Υπήρξε ο σημαντικότερος αθλητικός συντάκτης της χώρας. Μια σχολή μόνος του (φωτογραφία: sooc).

«Και τι σας καθιστά ικανή δεσποινίς μου να γράφετε για ποδόσφαιρο;», ακούω τη χαρακτηριστική φωνή του, με αυτό το ανεπαίσθητο ψεύδισμα, ένα ηχηρό σίγμα – και τον βλέπω να κατεβάζει ελαφρά τα γυαλιά του. Είναι 1990, ο μπαμπάς μου με περιμένει στη Χρήστου Λαδά στην είσοδο της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ όπου με έχει πάει με ένα βεσπάκι για να δω το είδωλό μου – μου είχαν κλείσει ραντεβού.

Θυμάμαι κάθε λεπτό από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα. Ετρεμα σαν το ψάρι, του είπα ότι παρακολουθώ και ότι κατανοώ τις τακτικές και τη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου, με κοίταζε με απορία και μου ζήτησε να του γράψω δύο κείμενα. «Τι εννοείτε; Τι κείμενα;».

Ο πρώτος μου δάσκαλος, ο μέντοράς μου υπήρξε ο μεγαλύτερος και ο σημαντικότερος δημοσιογράφος αθλητικών της χώρας.

«Εξυπνο κορίτσι φαίνεστε, σκεφτείτε κάτι» – πάντα πληθυντικός. Μέχρι τότε, μόνο εκθέσεις στο σχολείο είχα γράψει. Πανικός. Αποφάσισα να κάνω ένα αφιέρωμα στον Μαραντόνα και να γράψω ένα κείμενο για τα λάθη εκείνων που μεταδίδουν ματς. Τα πάω, τα διαβάζει, με κοιτάζει: «Πιστεύετε ότι είναι σώφρον να σχολιάζετε δημοσιογράφους όταν δεν είστε καν εκπαιδευόμενη; Δεν είναι λίγο θρασύ αυτό;», λέει και μου κόβονται τα πόδια. Ζητώ συγγνώμη και συνεχίζει.

«Παρ’ όλα αυτά, βλέπω ότι πράγματι έχετε αίσθηση του αθλήματος. Μόνη σας τα γράψατε τα κείμενα ή σας βοήθησε κάποιος;».

«Μόνη». 

«Τι γλώσσες μιλάτε;»

«Αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά».

«Πολύ ωραία. Καθίστε απέναντι, διαλέξτε όποιες εφημερίδες και ξένα περιοδικά θέλετε και γράψτε μου εδώ ένα κείμενο για τον Πλατινί».

To make the long story short, του άρεσε το κείμενο και αποφάσισε να μου κάνει μαθήματα ο ίδιος, στο σπίτι του, μια φορά την εβδομάδα. Η γυναίκα του, η Βαρβάρα, τριγυρνούσε πάντα χαμογελαστή και εμείς εκεί. Δεν ξέρω τι κέφια είχε για να ασχολείται με ένα κορίτσι, ίσως πράγματι να είδε σε εμένα κάτι εξαιρετικό (να μην το παινεύομαι, αλλά αν κάτι ξέρω ότι καταλαβαίνω είναι το ποδόσφαιρο), ίσως πάλι να αγαπούσε τον Πέτρο Μώραλη που με είχε συστήσει και να ήθελε να του κάνει τη χάρη, ίσως ήθελε να μεταλαμπαδεύσει γνώση… Τι να πω; Ο πρώτος μου δάσκαλος, ο μέντοράς μου υπήρξε ο μεγαλύτερος και ο σημαντικότερος δημοσιογράφος αθλητικών της χώρας.

Τις παλιές ηρωικές εποχές των μεταδόσεων.

Η τύχη μου δεν περιγράφεται. Ο Γιάννης Διακογιάννης με έμαθε να σκέφτομαι δημοσιογραφικά, να δομώ τη σκέψη και τα κείμενα, να ακούω και να αναλύω. Με έμαθε, επίσης, να επιμένω σε όσα το ήθος μου μού υπαγόρευε. Επιβεβαίωσε ότι όσοι ασχολούνται με πάθος με τη στρογγυλή θεά δεν είναι ούγκανα: οι ιστορικές του γνώσεις και οι γνώσεις του για τη μουσική είναι γνωστές φαντάζομαι.

Έκανε για χρόνια ραδιοφωνική εκπομπή για το γαλλικό τραγούδι – συχνά βλέπαμε ματς και πίσω, από το διπλανό δωμάτιο, μας κρατούσε παρέα η φωνή του Υβ Μοντάν.

Αλλωστε, είχε σπουδάσει το αντικείμενο στη Γαλλία και έκανε για χρόνια ραδιοφωνική εκπομπή για το γαλλικό τραγούδι – συχνά βλέπαμε ματς και πίσω, από το διπλανό δωμάτιο, μας κρατούσε παρέα η φωνή του Υβ Μοντάν (του είχε αδυναμία) και του Σαρλ Αζναβούρ.

Με έμαθε να ξεχωρίζω την ήρα από το στάρι σε μια μετάδοση – «Ευκαιρία λέμε μόνο την περίπτωση που η μπάλα πηγαίνει στα δίχτυα και την τελευταία στιγμή δεν μπαίνει. Δεν είναι ευκαιρία η κάθε κατεβασιά» και «Αν θέλεις να πεις μια εγκυκλοπαιδική πληροφορία για έναν παίκτη, μην τη διαβάζεις από το χαρτί σαν ρομπότ. Φαίνεται ότι τη λες επειδή απλώς την έχεις γραμμένη.

Βρες ή δημιούργησε το κατάλληλο πλαίσιο για να την αναφέρεις». Ελεγε εκείνος που είχε όλες τις πληροφορίες του κόσμου, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το ποδόσφαιρο, καταγεγραμμένες: το αρχείο του ήταν το πιο συγκλονιστικό πληροφοριακό υλικό που είχα δει στη ζωή μου, αλλά που μπορεί να διαθέτει κάποιος. Χιλιάδες τετράδια, χιλιάδες παιχνίδια, τα σκορ, στατιστικά, οι παίκτες και προπονητές, ο στίβος, το ύψος, το μήκος, γεγονότα… Δεν είναι τυχαίο που βρετανική εγκυκλοπαίδεια για τον αθλητισμό – δεν θυμάμαι ποια έκδοση αλλά μου την είχε δείξει – αναγράφει στις πρώτες σελίδες “Special thanks to Giannis Diakogiannis”.

Mε τον μέγιστο Πελέ.

Ήταν ένας βέρος gentleman. Λάτρευε το κρασί και τις γυναίκες – με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που εκτιμούν οι «κύριοι» την ομορφιά.

Πάνω από όλα ήταν ένας βέρος gentleman. Λάτρευε το κρασί και τις γυναίκες – με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που εκτιμούν οι «κύριοι» την ομορφιά. Ενας βαθιά ευγενής άνθρωπος, με αρετές σπάνιες και ασφαλώς τις δικές του εμμονές, που αφορούσαν κυρίως την τελειομανία του (του ήταν σχεδόν αδιανόητο να μην ανταποκρίνεσαι στις προσμονές του), με μεγάλη αδυναμία στα παιδιά του, την αλησμόνητη Ρίκα κόρη της δεύτερης γυναίκας του που είχε υιοθετήσει, την Οντέτ και τον Μισέλ (αν δεν απατώμαι που ζούσε στη Γαλλία και ασχολιόταν με το τσίρκο, τότε τουλάχιστον).

Ηταν αυστηρός και αμετακίνητος, δεν μάσαγε τα λόγια του. Πριν με αφήσει από τα χέρια του, έναν χρόνο μετά και με συστήσει στην εφημερίδα Μεσημβρινή για να δουλέψω άμισθη, όπως πρότεινε, και να μάθω τι σημαίνει δημοσιογραφία, μου είπε: «Δώσε μου την υπόσχεση ότι δεν θα κάνεις τηλεόραση αν δεν έχεις γράψει μια δεκαετία. Μόνο τότε θα μπορείς με άνεση να διορθώσεις ένα λάθος στα ελληνικά και δεν θα λες μπούρδες». (by the way… από τον φόβο μου νομίζω ότι τελικά δεν έκανα τηλεόραση παρά ελάχιστα, κάτι φάσεις ματς πάντως τις σπίκαρα στον παλιό Alpha).

Δεν είναι τυχαίο πως τον αγάπησαν όλοι οι Έλληνες. Και οι κόκκινοι, και οι κίτρινοι και οι κάθε χρώματος αντίπαλοί του. Ο Παναθηναϊκός Γιάννης ήταν ο πιο δίκαιος sportscaster. Διότι η παιδεία και το ήθος του δεν θα επέτρεπαν ποτέ κάτι λιγότερο.

 

Διαβάστε ακόμα: In memoriam Ίβιτσα Όσιμ. Αποχαιρετούμε έναν μετρ του ποδοσφαίρου.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top