Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, η 2α και η 3η Ιανουαρίου είναι σχετικά συνηθισμένες μέρες: οι διακοπές έχουν περάσει, τα στολίδια επιστρέφουν στα κουτιά τους και οι άνθρωποι επιστρέφουν, μάλλον απρόθυμα, στις δουλειές και στην καθημερινότητά τους. Όχι στην Ιαπωνία, ωστόσο. Κατ’ αρχάς, οι διακοπές της Πρωτοχρονιάς διαρκούν μια εβδομάδα (τουλάχιστον στο Κάντο, το ανατολικό τμήμα του νησιού Χονσού όπου βρίσκεται και το Τόκιο). Η εβδομάδα αυτή ονομάζεται «μάτσου νο ούτσι» (松の内), δηλαδή «μέσα στα πεύκα», επειδή ο κόσμος χρησιμοποιεί κλαδιά πεύκων για στολίδια· η επιθυμία για μακροζωία είναι πολύ έκδηλη στην Ιαπωνία (όπως και στις περισσότερες χώρες/κουλτούρες, εδώ που τα λέμε) και το πεύκο θεωρείται καλό σύμβολο μακροζωίας επειδή είναι αειθαλές και επειδή, πράγματι, ζει πολλά χρόνια.
Υπάρχουν αμέτρητα προδιαγεγραμμένα πράγματα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του μάτσου νο ούτσι –ένα από τα δομικά χαρακτηριστικά της ιαπωνικής κοινωνίας είναι τα «κάτα» (型 ή 形), οι «σωστοί τρόποι να κάνεις κάτι» και καθώς οι πρώτες μέρες της καινούριας χρονιάς υποτίθεται ότι δίνουν τον ρυθμό για τους 12 μήνες που θα ακολουθήσουν, το να κάνεις συγκεκριμένα πράγματα με σωστό τρόπο έχει ιδιαίτερη σημασία. Μέσα σ’ όλα αυτά, και κατά χαρακτηριστικά ιαπωνικό τρόπο, υπάρχει κάτι που καίτοι «προδιαγεγραμμένο», δεν επιβάλλεται από την κοινωνία, δεν είναι τελετουργικό ή εθιμοτυπικό, δεν σχετίζεται με τον σιντοϊσμο ή με κάποιο άλλο μεταφυσικό πλαίσιο, ευδοκιμεί μόνο στην Ιαπωνία και απολαμβάνει απίστευτη δημοτικότητα: πρόκειται για τη σκυταλοδρομία μεγάλης απόστασης που ονομάζεται «Χακόνε Έκιντεν» (箱根駅伝).
Οι περισσότεροι που έχουν επισκεφθεί την Ιαπωνία γνωρίζουν (ή, έστω, έχουν ακουστά) το Χακόνε (箱根), μια λουτρόπολη/θέρετρο στην Επαρχία της Καναγκάουα, περίπου 100 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Τόκιο η οποία χρωστάει τη δημοτικότητά της στην κοντινή της απόσταση τόσο από την πρωτεύουσα όσο και από το Όρος Φούτζι, το βουνό/ηφαίστειο που έχει ταυτιστεί με τη χώρα. Όμως τι είναι το «έκιντεν»; Η λέξη μπήκε στο ευρύτερο λεξιλόγιο κατά τη διάρκεια της περιόδου Έντο (1603-1868) και αναφέρεται στην ιαπωνική εκδοχή του αμερικανικού «Πόνι Εξπρές»: οι αγγελιαφόροι από την πόλη του Σογκούν, το Έντο (το σημερινό Τόκιο) ταξίδευαν κατά μήκος του δρόμου Τοκάιντο ως την πρωτεύουσα του Αυτοκράτορα, το Κιότο και άλλαζαν άλογα σε έναν από τους 53 σταθμούς που ονομάζονταν «σουκούμπα» (宿場) ή «σουκουέκι» (宿駅). Αυτό το σύστημα «αναμετάδοσης» ονομαζόταν «εκιντέν»· κυριολεκτικά «μετάδοση» («ντεν»/ 伝) μεταξύ σταθμών («έκι»/ 駅 –ναι, πρόκειται για το ίδιο «έκι» που χρησιμοποιείται ακόμα στην ιαπωνική γλώσσα και σημαίνει «σταθμός» του τρένου ή του μετρό).
Το άτομο που ευθύνεται για τη σύγχρονη απόδοση του έκιντεν (δηλαδή τη σκυταλοδρομία μεγάλων αποστάσεων) είναι ο Καναγκούρι Σίζο (金栗 四三, 1891-1984), ένας από τους πρώτους Ιάπωνες μαραθωνοδρόμους. Ο Καναγκούρι σκέφτηκε ότι ένας τέτοιος αγώνας μεγάλης απόστασης θα βοηθούσε τους συμπατριώτες του να προετοιμαστούν για τον κανονικό μαραθώνιο και το 1917, με την ευκαιρία της 50ης επετείου της μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Κιότο στο Τόκιο, συνέβαλλε στη διοργάνωση μιας σκυταλοδρομίας ανάμεσα στις δύο πόλεις, κατά μήκος του δρόμου Τοκάιντο. Η ιδέα του έτυχε ιδιαίτερης υποστήριξης τόσο από την πανεπιστημιακή κοινότητα (από την οποία προήλθαν οι περισσότεροι δρομείς), όσο και από τον επιχειρηματικό κόσμο, ειδικά από την εφημερίδα Γιομιούρι Σινμπούν –ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας, ο ποιητής και γλωσσολόγος Τόκι Ζένμαρο (土岐 善麿, 1885-1980), ήταν αυτός που σκέφτηκε να χρησιμοποιηθεί η παλιά λέξη «έκιντεν», πιθανότατα μετά από κάποιες συζητήσεις με τον Τακέντα Τσιγιοσαμπούρο (武田千代三郎, 1867-1932), τότε πρόεδρο του Τζίνγκου Κογκάκαν (神宮皇學館), προγόνου του σημερινού πανεπιστημίου Κογκάκαν (皇學館大学).
Η δημοτικότητα που απέλαβε το πρώτο αυτό «Τοκάιντο Έκιντεν» (東海道駅伝), άνοιξε τον δρόμο για περισσότερους αγώνες αυτού του είδους και τρία χρόνια αργότερα, το 1920, έγινε το πρώτο Χακόνε Έκιντεν. Στον αγώνα εκείνον οι δρομείς προήλθαν από τέσσερις εκπαιδευτικούς φορείς: το Πανεπιστήμιο Ουασέντα (早稲田大学), το Πανεπιστήμιο Κέιο (慶應義塾大学), το Πανεπιστήμιο Μέιτζι (明治大学) και το γυμνάσιο Τόκιο Ταχάσι (東京高師), το οποίο αργότερα θα απορροφούνταν από το σημερινό Πανεπιστήμιο Τσουκούμπα (筑波大学) και το οποίο είχε την τιμή να παρουσιάσει και τον πρώτο νικητή στην ιστορία της διοργάνωσης. Από τότε, ο αγώνας συνεχίζει σχεδόν απρόσκοπτα (με τις αναπόφευκτες διακοπές κατά τη διάρκεια του πολέμου) έως σήμερα.
Γιατί ο συγκεκριμένος αγώνας είναι κάτι ξεχωριστό; Κατ’ αρχάς, εξαιτίας της ίδιας του της φύσης. Το Χακόνε Έκιντεν ή, για να είμαστε πιο ακριβείς «Η Διαπανεπιστημιακή Σκυταλοδρομία Τόκιο-Χακόνε» (東京箱根間往復大学駅伝競走), είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη διαδρομή η οποία αποτελείται από δύο σκέλη: ένα 108 χιλιομέτρων και ένα 109,9 χιλιομέτρων –από το Οτεμάτσι του Τόκιο ως τη Λίμνη Άσι του Χακόνε και πίσω. Λόγω του μεγάλους μήκους και των δυσκολιών της διαδρομής (λόγω πολλών αυξομειώσεων στο υψόμετρο, στις θερμοκρασίες, στις ταχύτητες των ανέμων κ.λπ.), το πρώτο σκέλος γίνεται στις 2 Ιανουαρίου και το δεύτερο στις 3 και κάθε σκέλος είναι χωρισμένο σε πέντε κομμάτια περίπου 20 χιλιομέτρων. Οι δρομείς προέρχονται από 20 πανεπιστήμια και κάθε πανεπιστήμιο κατεβάζει 10 δρομείς, 5 για κάθε σκέλος της διαδρομής· αυτό σημαίνει ότι κάθε μέρα, 5 ομάδες των 20 δρομέων διασχίζουν το νοτιοδυτικό τμήμα του Χονσού ενώ περίπου το 1/3 του πληθυσμού της χώρας τούς παρακολουθεί είτε από κοντά, είτε μέσω της (εκτενέστατης) κάλυψης του καναλιού Nihon TV.
Αυτό το τελευταίο, δηλαδή το πόσο συναρπάζει τον κόσμο το Χακόνε Έκιντεν είναι, πιστεύω, το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της διοργάνωσης. Πραγματικά αμφιβάλλω αν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, το ευρύ κοινό δείχνει τόσο μεγάλο ενθουσιασμό για μια ερασιτεχνική αθλητική διοργάνωση και ειδικά για έναν αγώνα μεγάλης απόστασης –ας μη γελιόμαστε, στην υψηλών ταχυτήτων εποχή μας οι αγώνες μεγάλων αποστάσεων δεν θεωρούνται, γενικά, οι πιο εντυπωσιακές αθλητικές διοργανώσεις. Απ’ ό,τι φαίνεται, ωστόσο, οι Ιάπωνες βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά: Περίπου ένα μήνα πριν από την ημέρα του αγώνα, τα ΜΜΕ (ηλεκτρονικά και έντυπα) γεμίζουν από διαφημίσεις σχετικές με τη διοργάνωση, ενώ και η ειδησεογραφική κάλυψη γίνεται όλο και πιο πυκνή· ακόμα και κάποιος άσχετος με τα αθλητικά βομβαρδίζεται από κάθε είδους πληροφορίες και στατιστικά για τον αγώνα και αισθάνεται την αγωνία να κορυφώνεται.
Το αποκορύφωμα είναι, βεβαίως, η ημέρα της εκκίνησης. Νωρίς το πρωί της 2ας Ιανουαρίου, μιας κατά κανόνα πολύ κρύας ημέρας, χιλιάδες άνθρωποι αφήνουν τη ζεστασιά του σπιτιού τους και συνωστίζονται στο Οτεμάτσι για να δουν τους δρομείς να ξεκινούν. Τηλεοπτικά συνεργεία (κυρίως από το κανάλι Nihon TV, που είναι υπεύθυνο για την κεντρική κάλυψη, αλλά και από ολόκληρη τη χώρα) κινηματογραφούν τα πάντα και οι προπονητικές ομάδες περικυκλώνουν τους αθλητές τους, φοιτητές πανεπιστημίου που δεν είναι επαγγελματίες δρομείς και που, πιθανότατα, δεν πρόκειται να κάνουν ξανά κάτι τέτοιο στη ζωή τους. Οι δρομείς φορούν διαγώνια στο στήθος τους μια ταινία (που λέγεται «τασούκι» ή襷) και η οποία είναι η «σκυτάλη» που θα παραδώσουν στους συναδέλφους τους στο Τσουρούμι της Γιοκοχάμα, μετά από 21,4 χιλιόμετρα –κατά τη γνώμη μου, η ταινία αυτή είναι ένα από τα στοιχεία που κάνουν τον αγώνα αυτόν ξεχωριστό (βλ. παρακάτω).
Ο αγώνας ξεκινάει και, όπως είναι αναμενόμενο, ο κόσμος ζητωκραυγάζει και οι δρομείς παίρνουν τον δρόμο τους, ακολουθώντας μια αστυνομική συνοδεία και τα τηλεοπτικά συνεργεία. Αυτό όμως που είναι πραγματικά απίστευτο, είναι ότι το πλήθος αυτό θα παραμείνει εξίσου πυκνό σε όλο το μήκος της διαδρομής, ακολουθώντας κάθε ιδιοτροπία και δυσκολία της. Από το Τόκιο ως το Τσουρούμι και την Τοτσούκα της Γιοκοχάμα, ως τη Χιρατσούκα και την Ονταουάρα στην Καναγκάουα και από εκεί στη Λίμνη Άσι του Χακόνε, το κοινό είναι πανταχού παρόν για να ζητωκραυγάσει και να ενθαρρύνει τους δρομείς με φωνές, χειροκροτήματα, και σημαίες και πανό με είτε τα ονόματά τους, είτε (πιο συχνά) το όνομα και/ή τα χρώματα των πανεπιστημίων τους. Αυτό δε, θα συνεχιστεί επί έξι ώρες –όσο, δηλαδή, χρειάζεται για να ολοκληρωθεί το πρώτο σκέλος του αγώνα– καθώς και επί άλλες έξι ώρες την επόμενη ημέρα, μέχρι οι δρομείς να επιστρέψουν στο Τόκιο.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα εκατομμύριο ανθρώπους κάθε χρόνο να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους νωρίς το πρωί μιας αργίας και να πάνε να στηθούν μέσα στο κρύο, στριμωγμένοι στο αδιαχώρητο, μόνο και μόνο για να προλάβουν να δουν για λίγο και να επευφημήσουν έναν ερασιτέχνη δρομέα –και ακολούθως να τρέξουν στο σπίτι για να προλάβουν να δουν τη συνέχεια στην τηλεόραση; Σαφώς για κάποιους θα υπάρχει και ένα οικονομικό κίνητρο λόγω κάποιου στοιχήματος, όμως, από την εμπειρία μου, οι τζογαδόροι σπάνια τρέχουν στους δρόμους για να δουν από κοντά το αντικείμενο του στοιχήματός τους· χώρια που το προφίλ του πλήθους κάθε άλλο παρά τέτοια εντύπωση δίνει. Οι άνθρωποι αυτοί είναι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που, προφανώς, αισθάνονται κάποιου είδους δεσμό με τους δρομείς.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται, κατά την άποψή μου, μια ερμηνεία για τη δημοτικότητα της διοργάνωσης: κατ’ αρχάς, το ποσοστό αποφοίτων πανεπιστημίων είναι πολύ ψηλό στην Ιαπωνία, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν όλες οι οικογένειες έχουν κάποιο μέλος που ήταν, είναι ή θα είναι σε ένα από τα 20 πανεπιστήμια που συμμετέχουν στον αγώνα. Καθώς, δε, το να ανήκεις σε μια ομάδα είναι επίσης ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της ιαπωνικής κοινωνίας, οι άνθρωποι που έχουν κάποια σχέση π.χ. με το Πανεπιστήμιο Μέιτζι, αισθάνονται πραγματική τη σχέση αυτή –οι δρομείς του Μέιτζι είναι, περίπου, μέλη της οικογένειάς τους και οφείλουν να τους υποστηρίξουν. Στη συνέχεια, είναι οι ίδιοι οι δρομείς: οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι ερασιτέχνες και θα τρέξουν μόνο μια φορά στη ζωή τους, σ’ αυτόν τον αγώνα, όχι για χρήματα ή για δόξα αλλά για το πανεπιστήμιό τους –αξίζει να θυμηθούμε εδώ ότι η σκυτάλη τους δεν είναι ένα κομμάτι πλαστικό, αλλά μια ταινία που έχει επάνω της το όνομά του πανεπιστημίου και στα ιαπωνικά, όπως και στις περισσότερες γλώσσες, η λέξη «όνομα» σημαίνει επίσης «υπόληψη». Προφανώς τα μέλη της νικήτριας ομάδας θα τύχουν κάποιας αναγνώρισης τις επόμενες εβδομάδες στην πανεπιστημιούπολή τους, όμως δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό είναι επαρκές κίνητρο για να αντέξουν μια τέτοιας έκτασης καταπόνηση.
Το παραπάνω είναι φανερό στον τρόπο που τρέχουν. Έγραψα πριν ότι οι αγώνες μεγάλων αποστάσεων δεν είναι τα πιο δραματικά αθλητικά δρώμενα. Και αυτό πράγματι ισχύει –όταν οι δρομείς είναι επαγγελματίες που κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν ήρεμα και υπολογισμένα. Οι δρομείς του Χακόνε Έκιντεν, ωστόσο, είναι φοιτητές που ζουν δυο πυροτεχνηματικές μέρες, έναν-δυο μήνες (ή ένα-δυο χρόνια, αναλόγως του έτους τους) πριν μπουν σε κάποια μεγάλη εταιρεία και γίνουν ένα με το πλήθος των άλλων υπαλλήλων με τα σκούρα κοστούμια που συνωστίζονται στα τρένα τις πρωινές ώρες αιχμής. Δεν είναι σπάνιο λοιπόν να προσπαθούν να υπερβούν τον εαυτό τους (στα ιαπωνικά αυτό λέγεται «μούρι σούρου»/無理する, δηλαδή «κάνω κάτι παράλογο») ώστε να μπορέσουν να δώσουν την ταινία στους συναθλητές τους. Και, πολύ συχνά να καταρρεύσουν κατά τη διάρκεια της προσπάθειας αυτής.
Το ότι οι Ιάπωνες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην υπέρ-προσπάθεια και στην υπέρβαση των ορίων είναι ένας λόγος για την άνευ προηγουμένου δημοτικότητα του αγώνα. Ένας άλλος λόγος είναι ότι, καθώς πρόκειται για σκυταλοδρομία, το βασικό χαρακτηριστικό του Χακόνε Έκιντεν είναι η ομαδική δουλειά, ένα ακόμα στοιχείο βαθιά χαραγμένο στη συλλογική ιαπωνική ψυχή. Ναι, πρόκειται για κλισέ και όσοι έχουν συναναστραφεί Ιάπωνες ξέρουν ότι μπορούν να γίνουν εξαιρετικά εγωκεντρικοί, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνία, όμως κατά έναν περίεργο τρόπο αυτό δεν ακυρώνει την εξαιρετικά αναπτυγμένη αίσθηση συνεργασίας τους. Αυτό, δε, είναι ιδιαίτερα εμφανές σε μια σκυταλοδρομία όπου ένας δρομέας μπορεί κάλλιστα να απογειώσει ή να καταβαραθρώσει την απόδοση της ομάδας του –και αυτό το βάρος το επωμίζονται όλοι: κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους του δρόμου της επιστροφής, ο τηλεοπτικός σχολιαστής είθισται να λέει κάποια στιγμή ότι «ο δρομέας κουβαλάει τη μουσκεμένη από τον ιδρώτα των συναθλητών του ταινία». Προφανώς οι προπονητές της ομάδας έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης, καθώς η δική τους στρατηγική βάζει τον κατάλληλο δρομέα στο κατάλληλο κομμάτι της διαδρομής όμως τελικά, οι αθλητές είναι αυτοί που θα τρέξουν πραγματικά και που θα φέρουν στην ομάδα τους τη νίκη ή την ήττα.
Τελευταίο και εξίσου σημαντικό, το Χακόνε Έκιντεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τρόπος να ξεκινήσει κανείς τη χρονιά του εντυπωσιακά. Είτε «συμμετέχοντας» από κοντά είτε παρακολουθώντας από την τηλεόραση, το κοινό έχει την ευκαιρία να βιώσει ένα διαφορετικό και θεαματικό γεγονός στην αυγή της καινούριας χρονιάς, να δει τα πανέμορφα τοπία γύρω από το Όρος Φούτζι (ίσως το πιο ανθεκτικό σύμβολο της χώρας του) και να πανηγυρίσει για έναν νικητή –ιδιαίτερα δε, έναν νικητή που είναι «ένας από μας»: ο γιος μας, ο ανιψιός μας, ο εγγονός του γείτονα ή του συναδέλφου μας στο γραφείο. Το Χακόνε Έκιντεν προσφέρει στους Ιάπωνες όλα όσα χρειάζονται για να ξεκινήσουν έναν καινούριο κύκλο στη ζωή τους, μια ζωή που, μεταφορικά τουλάχιστον, έχει αρκετές ομοιότητες με τον αγώνα.
ΥΓ: Ναι, το Χακόνε Έκιντεν βοηθάει πολύ το ίματζ (και τα ταμεία) των πανεπιστημίων που εμπλέκονται. Και, ναι, οι κυνηγοί ταλέντων οργώνουν τη χώρα (και, ενίοτε το εξωτερικό) αναζητώντας ταλαντούχους δρομείς με αντάλλαγμα υποτροφίες. Παρ’ όλα αυτά…
Ο Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής, και παρεμπιπτόντως μοναχός Ζεν.