Ο συγγραφέας Στέλιος Κούκος σημειώνει πως η κληρονομιά του Παπαδιαμάντη είναι κορυφαία προσφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό (Πίνακας του ζωγράφου Γιάννη Δημητράκη).

Στις 14 Οκτωβρίου 1911, οχτώ μήνες μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, οι αδελφές του, Σοφία, Κυρατσούλα και Χαρίκλεια, έστειλαν στον Γιάννη Βλαχογιάννη, φίλο αγαπητό του νεκρού, μιαν επιστολή με την οποία ρωτούν «διά την υπόθεσιν της εκτυπώσεως των έργων», διότι, λένε, τις ρωτούν κι εκείνες «ανυπομόνως» πολλοί πατριώτες, ερχόμενοι στη Σκιάθο εξ Αμερικής, που έχουν «μεγάλην επιθυμίαν να τα διαβάσουν», και το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτή την επιθυμία τη συμμερίζονται οι πατριώτες μέχρι και σήμερα, στον 21ο αιώνα.

Το επ’ εμοί, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος, ειδικά για τους ερχόμενους (πατριώτες), οι οποίοι, εξάλλου, και όπως μαθαίνω από ποικίλα άρθρα και δημόσιες συζητήσεις, δεν αισθάνονται καθόλου άνετα με τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Ήταν, ας πούμε, στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος – και τι να πω για το κλίμα, που το περιγράφει, καιρό τώρα, ο Σεφέρης: Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας. Έτσι θα έχουν τα πράγματα.

Ο συγγραφέας Στέλιος Κούκος, σε ένα όμορφο κείμενο που δημοσιεύθηκε στην Πεμπτουσία μόλις την περασμένη βδομάδα, αναφέρεται σε πρόσφατες μεταφράσεις του παπαδιαμαντικού έργου, που τις θεωρεί (και πολύ καλά κάνει) ως «κορυφαία προσφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό», και στενοχωριέται, ταυτόχρονα, όταν σκέφτεται ότι, «όπως φαίνεται, σε μερικά χρόνια θα μπορούν οι ξένοι να ψηλαφούν κάπως το έργο του, ενώ εμείς κινδυνεύουμε να μην μπορούμε να το πλησιάσουμε».

Οι τρεις αδελφές ιστορούν τις τελευταίες στιγμές του Παπαδιαμάντη, «τον εκτύπησε πόνος στην ωμοπλάτην του∙ μετά τρεις ημέρας ελιποθύμησε».

Προτού μας πιάσει απελπισία (αν υποθέσουμε ότι έχουμε ακόμη την ευγένεια να απελπιζόμαστε για τέτοια πράγματα), σημειώνω μια σοφή αποστροφή του Εμίλ Σιοράν, που λέει ότι τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα γράφονται παρά τη γλώσσα – που σημαίνει ότι δεν χάνεται ο Σκιαθίτης στη μετάφραση, όπως δεν χάνεται και σε μια πιθανή μεταφορά ή μεταγραφή του έργου του στη δημοτική.

Από την άλλη, να είσαι συμπατριώτης του, Σκιαθίτης, Αθηναίος, o altra cosa, και να επικαλείσαι στα σοβαρά την καθαρεύουσα ως εμπόδιο, αυτό φοβάμαι ότι μας οδηγεί στο έργο για το οποίο είπε ο Σιοράν τη σοφία του, στη δαντική Κωμωδία, συγκεκριμένα στον στίχο: Εγκαταλείψτε πάσα ελπίδα όσοι θα μπείτε.

Στην επιστολή προς Βλαχογιάννη, μετά την ερώτηση για την εκδοτική περιπέτεια, οι τρεις αδελφές ιστορούν τις τελευταίες στιγμές του Παπαδιαμάντη, αρχής γενομένης από τις 30 Νοεμβρίου 1910, του Αποστόλου Ανδρέα, όταν «τον εκτύπησε πόνος στην ωμοπλάτην του∙ μετά τρεις ημέρας ελιποθύμησε, και όταν συνήλθε: “Τι μου συνέβη; τόσων ετών δε λιποθύμησα! Δε βλέπετε ότι είναι προοίμια του θανάτου μου;” Και επειδή ημείς κλαίγαμε, μας παρηγορούσε και μας έλεγε: “Τώρα που θα φύγω εγώ, έχω καλούς φίλους και με αγαπούν, και θα με ενθυμούνται, και τα βιβλία μου θα τυπώσουν, και λεπτά θα σας δώσουν”. Εγνώριζεν ότι μόνον αυτόν είχαμε εις τον κόσμον στήριγμα».

Ο Βλαχογιάννης, παρεμπιπτόντως, υπήρξε επιμελητής και πρώτος εκδότης των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη. Δεν ξέρω πόσοι τα διαβάζουν αυτά σήμερα.

Στη συνέχεια της επιστολής, οι αδελφές περιγράφουν τα δύσκολα Χριστούγεννα του έτους 1910, και φτάνουν «εις τας 2 Ιανουαρίου, Κυριακή, [όταν] ήλθαν και του είπαν διά τον σταυρόν, και μετά 9 ώρας, μία μετά το μεσονύκτιον, εσηκώθη και είπε “να πάγω μια εις του Ζιμπλού”, γειτονικό παντοπωλείον, και επειδή εκλονίζετο, τον καθίσαμεν εις την καρέκλαν, και ήρχισε να κλαίη σα μικρό παιδί. Τον βάλαμε δίπλα και με πέντε λεπτά εξέπνευσε. Έκλεισε μόνος τα μάτια, χωρίς να τα πιάση άλλος. Την Δευτέρα τον θάψαμε και χάσαμε την τελευταίαν ελπίδαν μας, 3 Ιανουαρίου 1911».

Είμαστε σε θέση να σκύψουμε σοβαρά και με ζέση στο έργο του Παπαδιαμάντη; (πίνακας του ζωγράφου Χριστόφορου Κατσαδιώτη)

Το κείμενο του Στέλιου Κούκου, που ανέφερα παραπάνω, και που κατατέθηκε, φυσικά, για τη φετινή επέτειο κοιμήσεως, κλείνει με μιαν έκφραση ευγνωμοσύνης, ως εξής: «Τον ευχαριστούμε για την ευρύτερη κληρονομιά ευαισθησίας που μας άφησε!».

Τη φράση αυτή, η οποία εν πολλοίς πυροδότησε το σημερινό μου σημείωμα, τη βρίσκω συνταρακτική, αφενός επειδή συνοψίζει θαυμάσια την παπαδιαμαντική δωρεά, την ευαισθησία ως στάση και τρόπο ζωής, αφετέρου επειδή μου επιτρέπει να θυμίσω ότι η κληρονομιά απαιτεί κι έναν φόρο, και ο κληρονόμος καλείται ν’ αποφασίσει αν θα την αποδεχθεί ή αν θα την αποποιηθεί. Έτσι δεν πάει;

Κι εφόσον η αποποίηση δεν θέλει και πολύ μυαλό, στέκομαι στην αποδοχή, φέρ’ ειπείν σε ένα πράο και φιλάνθρωπο Ναι, που το διδάσκομαι από την Πολυξένη Μπούκη, καθηγήτρια δημιουργικής ανάγνωσης, απ’ αυτή την επιστολή που έγραψε στις 10 Μαΐου 1908, έναν μήνα μετά που ο Παπαδιαμάντης εγκατέλειψε την Αθήνα μια και για πάντα.

Ακούστε: «Γνωρίζω ότι σας έρχεται δύσκολον να μας γράψητε, αλλά αφ’ ου το επιμένω εγώ πρέπει να μας γράψης διά να μάθωμεν περί της υγείας Σου, διά να μη σας γίνομαι οχληρά, διότι και εάν δεν γράψης πάλιν θα σου γράψω». Την πρόταση αυτή η Πολυξένη την κλείνει με τελεία και παύλα, κι ας συνεχίζει το γράμμα της αμέσως μετά.

Ο Παπαδιαμάντης έγραψε προς την Πολυξένη Μπούκη, όταν έφυγε οριστικά από την Αθήνα, αλλά οι επιστολές του δεν έφτασαν ποτέ.

Ο Παπαδιαμάντης έγραψε, αλλά οι επιστολές δεν έφτασαν ποτέ – χάθηκαν στον δρόμο, ή στη μετάφραση. Η Πολυξένη, ασφαλώς, τον χαβά της. Μέχρι το 1910, αυτή η αγράμματη γυναίκα θα στείλει περί τα εφτά γράμματα, με τα νέα από τους αγρυπνιστές του Αγίου Ελισσαίου, και με αγωνιώδεις ερωτήσεις για την υγεία του μεγάλου της φίλου.

Το προτελευταίο το συντάσσει (το υπαγορεύει) στις 3 Ιανουαρίου 1910, ακριβώς έναν χρόνο προ της κοιμήσεως: «Κύριε Αλέξανδρε∙ δεν θα αξιωθούμε να σας ιδούμε πάλιν; […] Ο Νίκος σε χαιρετά, η μικρά Κούλα σάς φιλάει το χέρι. Γράψε μου αμέσως».

Και στο τελευταίο, από τις 15 Φεβρουαρίου της ίδια χρονιάς, λέει: «Ευρίσκομαι εις μεγάλην στεναχωρίαν με την συωπήν σας και σας παρακαλώ να με υσυχάσετε. […] Ανυπομονούμαι να μάθουμαι περί της υγείας σας και αν θα αξιωθούμαι να σας δούμαι».

Η ορθογραφία στις πιο πάνω αράδες με κάνει να σκέφτομαι ότι η Πολυξένη θα το έγραψε μόνη της αυτό, ιδιοχείρως – πρόκειται (προφανώς) για την «ανορθογραφία του πάθους», για την οποία μιλούσε ο Σταντάλ. Έτσι είναι: τα μεγάλα έργα γίνονται παρά τη γλώσσα.

Και η ελπίδα, βέβαια, και όπως δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι έγραψε ο ποιητής Κώστας Μόντης, είναι για όσους θα ήλπιζαν και χωρίς την ελπίδα. Διότι και εάν δεν μου γράψεις, εγώ πάλιν θα σου γράψω. Πώς νομίζετε ότι προσεύχονται οι άνθρωποι;

Η Πολυξένη Μπούκη υπήρξε μια από τις πιο ξακουστές πόρνες των Αθηνών. Την ιστορία της θα την πω μιαν άλλη φορά, αν και υποψιάζομαι ότι την είπα ήδη, τη διάβασα δηλαδή, σε εφτά επιστολές κι εκατόν ογδόντα διηγήματα. Κι αφ’ ου το επιμένει αυτή, δεν έχω αμφιβολία ότι θα τη διαβάσουν κι άλλες γενεές δεκατέσσερις. Τελεία και παύλα.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο Στέλιος Καζαντζίδης και το μυστήριο της λαϊκής αριστοκρατίας.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top