Η διαπόμπευση της κουτσομπόλας από σκίτσο του 18ου αιώνα.

    Ας ξεκινήσουμε με μια ιστορία: Ήταν κάποτε μια κυρία η οποία προσήλθε με μετάνοια να εξομολογηθεί σε κάποιον ιερέα. Ο ιερέας την καλοδέχτηκε, έβαλε το πετραχήλι του και την παρότρυνε να αρχίσει να του λέει τα λάθη της. Η γυναίκα κόμπιαζε. Μετά από λίγη ώρα και μετά από τα πειστικά λόγια του ιερέα ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεται ή να φοβάται να ομολογήσει τα λάθη της, η γυναίκα άρχισε να του διηγείται τα λόγια, τις κατακρίσεις και τα κουτσομπολιά που σε όλη της την ζωή έλεγε για ανθρώπους που είτε τους γνώριζε είτε δεν τους είχε συναντήσει ποτέ.

    Ο ιερέας την άκουσε υπομονετικά. Όταν τελείωσε, ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος. Της διάβασε τη συγχωρητική ευχή. Η γυναίκα νόμιζε ότι τελείωσαν και πήγε να φύγει. Ο ιερέας όμως την είπε: «Μη βιάζεσαι, θέλω να πας στο σπίτι σου, να πάρεις το μαξιλάρι σου και να ανέβεις στη στέγη. Εκεί, να πάρεις ένα μαχαίρι και να ανοίξεις στα δυο το μαξιλάρι. Θέλω να το κάνεις αυτό και να παρατηρήσεις τι θα γίνει. Έλα αύριο να μου πεις».

    Η γυναίκα πήγε και έκανε ότι της είπε ο ιερέας. Την επαύριον η γυναίκα ξαναπήγε στον ιερέα.

    «Έκανα ότι μου είπατε», είπε η γυναίκα. Ο ιερέας λοιπόν τη ρώτησε: «Τι παρατήρησες καθώς έσκιζες το μαξιλάρι»; Η γυναίκα χωρίς δισταγμό είπε: «Με το που άρχισα να σκίζω το μαξιλάρι άρχισαν να βγαίνουν τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα του και να γεμίζουν τον τόπο… κάποια τα έπαιρνε ο αέρας και τα πήγαινε πολύ μακριά».

    Ο ιερέας μετά τη σύντομη αυτή περιγραφή της είπε: «Τώρα λοιπόν, θέλω να πας σπίτι σου και να μαζέψεις όλα εκείνα τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα στο μαξιλάρι σου»!

    Η γυναίκα τα έχασε. «Μα, τι λέτε πάτερ, πώς να τα μαζέψω όλα εκείνα τα πούπουλα; Ένας Θεός ξέρει που έχουνε πάει τώρα με τον αέρα. Αυτό που λέτε είναι αδύνατο να το κάνω». Ο ιερέας την κοίταξε στα μάτια γεμάτος ηρεμία και της είπε: «Να λοιπόν τι είναι το κουτσομπολιό». Η γυναίκα σάστισε. Κατάλαβε ότι, αν και μετάνιωσε γι’ αυτά που είπε, τα λόγια της ακόμα και τώρα πληγώνουν ανθρώπους και γίνονται αιτία σκανδαλισμού κι άλλων».

    Λιθογραφία του 1885 στη Νέα Αγγλία των ΗΠΑ.

    Σύμφωνα με την επιστήμη της Κοινωνιολογίας, δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς κουτσομπολιό. Ο σχολιασμός των άλλων και της ζωής τους αποτελεί την αρχαιότερη μορφή μαζικής ενημέρωσης και είναι φαινόμενο διαχρονικό, καθολικό και ανεξάρτητο φύλου.

    Βρέθηκε, για παράδειγμα, σε αιγυπτιακές επιγραφές με ιερογλυφικά να στηλιτεύουν τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Φαραώ και να κοροϊδεύουν τη φαλακρότητα της βασίλισσας, ενώ το συγκεκριμένο «άθλημα» ασκούσαν ακόμη και φυλές σε πρωτόγονη κατάσταση, προκειμένου να μοιράζονται πληροφορίες για να διασκεδάσουν, να οργανώσουν όσο γίνεται καλύτερα τη ζωή τους και να εξελιχθούν. Είναι, με άλλα λόγια, το προϊόν μιας εξελικτικής πορείας που υπήρξε ο άτυπος τρόπος μιας κοινωνίας να εσωτερικεύει τις ολοένα και πιο πολύπλοκες σχέσεις των ανθρώπων της, να προβάλει πρότυπα και να υπαγορεύει τρόπους συμπεριφοράς.

    Στο λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, ως κουτσομπολιό ορίζεται ο σχολιασμός και η διάδοση πράξεων και υποθέσεων τρίτων, συχνά με αρνητική, κακόβουλη διάθεση και με τρόπο υπερβολικό, με τρόπο δηλαδή που να παραποιεί την πραγματικότητα, είτε διογκώνοντας είτε παρερμηνεύοντας γεγονότα. Συνώνυμες λέξεις είναι οι λέξεις συκοφαντία, φαρμακογλωσσιά, θάψιμο, κατινιά και για όσους θέλουν να έχουν τη συνείδησή τους ήσυχη, κοινωνική κριτική.

    Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτιζαν το κουτσομπολιό με μια ήπια μορφή συκοφαντίας, την οποία ονόμαζαν «κακολογία». Ο Σωκράτης αναφέρει σχετικά: «Ο κακολόγος σκοτώνει την τιμή ενός ανθρώπου, ενώ ο φονιάς τη ζωή. Αλλά επειδή η τιμή είναι ανώτερη από τη ζωή, η κακολογία είναι σοβαρότερη από το φόνο, γιατί ο φονιάς σκοτώνει με μεγάλο κίνδυνο της ζωής του μόνον τους ζωντανούς, ενώ ο κακολόγος με μια κουβέντα του και με μεγάλη ασφάλεια σκοτώνει και ζωντανούς και πεθαμένους».

    Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτιζαν το κουτσομπολιό με μια ήπια μορφή συκοφαντίας, την οποία ονόμαζαν «κακολογία».

    Σε βυζαντινά κείμενα, από τον 6ο αι. και μετά, απαντά η λέξη «κονσίλιον» (από τα λατινικά: consilium) ή «κουσέλιο» που σημαίνει συμβούλιο ή σύσκεψη. Η λέξη, όμως, με την πάροδο του χρόνου άρχισε να υπονοεί και το κουτσομπολιό. Ο κουσελιάρης, η κουσελιάρα και το κουσελιάρικο, στη μεταβυζαντινή περίοδο σήμαινε αποκλειστικά τον/την/το κουτσομπολιό.

    Ο Στρατής Τσίρκας, στο βιβλίο του για τον Καβάφη, γράφει ότι η Αλεξάνδρεια, από την εποχή του Θεόκριτου κιόλας, ήταν ξακουστή για τις επιδόσεις της στο κουσέλι. Τη λέξη τη χρησιμοποιεί και ο Καραγάτσης στο βιβλίο του «Γιούγκερμαν», όταν γίνεται συζήτηση ανάμεσα σε δυο άντρες κι ο ένας κατηγορεί τον άλλον ότι δεν έπρεπε να συμπεριφερθεί σαν «κουσελιάρικο γραΐδιο». Κουσελιάρης λοιπόν είναι ο κουτσομπόλης, ο κακολόγος, ο συκοφάντης. Επίσης ο Μυριβήλης, περιγράφοντας κάποιες σμυρναίικες αναμνήσεις αναφέρει ότι: «Οι κυράδες αφού ευχαριστιούνταστε με τον καφέ αρχίζανε τότες το κουσέλι».

    Μάσκες-φίμωτρο που έβαζαν στις κουτσομπόλες για να τις τιμωρήσουν. Αριστερά Σκωτσέζικη μάσκα του 16ου αιώνα, δεξιά μάσκα για δημόσια διαπόμπευση με καμπανάκι στο πάνω μέρος.

    Ακολουθώντας τον Ψαλμό 139:1 που βρίσκεται στη Βίβλο: «Θά ‘μαι προσεκτικός στο πώς πορεύομαι, ώστε η γλώσσα μου να μη με κάνει κι αμαρτάνωˑ θα βάλω φίμωτρο στο στόμα μου όσο μπροστά μου θά ΄ναι ο ασεβής», κατά το Μεσαίωνα, τις αισχρολογούσες γυναίκες τις τιμωρούσαν με μαστίγωση ή τοποθετώντας στο κεφάλι τους σιδερένιο φίμωτρο με γλωσσοκάτοχο, το οποίο φορούσαν δημόσια μέρα-νύχτα, μέχρις ότου εξιλεώνονταν στα μάτια της κοινωνίας.

    Ακούμε πολύ συχνά πως ζούμε σε μια ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία και, ως εκ τούτου, ο καθένας μας έχει το δικαίωμα της προσωπικής άποψης, την οποία φυσικά μπορεί να την εκφράζει αβίαστα και ελεύθερα, αν το επιθυμεί. Αυτό είναι, κατ’ αρχήν, σωστό. Είναι, όμως, διαφορετικό να εκφραζόμαστε για κοινωνικά θέματα και διαφορετικό για την προσωπική ζωή και τις επιλογές κάποιου και μάλιστα δημόσια και σχεδόν αποκλειστικά με τρόπο επικριτικό, απαξιωτικό και απορριπτικό. Όπως έγραψε και ο Άγγλος φιλόσοφος Bernard Russel: «Κανένας δεν κουτσομπολεύει τις κρυφές αρετές κάποιου».

    Άραγε αποτελεί το κουτσομπολιό γυναικείο προνόμιο; Αυτό δεν είναι μάλλον παρά ένας κοινωνικός μύθος, ίσως όχι και τόσο «αθώος». Το γεγονός πως οι γνώσεις μας γύρω από τη λειτουργία του κουτσομπολιού είναι περιορισμένες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το κουτσομπολιό θεωρούνταν παραδοσιακά ως κάτι που ανήκει στην ιδιωτική σφαίρα του γυναικείου κόσμου, και, ως εκ τούτου, δεν έχει ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον. Οι απανταχού έρευνες, όμως, δείχνουν πως και τα δύο φύλα επιδίδονται στο «σπορ» αυτό, αλλά με διαφορετικό τρόπο και για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με αυτές, το ότι οι γυναίκες κουτσομπολεύουν περισσότερο από τους άνδρες ίσως να οφείλεται στο γεγονός πως ενδιαφέρονται και μιλούν περισσότερο για τις προσωπικές σχέσεις και αυτό να προσδίδει στις συζητήσεις τους έναν εντονότερο χαρακτήρα κουτσομπολιού. Ίσως να οφείλεται ακόμα και στο γεγονός πως, όντας παραδοσιακά πιο καταπιεσμένες, το κουτσομπολιό αποτελούσε για αυτές μία διέξοδο, ασφαλιστική δικλείδα αναπλήρωσης και βαλβίδα εκτόνωσης έντονων συναισθημάτων.

    //Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος – Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

     

    Διαβάστε ακόμα: Μούσια και λεπίδες, η συναρπαστική ιστορία του ξυρίσματος μέσα στους αιώνες

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top