«Μετά από τόσα χρόνια ως πατέρας, νιώθω έντονα πως χρωστάω στα παιδιά μου περισσότερα από όσα έχω δώσει εγώ σε εκείνα, γράφει ο Γιώργος Λίλλης –εδώ μαζί τους σε παλιότερη φωτογραφία στη Γερμανία, όπου γεννήθηκε και ζει μόνιμα από το 1996. Σήμερα η Νεφέλη είναι δεκαέξι ετών και ο Μαξιμίλιαν δώδεκα.

Η Νεφέλη γεννήθηκε το 2001. Ήμουν παρών καθ’ όλη την διάρκεια της γέννας, που κράτησε δεκαοχτώ ολόκληρες ώρες. Αυτές οι ώρες μου φάνηκαν σαν ένας αιώνας κι ας ήμουν απλώς θεατής. Παρατηρώντας τους πόνους της γυναίκας μου, ανακάλυπτα πως αυτό που λένε, ότι κανένας άντρας δεν θα μπορούσε να αντέξει τους πόνους του τοκετού, μάλλον είναι αλήθεια. Ένιωθα πραγματικά ανίκανος μπροστά στον αγώνα της Μάρθας να φέρει στον κόσμο το παιδί μας. Το ότι της κρατούσα το χέρι και την παρηγορούσα ήταν μια προσπάθεια εκ μέρους μου να την προστατεύσω, αλλά παρέμενε μόνο μια προσπάθεια. Όταν τελικά γεννήθηκε η Νεφέλη, μου πρότειναν να κόψω τον ομφάλιο λώρο. Με τρεμάμενα χέρια και φοβερά συγκινημένος ούτε αυτή την απλή κίνηση δεν κατάφερα να φέρω σε πέρας. Θυμάμαι πως η μικρή, πριν αρχίσει το κλάμα, το πρώτο που έκανε ήταν να με κοιτάξει με ένα διαπεραστικό βλέμμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Σαν να αναρωτιόταν πώς βρέθηκε εδώ, ανάμεσα σε αυτά τα παράξενα δίποδα που έκλαιγαν από χαρά.

Η πρώτη φορά. Πάντα αυτή η πρώτη φορά που νιώθεις τόσο αδέξιος και δεν ξέρεις πώς να διαχειριστείς το θαύμα στο οποίο σου επιτράπηκε να συμμετάσχεις, αν και θνητός. Η πρώτη αγκαλιά, το πρώτο φιλί, το πρώτο άλλαγμα της πάνας, το πρώτο τάισμα, η πρώτη αμηχανία επειδή δεν ήξερες γιατί κλαίει με τόσο σθένος σαν να μας ζητούσε απεγνωσμένα κάτι κι εμείς αδυνατούσαμε να γνωρίζουμε. Η πρώτη νύχτα με τα μάτια πρησμένα, ξάγρυπνοι πάνω από την κούνια, ο πρώτος φόβος όταν πνίγηκε καθώς έπινε το γάλα της… Ναι, δεν γεννιέσαι γονέας. Και δεν νομίζω ότι φτάνει μια ζωή για να πεις ότι τελικά πήρες το πτυχίο.

«Πόσο γρήγορα μεγάλωσαν χωρίς να το καταλάβω. Σήμερα πια περιμένω την Νεφέλη έξω από το κλαμπ για να επιστρέψουμε στο σπίτι, ή να με πάρει κλαίγοντας τηλέφωνο μες στα μεσάνυχτα γιατί είχε μια ερωτική απογοήτευση».

Λίγα χρόνια αργότερα, το 2005, γεννήθηκε ο Μαξιμίλιαν. Με καισαρική αυτός. Άλλη, διαφορετική, εμπειρία. Ήμουν ο πρώτος που τον πήρε στην αγκαλιά του, γιατί η μητέρα του ήταν ακόμα στο χειρουργείο. Πριν τον τυλίξω με την κουβερτούλα, του γαργάλισα λίγο τα ποδαράκια. Ίσως από τότε ξεκίνησε αυτή η εμμονή του να τον γαργαλώ. Ακόμα και τώρα, που είναι δώδεκα, με παρακαλά να παίξουμε γαργαλίσματα, όπως τα λέει.

Αναπολώντας τα χρόνια μου ως πατέρας, νιώθω έντονα πως χρωστάω στα παιδιά μου περισσότερα από όσα έχω δώσει εγώ σε εκείνα. Το ότι ανακάλυψα ξανά τη χαμένη μου παιδικότητα, το ότι έμαθα να μην είμαι τόσο εγωιστής όσο ήμουν, το οφείλω στην Νεφέλη και στον Μαξιμίλιαν.

«Δεν γεννιέσαι γονέας. Και δεν νομίζω ότι φτάνει μια ζωή για να πεις ότι τελικά πήρες το πτυχίο».

Τα παιδιά είναι καθρέφτες. Δεν μπορείς να κρυφτείς, δεν μπορείς να ψεύδεσαι, να αυταπατάσαι πίσω από το σκληρό προσωπείο του ενήλικα που με τόση ευκολία φοράς. Άπειρες φορές έχω φανεί τρωτός μπροστά τους. Εξάλλου ποτέ δεν επιδίωξα να φανώ άτρωτος στα μάτια τους. Κάποιοι κάνουν το λάθος να μην φανερώνουν στα παιδιά τους την ανθρώπινη πλευρά τους, φοβούμενοι ότι θα χάσουν την επιβλητική τους θωράκιση, αυτή που τους παρουσιάζει ως θεούς, γίγαντες, ή ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς κατά την περίσταση. Ακολούθησα διαφορετική οδό, κι ας με μέμφονται μερικοί. Από την αρχή θεώρησα τα παιδιά μου δασκάλους.

Τα παιδιά δεν μιλούν με υπεκφυγές. Πολλές φορές σε τρομάζει η σκληρότητά τους. Μου αρέσει όμως, γιατί σε έναν κόσμο που όλα καταλήγουν στην υποκρισία, αυτά σε ξεγυμνώνουν με το καθάριο βλέμμα τους. Ο Μαξιμίλιαν και η Νεφέλη έχουν το δικό τους τρόπο να μου μαθαίνουν να μην παραπλανώ τον εαυτό μου με δικαιολογίες και εντέλει να κυνηγώ μόνο την ουσία και όχι την επιφάνεια, όσο δελεαστική κι αν είναι.

Ξεκινήσαμε μαζί ένα ταξίδι που κρατά δεκαέξι χρόνια τώρα. Πολλές φορές, καθώς τα παρατηρώ, αναρωτιέμαι πόσο γρήγορα μεγάλωσαν χωρίς να το καταλάβω. Πάνε πια οι εποχές που τα πήγαινα βόλτα με το καροτσάκι, οι εποχές που παίζαμε στις παιδικές χαρές και τους άλλαζα τις πάνες. Σήμερα περιμένω την Νεφέλη έξω από το κλαμπ για να επιστρέψουμε στο σπίτι, ή να με πάρει κλαίγοντας τηλέφωνο μες στα μεσάνυχτα γιατί είχε μια ερωτική απογοήτευση. Με τον Μαξιμιλιανό ανεβαίνουμε απότομες πλαγιές στις Άλπεις, παίζουμε παιχνίδια στον υπολογιστή ή κάνουμε πολύωρα ταξίδια με το αυτοκίνητο μόνο και μόνο για να συζητάμε. Αυτό όμως που δεν έχει αλλάξει είναι το ότι γνωρίζουμε και οι τρεις πως είμαστε εκεί ο ένας για τον άλλο, διευρύνοντας τους δεσμούς της αγάπης.

Τώρα πια περιμένω στωικά την ώρα που θα σπάσουν το αβγό, θα διαλύσουν τον προστατευτικό κλοιό και θα συνεχίσουν μόνα τους το ταξίδι.

 

//Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Λίλλη «Ο άνθρωπος τανκ» κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2017 από τις εκδόσεις Θράκα.

 

Διαβάστε ακόμα: Πάρις Μέξης – «Προσπαθώ να είμαι χρήσιμος στον γιο μου. Δεν θεωρώ ότι μου οφείλει τίποτα»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top