Ας σκεφτούμε πως θα έρθουν ξανά οι χαρούμενες μέρες. Ακόμη κι αν δεν το πιστεύουμε (Konstantinos Tsakalidis / SOOC).

    Ο πατέρας μου ήταν παιδί της Κατοχής. Είχε την ψυχαναγκαστική τάση να εξηγεί τα επιφαινόμενα της ζωής του υπό το κράτος μιας επαπειλούμενης ανάγκης που δεν μπορούσε να πληρωθεί ή που χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ για να την κάνει να αποκτήσει σώμα. Το υπέρτατο αγαθό, απότοκο ετών πείνας και κακουχιών, ήταν να μπορεί να ξέρει πως όταν θα άνοιγε το ψυγείο θα έβρισκε ό,τι ήθελε. Ήταν κι αυτό μια πρόσκαιρη ανακούφιση.

    Συχνά, όταν διαφωνούσαμε για κάτι, χρησιμοποιούσε χειριστικά ένα μη διαχειρίσιμο από εμένα επιχείρημα: «Εσύ δεν έχει ζήσει Κατοχή, δεν ξέρεις». Όντως, δεν ήξερα. Κανένα βιβλίο και καμία ταινία, όσο άρτια κι αν είναι, δεν είναι σε θέση να σου μεταφέρουν τους γογγυσμούς και τις απώλειες που υφίσταται ένας άνθρωπος μπρος στο φάσμα της πλήρους ανέχειας σε σημείο εξανδραποδισμού.

    Δυστυχώς, δεν ζει για να του πω ότι τα χρόνια που άνδρωσαν τη δική μου γενιά δεν επιφύλασσαν ημέρες ρόδων και κρασιού. Εξακολουθώ να μην έχω εμπειρίες Κατοχής, διαθέτω όμως ένα πλήρες αραβούργημα χτυπημάτων που επέφερε πάνω μου η οικονομική κρίση και τώρα διαβλέπω ότι θα μου επιφέρει και ο κορονοϊός. Ξέρω, δεν υπήρξα το μόνο θύμα ούτε αύριο θα είμαι ο μόνος που θα δεχθεί τα επίχειρα αυτής της νέας κρίσης. Από την άλλη: κάθε άνθρωπος είναι πρώτα το είδωλό του. Μετράς τα βάρη της δικής σου καμπούρας για να κατανοήσεις και του άλλου.

    Για ένα παιδί ο χρόνος δεν έχει τη μορφή ψυχρής τυπικότητας. Είναι εκεί να του στέκεται αρωγός σε κάθε του επιθυμία – και στην πιο παράλογη.

    Κι εγώ, τώρα, τι μπορώ να πω στον γιο μου, που, έχοντας πατήσει γερά στα 12 χρόνια του, βιώνει ήδη δύο καταστάσεις που ξεπερνούν τον ορίζοντα της εμπειρίας του; Προφανώς και δεν μπορώ να επαναλάβω το πατρικό mantra «εσύ δεν ξέρεις από στερήσεις», διότι ξέρει και μάλιστα πολύ καλά. Έχει δει τους γονείς του να περιφέρουν την ανασφάλειά τους. Για κάποιον λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω λογικά, η απόχρωση της σκληρότητας φαίνεται ακόμη και στα ρούχα που φοράμε. Σαν να μην ταιριάζουν καλά στο σώμα μας. Όχι μόνο στο δικό μου, όλων.

    Να του πω ότι τα πράγματα στη ζωή εξελίσσονται σε κύκλους που περιλαμβάνουν τα ήρεμα κύματα και τις φουρτούνες; Να του πω ότι είμαστε το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαπάλης που περιλαμβάνει τη δημιουργία, αλλά και την καταστροφή; Ή, μήπως, να του εξηγήσω πως η ζωή δεν είναι τόσο δεδομένη όσο την φανταζόμαστε;

    Νομίζω το τελευταίο είναι το πιο σκληρό μάθημα. Για ένα παιδί ο χρόνος δεν έχει τη μορφή ψυχρής τυπικότητας. Είναι εκεί να του στέκεται αρωγός σε κάθε του επιθυμία – και στην πιο παράλογη. Το παιδί είναι ο χρόνος, δεν διαθέτει τον γνωστικό πλούτο ενός κάποιου παρελθόντος, αλλά κατέχει την μαγγανεία ενός μέλλοντος πλούσιου και ανεξερεύνητου. Θεωρεί δεδομένο πως θα υπάρχει η επαύριον και η κάθε μέρα θα γεννάει μια καινούργια εις το διηνεκές. Εγώ δεν έχω αυτό το θαυμαστό προνόμιο. Φυσικά και ονειρεύομαι να συμβούν κάποια πράγματα στο μέλλον, την ίδια στιγμή όμως ονειρεύομαι και τους φίλους μου που χάθηκαν, τα σχέδια που ναυάγησαν, τις προοπτικές που δεν ευοδώθηκαν, τις πιθανές νίκες που έγιναν -αίφνης- ήττες, τα σοκάκια που έμειναν υποφωτισμένα.

    Ναι, ο κόσμος θα είναι διαφορετικός μετά τον κορονοϊό, αλλά κάποια στιγμή θα βρει τη νέα ισορροπία του και ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να είναι και καλύτερος.

    Σκέφτομαι πως δεν έχω το δικαίωμα να μαυρίσω τη σκέψη του γιου μου ρίχνοντάς του το σπόρο της αμφιβολίας και της απάθειας μπρος στα γεγονότα. Έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να ανακαλύψει ο ίδιος όταν μεγαλώσει τι περίεργο πράγμα είναι η ζωή – ένα ανειρήνευτο ζώο που όσο νομίζεις ότι μπορείς να το εξημερώσεις, τόσο σου δείχνει τα δόντια του.

    Άρα, οφείλω να του πω ένα ζωτικό ψεύδος: ναι, θα το ξεπεράσουμε κι αυτό. Ναι, ο κόσμος θα είναι διαφορετικός μετά τον κορονοϊό, αλλά κάποια στιγμή θα βρει τη νέα ισορροπία του και ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να είναι και καλύτερος. Ναι, πρέπει να διατηρούμε μέσα μας έστω μια μικρή φλόγα ελπίδας πως η περίπτωση «άνθρωπος» δεν είναι από χέρι χαμένη (ανθρωπότητα ήσουν χαμένη εξαρχής, που έλεγε και ο Τσαρλς Μπουκόβσκι) και ίσως «Θα ‘ρθεί καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα/Να το θυμάσαι Μαρία» κατά πως έγραφε η Κατερίνα Γώγου.

    Σκέφτομαι, πάντως, να μην τον πάω μια βόλτα από την κουζίνα. Ούτε να του ανοίξω το ψυγείο για να του δείξω πως ο χυμός του είναι εκεί, το βούτυρο και η μαρμελάδα. Το κόλπο πάλιωσε πια και δεν πιάνει.

     

    Διαβάστε ακόμα: Πώς θα ζήσουμε χωρίς να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον;

     

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top