράστια ήττα. Η αλήθεια είναι ότι δεν κάναμε και τίποτα ιδιαίτερα χρήσιμο ή απαραίτητο, δεν είμαστε γιατροί ή δάσκαλοι ούτε πυροσβέστες. Τώρα δυστυχώς, όλοι σχεδόν υποφέρουμε, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.

Γυρνούσα σήμερα σπίτι, την ώρα που τέλειωνε η λαϊκή και μάζευαν οι μανάβηδες τα απούλητα λαχανικά τους. Κάποτε, τις Παρασκευές που είχε λαϊκή στο δρόμο κάτω από το σπίτι μου, με ξυπνούσαν απ’ τα χαράματα τα γέλια και οι φωνές των παραγωγών που έπιναν τσίπουρα και πείραζαν τα κορίτσια, αλλά και τις γιαγιάδες. Γινόταν πάρτι. Τώρα, δεν ακούς μιλιά. Οι γιαγιάδες εμφανίζονται με τα καρότσια τους αργά, την ώρα που οι μανάβηδες αρχίζουν να ρίχνουν τις τιμές. Κάποιες έρχονται στο τέλος και γεμάτες ντροπή μαζεύουν από το δρόμο καμιά χτυπημένη ντομάτα, ή πατάτα, για να φτιάξουν σούπα. Και ζω σε «αστική» γειτονιά.

Αυτός που στήνει τον πάγκο του κάτω από το σπίτι μου είναι φίλος μου, τον βλέπω χρόνια. Κάθε Παρασκευή είναι ο πρώτος άνθρωπος που μου λέει καλημέρα. Πάντα γελαστός. Ακόμα και τώρα. Σήμερα μάζευε τα απούλητα λαχανικά του, την ώρα που είχα βγάλει το κλειδί για να μπω. «Πώς πήγε;», τον ρώτησα. «Πώς να πήγε κοπέλα μου, δεν βλέπεις;» μου απάντησε, δείχνοντάς μου τα γεμάτα καφάσια. Κοιτάω κάτω και βλέπω ένα σωρό αβοκάντο. (Τρελαίνομαι για αβοκάντο, είμαι αστή). Του λέω «πόσο έχεις τα αβοκάντο;», ανοίγοντας το ψιλοάδειο πορτοφόλι μου. Σκύβει και πιάνει ένα γεμάτο καφάσι. «Πάρ’ το», μου λέει. «Πόσο κάνει;», «Μην το συζητάς». Ήταν αμετάπειστος. Ανέβηκα στο σπίτι με τα αβοκάντο. Άνοιξα ένα στη μέση, έβγαλα το κουκούτσι και το έφαγα με το κουτάλι.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top