kakisis

«Με τον πατέρα μου» (1957)

Αν δεν είχε πεθάνει ο πατέρας μου, συγνώμη που το λέω, μπορεί να ήμουνα ακόμα χειρότερος. Αν δεν ήμουνα δεκατεσσάρων χρονών τότε, ποιος ξέρει τι θα ’μουν, πού θα ’μουν σήμερα, σε ποιο γραφείο θα ’γραφα, σε ποιο κλαδί θα κελαηδούσα. Οπωσδήποτε δεν θα ’μουν τόσο εύθραυστος, τόσο ανήσυχος, τόσο έτσι. Άνδρας; Δεν ξέρω. Αν άνδρας σημαίνει να μπορείς να πληγώνεσαι, αν άνδρας σημαίνει να μη μπορείς να μένεις ίδιος κι απαράλλαχτος σαν φωτογραφία, σαν κλισέ, αν άνδρας σημαίνει να ’χεις καταλάβει πως σήμερα είσαι κι αύριο δεν είσαι, γι’ αυτό κάνε ό,τι είναι να κάνεις όσο καλύτερα μπορείς και κυνήγησε σαν αρχαίος κυνηγός ό,τι επιθυμείς, ό,τι ερωτεύτηκες όπου Γης σ’ αυτόν τον μικρομέγαλο πλανήτη, τότε ναι, καλά να πάθω, καλά είναι κι έτσι, τελικά!

Δεν έκλαψα όταν πέθανε. Είχα κλάψει πριν, όταν η μάνα μου μού ’πε μες στον πανικό της πως δεν γινόταν πια να σωθεί ο μπαμπάς μου, πως καλά θα ’ταν να πήγαινα να τον δω στο νοσοκομείο, γιατί είχε βαρύνει πολύ. Τι βαρύνει; Ήτανε πια μισός, πολύ αδύνατος, πολύ αδύναμος, εξασθενημένος, ήδη σε πορεία προς τ’ άστρα. Ποιος; Αυτός που ήταν πιο πραγματικός, πιο δεδομένος για μένα από κάθε άλλον άνθρωπο, απ’ όλον τον κόσμο σημαντικότερος, μεγαλύτερος.

Μ’ έσφιξε πάνω του με δύναμη πια ελάχιστη, πιο μικρή κι από μικρού παιδιού, κι όμως, τι τρομερό! Δεν θυμάμαι, δεν έχω γνωρίσει ως τώρα στη ζωή μου πιο σφιχτό αγκάλιασμα, πιο απίστευτη συγκέντρωση πνεύματος και σώματος, ψυχής. Αποχαιρετισμού και σημασίας. Σημασίας, που μου ’λεγε όσα ως τότε δεν είχε προφτάσει να μου πει, όσα δεν λέγονται ούτε με λόγια ούτε με πράξεις ούτε με τίποτα. Όσα καταλαβαίνει κανείς, φαντάζομαι, μόνο στα σύνορα φαντασίας και πραγματικότητας, στην twilight του χρόνου του, στο μεταίχμιο, όπως λένε οι ασυγκίνητοι, ζωής και θανάτου, πριν την τελευταία πράξη του έργου, πριν την τελευταία του συνέχεια.

«Άλλαζαν τα φύλλα, κι η δική μου η μικρή ύπαρξη ξαφνικά φυλλορροούσε επικίνδυνα, την κύκλωνε, με κύκλωνε ένα φθινόπωρο πρώιμο και πικρό, με έσφιγγε, με κρύωνε».

Συνέχεια. Συνέχειά του είμαι εγώ. Εδώ. Εδώ γύρω. Ακόμα με σάρκα και οστά, συνέχεια όχι μόνο του σώματος, αλλά, προπαντός, του πνεύματός του, του εαυτού του, του μυαλού, του χιούμορ, της καρδιάς του. Δεν πήγα στο νεκροταφείο. Ήρθε και με πήρε από την εκκλησία ένας δεύτερος, αναπληρωματικός πατέρας μου, και βαδίσαμε μαζί στην οδό Αναγνωστοπούλου, Ιούνιο του ’68, χωρίς να μιλάμε. Κι ύστερα, τι να πει κι ο Φοίβος, προσπάθησε να μην πει τίποτ’ άλλο, παρά αυτό: «Σωτηράκη, το φυσικό είναι να θάβουν τα παιδιά τους γονείς τους. Το αντίθετο είναι πολύ πιο σκληρό».

«Με τον πατέρα μου, τη μητέρα μου Νανά Κακίση και τον παππού μου Ξενοφώντα Παπαευθυμίου» (1960).

«Με τον πατέρα μου, τη μητέρα μου Νανά Κακίση και τον παππού μου Ξενοφώντα Παπαευθυμίου» (1960).

Έτσι, ε; Υπήρχαν και σκληρότερα. Τα ’χε ζήσει άλλωστε κι ο πατέρας μου με τα δύο μου αδέλφια πριν από μένα, άρα τώρα εγώ έπρεπε να ’μαι έστω και λίγο δυνατός σαν κι εκείνον πριν από μένα, από εκείνον παίρνοντας, μαθαίνοντας. Αλλά εκείνος δεν ήτανε πια, δεν υπήρχε πια σε κανένα τηλέφωνο, να τον βρω, να τον ακούσω, να μ’ ακούσει, να του πω τον πόνο μου. Εκείνος ήτανε πια αλλού, σε άλλο κόσμο, στην αρχή ίσως ζωής άλλης σκεφτόμουνα, χωρίς πεζοδρόμια σαν αυτό που περπατάμε τώρα με τον Φοίβο, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς δέντρα, χωρίς φύλλα, χωρίς τέτοια πεζά πράγματα. Άλλαζαν τα φύλλα, κι η δική μου η μικρή ύπαρξη ξαφνικά φυλλορροούσε επικίνδυνα, την κύκλωνε, με κύκλωνε ένα φθινόπωρο πρώιμο και πικρό, με έσφιγγε, με κρύωνε.

Με ερωτευότανε άλλη ιστορία, άλλο μέλλον, άλλη εξέλιξη στο αστυνομικό μου έργο έβγαινε μπροστά σαν ληστής υποθέσεων κι εξελίξεων, το έκανε πολύ πιο νουάρ, πολύ πιο μαύρο, πολύ πιο μπλεγμένο, πολύ πιο σκοτεινό εκ πρώτης όψεως.

Μου είπε ο θείος μου ο Πέτρος: «Μην ανησυχείς. Μπήκα εγώ μπροστά όταν άνοιξαν το φέρετρο. Δεν τον είδε η μάνα σου πάλι, δεν την άφησα». Για δες: άρχισα κιόλας να ρωτάω σαν μεγάλος, σαν πιο έμπειρος κιόλας ντετέκτιβ των γεγονότων, πληροφορίες καθοριστικές, χειρουργικές λεπτομέρειες των στιγμών, των εικόνων. Για δες: άρχισα να σκέφτομαι τη μάνα μου και σαν άνδρας της, σαν μεγαλύτερός της λίγο, σαν ενήμερος από τη μια στιγμή στην άλλη για το μυστήριο του θανάτου που μας επιβάλλει να είμαστε εν ζωή και λίγο κυνικοί, λίγο ψύχραιμοι, λίγο πιο άνδρες, ώστε να σώζουμε καλά μέσα μας τα όνειρα, τις ποιήσεις, την πραγματική μελαγχολία και ζωντάνια, το παιδί εννοώ, το πραγματικό παιδί, το ιδανικό Εγώ μας.

Για δες: απ’ την πρώτη ώρα σκέφτομαι αλλιώς, αλλιώς ήμουνα, αλλιώς είμαι. Κι ύστερα: πάλι παιδί της ήμουνα, πάλι η μάνα μου γύρναγε προς το μέρος μου σαν διπλός πια άνθρωπος, σαν δύο γονείς μαζί, σε πιο έντονη συναισθηματική φόρτιση, σε οικονομική, υπερ-συγκινητική συσκευασία με κόκκους μπλε και κόκκινους, ουρανός πληγωμένος, νερό κι αίμα μαζί.

Άρα: να ’μαστε οι δυο μας σαν τρεις, πιο λίγοι αλλά σαν πιο πολλοί, πιο μόνοι αλλά και σαν πιο μαζί από ποτέ. Κι εγώ πιο μαζί μου, πιο μόνος, πιο ώριμος από ποτέ, από πριν. Τι άλλο να κάνω;

ΟΙ ΓΟΝΕίΣ ΜΟΥ

«Οι γονείς μου, Νανά και Γιάννης Κακίσης».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top