Τα παιδιά του πόλο τα καταφέρνουν σχεδόν συνεχώς. Γιατί να μην ακολουθήσουμε το παράδειγμά τους;

    Το να ανεβαίνεις στο τρίτο σκαλί του βάθρου σε ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και μέσα σου να αισθάνεσαι εκείνη την πηγαία πικρία ότι ήσουν φτιαγμένος για κάτι παραπάνω, ενώ υπό άλλες συνθήκες θα πετούσες στα ουράνια για το επίτευγμα, δεν είναι το άκρον άωτον της χαλασμένης υπερηφάνειας ούτε κάποιος ανέξοδος εγωισμός.

    Αν είσαι μέλος της Εθνικής ομάδας πόλο, αυτό το συναίσθημα της ακόρεστης ανάγκης για επιτυχία, δείγμα μιας μενταλιτέ που δεν προσαρμόζεται στο μέτριο και το λίγο, τότε το χάλκινο μετάλλιο κόντρα στην Κροατία δεν είναι αμελητέο, αλλά είναι μόλις ένα σκαλοπάτι έως την επόμενη -μεγαλύτερη- επιτυχία.

    Η ιστορία έχει αποδείξει πως διαθέτουμε μια πλειάδα φιλεργατικών, πεισματάρικων και «αδιόρθωτων» αθλητών.

    Κάτι συμβαίνει με τον αθλητισμό στη χώρα μας, δεν γεννάται θέμα. Είναι πάντα υπέρτερος της χώρας που τον δημιουργεί. Η ιστορία έχει αποδείξει πως διαθέτουμε μια πλειάδα φιλεργατικών, πεισματάρικων και «αδιόρθωτων» αθλητών που κόντρα στο «εις μάτην» που τους προσφέρει αφειδώς για εφόδιο η επίσημη πολιτεία, αυτοί κάνουν πάντα το κάτι παραπάνω. Αυτό που δεν περιμένεις, αυτό που δεν αντέχεις καν να ονειρευτείς.

    Υπάρχει κάτι τόσο παράδοξο στον ελληνικό αθλητισμό: όλες οι αποτυχίες μοιάζουν τόσο… ελληνικές και οι επιτυχίες τόσο διαφορετικές από την ελληνική νοοτροπία, καίτοι την περιέχουν. Η εθνική πόλο, η εθνική ομάδα μπάσκετ, αλλά κι εκείνη του ποδοσφαίρου του Euro 2004 είναι τρία εξαιρετικά δείγματα μη ελληνικότητας, αλλά και απόλυτης ελληνικότητας. Σοφιστεία; Οχι.

    Ας αναλογιστούμε πώς λειτουργούμε ως έθνος σε τομείς εκτός αθλητισμού και πώς τιθασεύουμε όλα τα αρνητικά μας όταν έχει να κάνει με κάποιο άθλημα. Πού χάνεται, άραγε, το πνεύμα της αλληλεγγύης, της συναδέλφωσης, της απουσίας φτηνών δικαιολογιών και της δημιουργίας φανταστικών εχθρών, στοιχεία που μαστίζουν αιώνες την ημεδαπή;

    Όσες ομάδες μας πέτυχαν το κατάφεραν διότι βασίστηκαν στο «ζούμε και πεθαίνουμε μαζί».

    Και γιατί όλα αυτά ανασύρονται εντός των γραμμών ενός γηπέδου, σε κάποιο κουλουάρ στίβου ή μέσα στο νερό και λειτουργούν ως παραδείγματα και αντιπαραδείγματα κατά το δοκούν; Όσες ομάδες μας πέτυχαν το κατάφεραν διότι βασίστηκαν στο «ζούμε και πεθαίνουμε μαζί». Δεν αναζήτησαν βολικό άλλοθι, δεν κυνήγησαν χιμαιρικούς εχθρούς, δεν προσπάθησαν να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου.

    Ακούγεται φτηνά ηρωικό; Καλύτερα έτσι παρά να είναι πλούσια τραγικό, όπως μας έχει διδάξει η ελληνική ιστορία. Φέτος είναι η μαύρη επέτειος των 100 χρόνων από την Καταστροφή της Σμύρνης. Να θυμίσουμε τον ελληνικό διχασμό εκείνης της εποχής; Μήπως να θυμίσουμε τις φατρίες και τα καπετανάτα της Ελληνικής Επανάστασης; Μήπως να φέρουμε στην κουβέντα την εθνική τραγωδία του Εμφυλίου; Είμαστε συνηθισμένοι σε εσωτερικές καταστροφές και ας μην φανεί ανοίκεια η σύγκριση του τότε με το τώρα.

    Ισως να υπάρχει μια λογική εξήγηση σ’ αυτή τη παράξενη διαφορετικότητα ανάμεσα στον έλληνα αθλητή και τον έλληνα πολίτη. Ο πρώτος μαθαίνει εξαρχής να υφίσταται περιορισμούς, να ζει βάσει κανόνων, να ακολουθεί έναν συγκεκριμένο κώδικα επικοινωνίας με τους συναθλητές του, να μην κάνει του κεφαλιού του και να αποδέχεται την ιεραρχία ως απαράβατο όρο της ηρεμίας εντός των αποδυτηρίων.

    Τι από όλα αυτά αποδέχεται ο μέσος έλληνας πολίτης; Σχεδόν τίποτα, με φωτεινές πάντα εξαιρέσεις. Για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα: η ελληνική ιστορία έχει πολλές λαμπρές στιγμές που έχουν στη βάση τους αυτή την αθλητική λογική: «κανένας πιο πάνω από τον άλλο».

    Η λογική λέει πως η αθλητική νοοτροπία ποτέ δεν θα μπορέσει να περάσει στο dna της πολιτικής πραγματικότητας ή της κοινωνικής δράσης.

    Οσες φορές αποτύχαμε στον αθλητισμό, το κάναμε με τον ελληνικό τρόπο. Κλασικό greek job. Φαγωμάρα, κλίκες, αλληλοκατηγορίες. Οσες φορές πετύχαμε, αναδείξαμε έναν άλλο χαρακτήρα. Πώς μπορείς να ξεχάσεις αυτό που λεγόταν για την Εθνική ποδοσφαίρου του Ρεχάγκελ: οι Έλληνες θέλουν τον Γερμανό τους. Σοφόν το σαφές.

    Η λογική λέει πως η αθλητική νοοτροπία ποτέ δεν θα μπορέσει να περάσει στο dna της πολιτικής πραγματικότητας ή της κοινωνικής δράσης. Ισως αυτό να είναι το έσχατο αποκούμπι μας. Να δείχνουμε, εν τοις πράγμασι, ότι είμαστε για τα χειρότερα, αλλά και για τα καλύτερα. Ιδού άλλο ένα χαρακτηριστικό μας: πάντα των άκρων, ποτέ της μέσης κατάστασης. Και μετά λέμε περιχαρείς ότι προερχόμαστε από το «παν μέτρον άριστον» των αρχαίων προγόνων. Σε ποια παράλληλη πραγματικότητα;

     

    Διαβάστε ακόμα: Με Σάκη, Βοnnie και Alice Cooper, αποχαιρέτα τα Γλυπτά που δεν έρχονται.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top