Περίπου τριάντα χρόνια πριν, τέτοια εποχή, άφηνα τον «Αλφειό», ένα βαπόρι στο οποίο ήμουν μπαρκαρισμένος για έναν χρόνο και πετούσα απ’ τη Γάνδη του Βελγίου για το Λονδίνο. Μ’ ακολουθούσαν δεκαπέντε κούτες και βαλίτσες. Τότε, οι ναυτικοί αγοράζαν τα ηλεκτρονικά και τις οικοσκευές τους απ’ το εξωτερικό σε καλύτερες τιμές και αφορολόγητα. Ίσως με την μεταφορά και το υπέρβαρο να ήταν καλύτερα να πηγαίναμε στον Πίτσο στην Πατησίων και να γλυτώναμε όλον αυτόν τον μπελά.
Μετά από δύο εβδομάδες στο Λονδίνο και μία στο Παρίσι, γύρισα στην Αθήνα μ’ ακόμη περισσότερες αποσκευές! Στο αεροδρόμιο με υποδεχόταν πάντα ένας αστυνομικός που έστελνε η Μητέρα μου για να γλυτώσω το τελωνείο. Όταν με ρώτησε ο υπάλληλος του τελωνείου τι έχω να δηλώσω φτάνοντας στην Ελλάδα μετά από τόσον καιρό, έκανα αστειάκια:
– Θέλω να δηλώσω πως είμαι πολύ ευτυχής που γυρίζω στην Ελλάδα μετά από τόσον καιρό!
– Μπράβο σας! μου απάντησε. Ανοίξτε τώρα όλα τα πράγματα να δούμε τι φέρατε…
Έτσι ξεκίνησε μία ταλαιπωρία δυο-τριών ωρών.
Η Μητέρα μου θεώρησε καλύτερο να κάνουμε διακοπές στα χιόνια παρά στην Αθήνα, έχοντας πρόσφατο τον χαμό του Πατέρα μου. Μαζί μας στο Γκστάαντ ήταν πάντα ο εξάδελφός μου, Μανώλης Μαυρολέων, που γνώριζε το όμορφο ελβετικό χωριό καλύτερα κι απ’ το σπίτι του. Εκεί πήγε σχολείο, εκεί έκανε τις διακοπές του, όλοι τον γνώριζαν και, μάλιστα, ήταν πολύ δημοφιλής…
Με το που φτάσαμε, ήμασταν καλεσμένοι σ’ ένα εστιατόριο απ’ τους Όμερο Μάκρι και Μάσιμο Γκαρσία. Ήσαν οι εκδότες του περιοδικού “Best”, κάτι σαν το ελληνικό “Life and Style”.
Κάποια στιγμή, πήγα στο μπάνιο. Λίγο μετά μπήκε ο ηθοποιός Χέλμουτ Μπέργκερ. Πιάσαμε την κουβέντα, λέγαμε χαριτωμενιές μπροστά στους νιπτήρες και με κάλεσε στο τραπέζι του για να συνεχίσουμε το φαΐ μαζί. Με κάθισε στη θέση του, ανάμεσα σ’ εκείνον και την Σοράγια, την πρώην σύζυγο του Σάχη της Περσίας. Η κουβέντα ζωήρεψε με γέλια και ιστορίες και συνεχίστηκε στο Greengo, το κλαμπ του ξενοδοχείου Gstaad Palace. Ήμουν αρκετά αφοσιωμένος στην παρέα και, όταν κοίταξα γύρω μου, ο κόσμος είχε σχεδόν φύγει και το ρολόι έδειχνε τέσσερις. Παραγγείλαμε μακαρονάδες και απόλαυσα την Σοράγια να με ταΐζει στο στόμα.
Η διασκέδαση συνεχίστηκε στο σπίτι που έμενε ο Χέλμουτ χωρίς τη Σοράγια, αλλά με τον εξάδελφό μου Μανώλη Μαυρολέοντα.
– Θα έρθει μια φίλη μου σε λίγο, αν δεν σας πειράζει. Είναι Ιταλίδα πριγκίπισσα και εξαιρετική γυναίκα. Πολύ καθώς πρέπει.
Όταν μπήκε αργότερα μαζί μ’ έναν κύριο, κάθισε σε μια σκοτεινή γωνιά του σαλονιού. Ο κύριος κατέβασε το παντελόνι του και η Υψηλοτάτη έσκυψε κι άρχισε να του κάνει, προς μεγάλη έκπληξη όλων μας, μια πολύ «καθώς πρέπει» πίπα!
Όταν άρχισε να ξημερώνει, ο Χέλμουτ, αφού όλο το βράδυ μάς έλεγε διάφορες ιστορίες απ’ την ζωή του κι είχαμε ζαλιστεί με τους μπάφους που καπνίσαμε, πήγαινε κάθε λίγο στο παράθυρο και κοιτούσε έξω.
– Τι κοιτάς; τον ρώτησα.
– Θες να πάμε απέναντι στο σπίτι του Ντέιβιντ Μπόουι;
– Περιμένεις να σου πω όχι;
Όταν πια βγήκε ο ήλιος, και ντυμένοι ακόμη με τα βραδινά μας, πήγαμε και κτυπήσαμε την πόρτα.
Δεν καθίσαμε πολύ στο σπίτι του κι ούτε είπαμε πολλά, αλλά κάποια στιγμή το διαλύσαμε, γυρίσαμε στα σπίτια μας, αλλάξαμε και φύγαμε για σκι πριν γεμίσει κόσμο το βουνό. Δεν ήσαν λίγες οι φορές που ο Χέλμουτ εκνευρίστηκε με τους φωτογράφους που τον κυνηγούσαν. Εγώ, όμως, όλο αυτό το απολάμβανα στο έπακρον, οφείλω να ομολογήσω.
Όλη την επομένη εβδομάδα ανεβοκατεβαίναμε το βουνό κι ήμουν απολύτως ευτυχής με την παρέα που είχα, σε αντίθεση με την Μητέρα μου, η οποία μας συναντούσε το απόγευμα στο Charlie’s για ζεστή σοκολάτα και γκρίνιαζε:
– Τι θες και κάνεις παρέα με δαύτον!
Αφότου όμως αποχαιρετιστήκαμε, δεν τον ξαναείδα. Μου τηλεφώνησε δυο φορές και κανόνιζε να έρθει στην Ελλάδα. Του έκλεισα δωμάτιο στο «Μεγάλη Βρεταννία» μέσω του φίλου μου και ιδιοκτήτη, Στάθη Πετρακόπουλου, αλλά δεν ήρθε ποτέ.
Λίγες ημέρες μετά την αναχώρηση του Χέλμουτ από το Γκστάαντ, μας κάλεσε ο συμμαθητής του Μανώλη, Μαρκ Νόβακ, για φαγητό στο σπίτι του και μετά για χορό έξω. Μας ακολούθησε η μητέρα του, Shirley Bassey, μια απίστευτη γυναίκα, ένα σκέτο μουρλοκομείο, η οποία ζούσε στο Λουγκάνο με τον σύντροφό της.
Συνήθως στις διακοπές στην Ελβετία, είχα μαζί μου τον ελβετοτραφή καλό μου φίλο, Βάσια Αλεξανδράκη, γυιό του Αλέκου, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με την όμορφη Ιταλίδα Τίτσι. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, τον έχασα. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, πετούσε στην Ρώμη για να βρει την Ιταλίδα.
Μαζί στην παρέα μας και ο Καντούρι, ένας κοντούλης, πανέξυπνος άνθρωπος, ιδιοκτήτης του καταπληκτικού Peninsula Hotel στο Χονγκ Κονγκ, κι ο Δημήτρης Καρέλλας, ίσως ο πιο ωραίος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στην ζωή μου. Αδελφικός φίλος των γονιών μου και δικός μου επίσης. Έχω περάσει μαζί του αξέχαστα και στο Γκστάαντ και στο Λονδίνο, όπου με τραβούσε στο Ελιζέ, αλλά και στην Ελλάδα, όπου οργώναμε τις θάλασσες με το “Big D” σκάφος του.
Το Γκστάαντ είναι ένα πανέμορφο χωριό, που γνώριζε δόξες ήδη προ του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Αμέτρητες προσωπικότητες έχουν διασκεδάσει και κάνει σκι στις όμορφες πλαγιές του κι ο κατάλογος των σπουδαίων επισκεπτών του δεν έχει τελειωμό. Η Μητέρα μου θυμόταν τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ να τρώει δίπλα της στο Παλλάς κι εγώ, την Πρωτοχρονιά του ‘70 αν θυμάμαι καλά, όταν στο σημερινό Sans Cravate (τότε όλοι, μικροί-μεγάλοι, φορούσαμε υποχρεωτικά σμόκιν το βραδύ) με πήρε ο Μανώλης απ’ το χέρι με δυο μενού ανά χείρας και με πήγε στο τραπέζι της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Μαζί της ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Μπλέικ Έντουαρντς, η Τζούλυ Άντριους κι ο Πήτερ Σέλλερς. Φορούσε το διάσημο διαμάντι της κι έλαμπε.
– Your diamond is more beautiful than your eyes, της είπε ο Μανώλης με τον αυθορμητισμό που τον διακατέχει πάντα, για να εισπράξουμε εκείνος κι εγώ ένα φιλί στο κούτελο και να μας υπογράψουν όλοι τα μενού μας.
Τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα, νόμιζες πως ήσουν σ’ ελληνικό χωριό. Το περίφημο εστιατόριο Olden έχει ζήσει απίστευτες ελληνικές βραδιές, με πολλά πιάτα να σπάνε απ’ τον Σπύρο Ροσόλυμο, τον Ανδρέα Καρέλλα και τον Κώστα Γουλανδρή. Την δεκαετία του ογδόντα, πλην της οικογενείας Λάτση, της Εμμανουέλας Βαρδινογιάννη, των Γουλανδρήδων, Φιξ, Φιλίνη, Τάκη Θεοδωρακόπουλου, Γιάννη Ζωγράφου, Τάσου Παπαστράτου που μας έβγαζε φωτογραφίες, και πολλών άλλων, στο Γκστάαντ έγινε κατάληψη από αρκετούς κακούς νεόπλουτους συμπατριώτες μας, που σήμερα κάποιοι είναι υπόδικοι ή έγκλειστοι ή πτωχευμένοι μετά την οικονομική φούσκα!
Εξαίρεση αποτελεί ο Ξανθόπουλος απ’ το Μόντε Κάρλο, που δεν ζει πλέον. Έχει αφήσει εποχή με τα γλέντια του. Αξέχαστο θα μείνει το πάρτυ στο Παλλάς, όταν έφερε τον Πάριο να τραγουδήσει με την πρωτόβγαλτη Καίτη Γαρμπή, που έφαγε εκείνο το βράδυ για πρώτη φορά μακαρονάδα με χαβιάρι.
Ουδείς, όμως, γνωρίζει δυστυχώς την ομορφιά του χωριού το καλοκαίρι, όταν είναι καταπράσινο, πλην της εκλιπούσης θείας μου, Ευγενίας Κουλουκουντή, της Νινέττας Φιξ και του φίλου μου, Γιάννη Πλουμή, που ξέρει καλύτερα από πολλούς το χωριό και πεζοπορεί στα βουνά.
Θα ‘θελα να γράψω κάποτε ένα χρονογράφημα με ιστορίες απ’ τις οικογενειακές διακοπές μας, που ξεκίνησαν για εμένα εξ απαλών ονύχων έως τις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Έκτοτε δεν έχω ξαναπάει λόγω οικονομικών δυσκολιών, αλλά μαθαίνω πως έχει γεμίσει Ρώσους και Κινέζους. Σημεία των καιρών; Ποιος ξέρει…
Όπως και να ‘χει, το Γκστάαντ θ’ αλλάζει ανά δεκαετίες. Θα παραμένει όμορφος προορισμός για χειμερινές διακοπές και θα φιλοξενεί την παγκόσμια ελίτ κι ας μην έχει την φινέτσα και την λάμψη των προηγουμένων ετών. Όπως παντού άλλως τε…
Διαβάστε ακόμα: Καλοκαίρι του ’85 στην Ελλάδα με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ και τον Αλέξανδρο Ιόλα