??????????????????

“Ασθμαίνων σαν αποσυρθείσα ατμομηχανή του ΟΣΕ, την πλησίασα και με μια θεατρική κίνηση γαλαντόμου της παλαιάς σχολής, έβγαλα ένα φακελάκι με αράπικα φυστίκια από την τσέπη μου και της το έθεσα μπροστά στο λευκότριχο σαγόνι της” (Μια κατάθεση ψυχής του Κωνσταντίνου Γκόφα)..

Το Μάρτιο του 2008 έγινε μια διάσχιση της Γκιώνας με τον Πεζοπορικό (ΠΟΑ). Θά ‘μασταν καμιά εικοσαριά ορειβάτες, φορτωμένοι με σακίδια γεμάτα φαϊ, ρακί, σκηνές και άλλα απαραίτητα εφόδια του βουνού.

Περπατήσαμε από την Βίνιανη, μέσα από την περίφημη κοιλάδα της Ρεκάς κάπου έξι ώρες. Η κοιλάδα της Ρεκάς (ρέκα στα σλάβικα σημαίνει «ποτάμι») είναι κλειστή, δεν έχει δηλαδή πρόσβαση από τα πλάγια. Άμα αρχίσεις να περπατάς, πρέπει να φτάσεις ως το τέρμα, διαφυγή στα πλάγια δεν έχει. Απόκρημνα και κατάφυτα πρανή τη χαρακτηρίζουν, μέρη απάτητα στα οποία ζουν αγριογούρουνα κι άλλα άγρια ζώα.

Φτάσαμε το απόγευμα, κουρασμένοι, στην τοποθεσία Λάκκα Καρβούνη (1.750 μ.), ένα οροπέδιο στην άκρη του οποίου καταλήγει ένας δασικός δρόμος. Εκεί είναι κτισμένο το μικρό, μα συμπαθέστατο, καταφύγιο του Πεζοπορικού. Στο καταφύγιο, το οποίο ήταν περιτριγυρισμένο από χιόνι, μας περίμενε μια απρόσμενη έκπληξη. Το χιόνι, για κάποιο ανεξήγητο λόγο είχε κυκλώσει, αλλά δεν είχε «κλείσει» το καταφύγιο του Πεζοπορικού.

Πολλά και κακόβουλα ακούστηκαν για τη σχέση μου με την κατσίκα. Η κακεντρέχεια, η ποταπή ζήλεια και ο αβυσσαλέος φθόνος είναι αυτά που οδηγούν τον άνθρωπο στο να διαδίδει τις πλέον ανυπόστατες φήμες.

Εκεί λοιπόν, κάτω από το στέγαστρο της εισόδου του καταφυγίου, βρήκαμε μια κατσίκα. Μια ολοζώνταντη κατσίκα, χαίρουσα άκρας υγείας. Ήτανε μια κατσίκα προικισμένη, θαρραλέα και ευαίσθητη. Μια ψυχή ατσαλένια, δοκιμασμένη στις κακουχίες, καρτερική. Μια κατσίκα τυραγνισμένη, που είχε αποζητήσει και είχε βρεί παρηγοριά στην καρδιά του χειμώνα, μακριά από τη ζεστασιά, την ψεύτικη ασφάλεια και την επιπόλαιη συντροφιά του μαντριού.

Η κατσίκα και ο ορειβάτης – αντικείμενο του πόθου της. (Φωτογραφία: Αντώνης Παπάδης). 

Ναι, πράγματι, ανακαλύψαμε μια κατσίκα παρδαλή που είχε υπομείνει τους πιο δύσκολους μήνες του χειμώνα ολομόναχη, ζώντας και βοσκώντας το χορτάρι γύρω από το καταφύγιο του Πεζοπορικού, στην περιοχή Λάκκα Καρβούνη, δίχως παρέα καμιά. Έμεινε εκεί, ποιος ξέρει πόσους μήνες, υποφέροντας αυτήν τη μοναξιά, δίχως συντροφιά, δίχως να μπορεί να ανταλλάξει δυο κουβέντες. Με το που μας είδε, το θεσπέσιο και γλυκύτατο αυτό ζωντανό, βέλασε με ανακούφιση και έβγαλε αναστεναγμό μεγάλο. Με σταθερό βήμα, δίχως διόλου να ταλαντευθεί, προχώρησε προς το μέρος μας και στύλωσε τα στραβά και στιβαρά του ποδάρια, στο έδαφος.

Οι ζωόφιλοι της ομάδας, έσπευσαν χαριτολογώντας να τη χαιδέψουν και να τις προσφέρουν μεζεδάκια. Η κατσίκα, κατασυγκινημένη κι ευτυχής, δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση τις θωπείες. Τραγάνισε με ιδιαίτερη ικανοποίηση τις αναπάντεχες λιχουδιές που της προσφέρθηκαν. Ανάμεσα στους πολλούς και διάφορους που έσπευσαν να δώσουν στην όμορφη κατσίκα λαχταριστούς μεζέδες ήμουν κι εγώ.

Κουρασμένος από την πολύωρη ανάβαση, ασθμαίνων σαν αποσυρθείσα ατμομηχανή του ΟΣΕ, την πλησίασα και με μια θεατρική κίνηση γαλαντόμου της παλαιάς σχολής, έβγαλα ένα φακελάκι με αράπικα φυστίκια από την τσέπη μου και της το έθεσα μπροστά στο λευκότριχο σαγόνι της.

Ήταν μια στιγμή μοναδική, αξέχαστη. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν σαν τις πύρινες ρομφαίες των Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ. Είναι, το θυμάμαι καλά, από αυτές τις σπάνιες στιγμές που τα λόγια περιττεύουν. Είναι από τις στιγμές που οι ματιές είναι εύγλωττες και τα λένε όλα. Είναι οι στιγμές που με περισσή γλαφυρότητα περιγράφουν οι κλασικοί μας ποιητές, στα σχοινοτενή τους ποιήματα.

Η κατσίκα μάσησε με βουλιμία τα αράπικα φυστίκια και με χάρη απαράμιλλη έγλειψε τα χείλια της. Της είχε λείψει προφανώς το αλάτι όλους αυτούς τους μήνες. Μου ανταπέδωσε το θεόπεμπτο αυτό δώρο με ένα λάγνο βλέμμα γεμάτο σημασία και υποσχέσεις. Οι μακριές της βλεφαρίδες της ανοιγόκλεισαν όλο σπιρτάδα, στέλνοντας σπίθες και φωτίζοντας με κείνη τη στιγμιαία λάμψη το παγωμένο πρωινό της Λάκκας Καρβούνη (1.750 μ.).

Πολλά και κακόβουλα ακούστηκαν για τη σχέση μου αυτή με την κατσίκα. Καμιά, όμως, βάση δεν θα έπρεπε να είχε δοθεί στις διαδόσεις αυτές. Η κακεντρέχεια του ανθρώπου, η ποταπή ζήλεια και ο αβυσσαλέος φθόνος είναι αυτά που οδηγούν τον άνθρωπο στο να επινοεί και κατόπιν στο να διαδίδει ανερυθρίαστα τις πλέον ανυπόστατες φήμες. Όχι, όχι, η σχέση μου με την κατσίκα υπήρξε σχέση αγνή και ανιδιοτελής.

Αντίθετα από όσα πολλοί διαδώσανε, η κατσίκα αισθάνθηκε για μένα μια αγνή, αυθόρμητη και ακατανίκητη έλξη. Τίποτα παραπάνω.

Τίποτα απολύτως δεν της έταξα. Αντίθετα από όσα πολλοί διαδώσανε, η κατσίκα αισθάνθηκε για μένα μια αγνή, αυθόρμητη και ακατανίκητη έλξη. Τίποτα παραπάνω. Τίποτα, άλλωστε, δεν της είχα υποσχεθεί όταν, παρατώντας τη βαρετή σιγουριά του καταφυγίου, η κατσίκα με ακολούθησε μέσα από το πυκνοστρωμένο χιόνι μέχρι την τοποθεσία Διασέλα (2.194 μ.), ακριβώς κάτω από την κορυφή και ύστερα αδιαμαρτύρητα έσυρε το ταλαιπωρημένο της σαρκίο μέχρι πάνω, στην κορυφή «Πυραμίδα» (2.510 μ.).

Η κορυφή "Πυραμίδα". 2510 μ.

Η κορυφή “Πυραμίδα”. 2510 μ.

Στην κορυφή «Πυραμίδα» της Γκιώνας, η κατσίκα δεν έδειξε καθόλου να σκιάζεται από το σημαντικό υψόμετρο και το απέραντο χάος που την περιβάλλει. Δεν βέλασε καθόλου. Η τροκάνα της δεν αντιλάλησε στους κάμπους. Δεν ατένισε με δέος τις υπερήφανες κορφές των Βαρδουσίων. Αδιαφόρησε για την εντυπωσιακή λίμνη του Μόρνου και τον Κορινθιακό. Το μάτι της, ανήσυχο, κοιτούσε μονάχα εμένα.

Όταν σήμανε επιτέλους η ώρα της επιστροφής και της καθόδου, αγόγγυστα και καρτερικά η κατσίκα πήρε το μονοπάτι αδιαμαρτύρητα μαζί μας. Ούτε μια έστω φορά δεν γύρισε το κεφάλι της, για να ρίξει μια ματιά σ’ αυτά που άφηνε πίσω της, όπως έκανε (και τιμωρήθηκε γι’αυτό) η γυναίκα του Λωτ στη Βίβλο.

Σιωπηλή και κατηφής κατέβηκε τη διαδρομή μέχρι το Λαζόρεμα (1.336 μ.). Δεν ενδιαφέρονταν κατεβαίνοντας για την απότομη πλαγιά και το πυκνό δάσος, μα συνοφρυωμένη και σκεπτική περπατούσε με ανυπομονησία στο κακοτράχαλο μονοπάτι.

Φτάσαμε τελικά στο χωριό Συκιά, τον προορισμό μας. Κι όταν φτάνοντας στη Συκιά, αντίκρυσε τα πρώτα φώτα της πόλης, η αγαθή κατσίκα τά ‘χασε. Τα πολλά φώτα τη θάμπωσαν. Φώτα ψεύτικα που τόσες και τόσες κατσίκες κατέστρεψαν, μέσα από ψεύτικες υποσχέσεις και ανεδαφικές χίμαιρες. Η κατσίκα μας κοντοστάθηκε σαστισμένη και μου έριξε ένα πλάγιο βλέμμα γεμάτο ερωτηματικά.

Όταν ανεβήκαμε στο πούλμαν και έκλεισαν οι πόρτες, η κατσίκα πήρε φόρα και με μανία άρχισε να κουτουλάει το λεωφορείο…

Εγώ, όμως, σκληρότερος παρά ποτέ, κάμνοντας πως τάχα δεν την ξέρω, προχώρησα με τους άλλους ορειβάτες μέχρι το δημοτικό πάρκιγκ της Συκιάς, όπου και μας περίμενε το λεωφορείο του Πεζοπορικού. Δίχως να προφέρει μία έστω λέξη διαμαρτυρίας, υποταγμένη στη μοίρα της, η κατσίκα μας πήρε στο κατόπι μέχρι το λεωφορείο.

Ανέβηκε και στάθηκε πάνω στο πέτρινο πεζούλι, το χτισμένο με κάποιο ευρωπαϊκό κονδύλι. Κοίταξε με καχυποψία τη σκηνή που εκτυλισσόταν: οι ορειβάτες αλλάζαν ρούχα, φόραγαν στεγνά, έβγαζαν αρβύλες και έβαζαν στεγνά υποδήματα. Η κατσίκα με είδε με ανησυχία να βγάζω τις δικές μου όζουσες αρβύλες και να αδειάζω το σακίδιο μου. Τότε πλέον, έστω και αργά, κατάλαβε την πλάνη της. Καμιά αμφιβολία δεν της έμεινε: είχε κι αυτή πλανευτεί και είχε ακολουθήσει ένα εφήμερο έρωτα, δίχως αύριο. Απελπισία την κατέλαβε.

Κανείς δεν θα πιστέψει αυτό που ακολούθησε. Όπου κι αν διηγήθηκα την ιστορία, συνάντησα τη στείρα άρνηση και την έρπουσα καχυποψία. Κι όμως είναι αλήθεια! Φιλώ σταυρό! Μάρτυρες μου είναι οι συνοδοιπόροι μου του Πεζοπορικού που ήσαν παρόντες το διήμερο εκείνο πάνω στην Γκιώνα.

Όταν λοιπόν ανεβήκαμε στο πούλμαν και έκλεισαν οι πόρτες, η κατσίκα πήρε φόρα και με μανία άρχισε να κουτουλάει το λεωφορείο. Ο οδηγός, έξαλλος που του χάλαγε την άσπιλη γυαλάδα του οχήματος, έβαλε μπρος και άρχισε να ανηφορίζει προς την έξοδο του χωριού.

Η κατσίκα ακολούθησε όσο μπορούσε. Έτρεξε όσο τη βάσταγαν τα ισχνά ποδάρια της. Την είδαμε όλοι να σπεύδει ασθμαίνοντας, βελάζοντας για να μας προλάβει, κι ύστερα να κάθεται αποκαμωμένη και αποσβολωμένη. Να στέκεται καταμεσής του δρόμου, με μια έκφραση απόγνωσης στο πρόσωπό της..

???????????????????????????????????????????

Ξημέρωμα στη Λάκκα Καρβούνη. Ρhoto: Κωνσταντίνος Γκόφας.

Λένε τώρα οι φήμες (αλλά άντε να ξέρεις τι είναι ψέμα και τι αλήθεια) πως η κατσίκα, περίλυπη, ξαναγύρισε στη Λάκκα Καρβούνη, από την οποία ποτέ δεν θα έπρεπε να είχε φύγει. Κάποιοι βοσκοί είπανε (αλλά πώς να το επαληθεύσεις;) ότι τα βράδια την ακούνε να βελάζει απεγνωσμένα στις πλαγιές του Λαζορέματος, απέναντι από την Πλάκα Συκιάς. Πως- λέει- όταν εμφανιστεί από μακριά κάποιο λεωφορείο με τουρίστες, σπεύδει για να μάθει νέα από την Αθήνα.

Αλλά αυτά όλα είναι φήμες. Πώς να ξεχωρίσεις την αλήθεια; Πώς να δώσει κάποιος βάση σε μια φήμη; Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι η κατσίκα, απογοητευμένη, έμεινε για πάντα στο Λαζόρεμα της Γκιώνας.

 

Διαβάστε ακόμα: 33 ηλιοβασιλέματα στη σαβάνα.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top