«Αυτό που θέλω είναι να αποδείξω τι μπορώ να πετύχω απέναντι στους άνδρες», έλεγε η νικήτρια του πρώτου Grand Prix για γυναίκες, το 1929. Το πέτυχε νικώντας, «στο γήπεδό τους», κορυφαίους οδηγούς της εποχής και καταρρίπτοντας πολλά ρεκόρ (photo speedsport.com).

    Έχει επικρατήσει οι αγώνες με αυτοκίνητα να θεωρούνται ξεκάθαρα «ανδρικό» σπορ. Πάντα έτσι ήταν. Έχουν όμως υπάρξει αυτοκινητικές ιστορίες με πρωταγωνίστριες πανάξιες εκπροσώπους του λεγόμενου ασθενούς φύλου. Μια από τις σημαντικότερες (και πιο λησμονημένες) είναι αυτή.

    «Αυτό που θέλω είναι να αποδείξω τι μπορώ να πετύχω απέναντι στους άνδρες», έλεγε το 1929 η νικήτρια του πρώτου Grand Prix για γυναίκες. Φαντάζει δε απίστευτο το ότι στη συνέχεια καταξιώθηκε σ’ ένα σπορ στο οποίο γυναίκες, ακόμα και σήμερα, 91 χρόνια μετά, σπάνια συμμετέχουν και πολύ πιο σπάνια διακρίνονται.

    H εικόνα και ο ήχος των 224 αυτοκινήτων του αγώνα Παρίσι-Μαδρίτη που, για μια ολόκληρη μέρα το 1903, περνούσαν μέσα από το χωριό του άφησαν το στίγμα τους στο τρίχρονο κοριτσάκι (photo Wikipedia).

    Διότι αυτό που πέτυχε η Hellé Nice ήταν να νικήσει κορυφαίους οδηγούς αγώνων της εποχής της, να καταρρίψει πολλά ρεκόρ, να συνάψει σχέσεις με μερικούς από τους πλουσιότερους Ευρωπαίους και να γίνει και εξώφυλλο σε περιοδικά όλου του κόσμου.

    Γεννήθηκε, ως Mariette-Hélène Delangle, τέτοιες μέρες, στις 15 Δεκεμβρίου του 1900, στο Aunay-sous-Auneau, ένα μικρό χωριό κοντά στο Παρίσι. Όταν ήταν τριών χρόνων, ο αγώνας «Παρίσι-Μαδρίτη» πέρασε από το χωριό της για πρώτη και μοναδική φορά· δεν ξανάγινε λόγω των πολλών δυστυχημάτων στη διάρκειά του.

    Στα 18 της, η Mariette-Hélène Delangle «έπιασε δουλειά» στο Παρίσι, αρχικά ως γυμνό μοντέλο (photo m.retromobile.com).

    Οι συμμετοχές όμως ήταν κορυφαίες. Ανάμεσά τους, οι αδελφοί Louis και Marcel Renault, ο Vincenzo Lancia, o Charles Rolls και άλλοι επώνυμοι οδηγοί-κατασκευαστές της εποχής. Είναι λοιπόν σίγουρο πως η εικόνα και ο ήχος των 224 αυτοκινήτων που για μια ολόκληρη μέρα περνούσαν μέσα από το Aunay-sous-Aune άφησαν το στίγμα τους στη μικρή Mariette.

    Στο Παρίσι όπου «έπιασε δουλειά» ως γυμνό μοντέλο του ζωγράφου René Carrère.

    Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η δεσποινίς Delangle μετακόμισε στο Παρίσι όπου «έπιασε δουλειά» ως γυμνό μοντέλο του ζωγράφου René Carrère, γνωστού στους κύκλους των παρισινών music-hall για τις σκανδαλιστικές του αφίσες που διαφήμιζαν τις παραστάσεις τους.

    Το να περάσει λοιπόν η καλλίπυγος Mariette από την αφίσα στη σκηνή ως χορεύτρια ήταν απόλυτα λογική συνέχεια. Υιοθέτησε και το κατά τι καλλιτεχνικότερο nom de scène “Hellé Nice” και γρήγορα έγινε δημοφιλής ως αρτίστα και περιζήτητη ως σύντροφος – μεταξύ αρκετών άλλων και ενός Βαρόνου Philippe de Rothschild, αν έχετε ακουστά. Απέκτησε δε και το πρώτο της αυτοκίνητο, ένα ταπεινό Citroën.

    Καλύτερός της φίλος ήταν τότε ο αεροπόρος και περιστασιακός οδηγός αγώνων Henry de Courcelles· από εκείνον έμαθε για τους αγώνες και τις πίστες που είχαν τότε αρχίσει να κατασκευάζονται. Έτσι, το 1921 πήγε στο Brooklands, στο Surrey της Αγγλίας, πρώτη πίστα με κεκλιμένες στροφές (banking) στην ιστορία, ζητώντας να συμμετάσχει στον αγώνα εκείνης της χρονιάς.

    Ούσα όμως γυναίκα, αναμενόμενα για τα ήθη της εποχής, εισέπραξε άρνηση. Με αποτέλεσμα να εξοργιστεί. Η δικαιολογημένη της οργή τη συνόδεψε όλη τη δεκαετία του ’20. Συμμετείχε μεν σε κάποιους αγώνες, όπου τουλάχιστον της επιτρεπόταν, αλλά συνέχιζε, ως γυναίκα, να «τρώει πόρτα» στους πιο σημαντικούς.

    Για να ικανοποιήσει το πάθος της για την ταχύτητα ξεκίνησε να κάνει σκι. Παράλληλα, ακολουθούσε την καριέρα της στον χορό, διεθνώς μάλιστα, φτάνοντας στο απόγειό της το 1927 στην παράσταση “Les Ailes de Paris”. Καριέρα που τερματίστηκε όμως απότομα το 1929 όταν κάνοντας σκι τραυμάτισε άσχημα το γόνατό της.

    Το προηγούμενο βράδυ από τον αγώνα της στο πρώτο Grand Prix για γυναίκες το έριξε «έξω» συνοδεία ανδρικής παρέας, σαμπάνιας, μορφίνης και σεξ.

    Μη μπορώντας πλέον να συνεχίσει να χορεύει, πόσο μάλλον να κάνει σκι, αλλά με το πάθος της για την ταχύτητα να παραμένει άσβεστο, αποφάσισε να επιμείνει να γίνει οδηγός αγώνων.

    Την ίδια χρονιά, θα γινόταν το πρώτο Grand Prix για γυναίκες, στο πλαίσιο της 3ης Journée Feminine de l’Automobile, ενός δηλαδή αυτοκινητικού Σαββατοκύριακου μόνο για γυναίκες, στο Autodrome de Linas-Montlhéry, πρώτη γαλλική πίστα για αγώνες.

    Αποφασισμένη να νικήσει, η Hellé Nice έκανε δυο φορές κάθε μέρα από 10 γύρους της οβάλ πίστας δοκιμάζοντας το αυτοκίνητο που θα οδηγούσε. Σίγουρη δε για τις ικανότητές της, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να «το ρίξει έξω» το προηγούμενο βράδυ, συνοδεία ανδρικής παρέας, σαμπάνιας, μορφίνης και σεξ.

    Υιοθετώντας το nom de scène “Hellé Nice”, που θα τη συνόδευε στην υπόλοιπη ζωή της, έγινε δημοφιλής ως αρτίστα και περιζήτητη ως σύντροφος (photo m.retromobile.com, motorsportwoman.com, enzo gp).

    Παρ’ όλα αυτά, στις 2 Ιουνίου 1929, οδηγώντας ένα Oméga-Six, παραχωρημένο από τον κατασκευαστή του, Jules Daubecq –τον οποίο η Nice είχε πείσει πως οι φωτογραφίες της με το αυτοκίνητό του θα τον βοηθούσαν να πουλήσει περισσότερα–, νίκησε τις συναγωνίστριές της σ’ έναν αγώνα 50 γύρων.

    «Το οδήγημά της ήταν καταπληκτικό. Κανείς απ’ όσους είχαν την ευκαιρία να το δουν δεν θα διανοείτο μετά να υποστηρίξει πως οι γυναίκες δεν οδηγούν εξίσου καλά με τους άνδρες», έγραψε μετά χαρακτηριστικά η εφημερίδα “L’Intransigeant”.

    Υπέγραψε συμβόλαιο με τη Lucky Strike για να διαφημίζει το «τσιγάρο των πρωταθλητών».

    Και πράγματι, την επόμενη κιόλας μέρα, η Nice πήρε ένα τηλεγράφημα από τη Bugatti που της ζητούσε να γίνει οδηγός της. Προφανώς δέχτηκε και γρήγορα αντάμειψε την εμπιστοσύνη του Ettore Bugatti, φίλου του Philippe de Rothschild, κερδίζοντας το Πρωτάθλημα Ηθοποιών, διάσημο τουρνουά της εποχής στο οποίο φυσικά συμμετείχαν και άνδρες.

    Παράλληλα, υπέγραψε συμβόλαιο με τη Lucky Strike για να διαφημίζει το «τσιγάρο των πρωταθλητών», ενώ χιλιάδες αφίσες της άρχισαν να εμφανίζονται παντού, με αποτέλεσμα η Hellé Nice να γίνει ένα από τα διασημότερα πρόσωπα της εποχής και όχι μόνο στη Γαλλία.

    Τον Δεκέμβριο του 1929, επέστρεψε στο Montlhéry, αυτή τη φορά με μια Bugatti 35C, πετυχαίνοντας ρεκόρ ταχύτητας για γυναίκες οδηγούς με μέση ταχύτητα 197,7 km/h. Ρεκόρ που από ορισμένους αμφισβητήθηκε διότι λέγεται πως μια άλλη Γαλλίδα, η Janine Jennky, είχε πετύχει ενάμιση χρόνο νωρίτερα, τον Αύγουστο του ’28, 199,06 km/h. Η φήμη βέβαια της Nice υπερίσχυσε εκείνης της Mme Jennky και κάθε αμφισβήτησης.

    Μετά τη νίκη της στο πρώτο GP για γυναίκες, τον Ιούνιο του 1929 στο Montlhéry, επέστρεψε στην ίδια πίστα τον Δεκέμβριο, πετυχαίνοντας νέο ρεκόρ ταχύτητας για γυναίκες οδηγούς με μέση ταχύτητα 197,7 km/h (photo franceinter.fr, enzo gp, bbc.co.uk).

    Το 1930 στις ΗΠΑ οδήγησε χωρίς κράνος «επειδή στους θεατές αρέσει να θαυμάζουν τα μαλλιά μου να ανεμίζουν όσο οδηγώ».

    Το 1930 ταξίδεψε στην Αμερική για να τρέξει σε αγώνες “dirt-track racing”, σε χωμάτινες δηλαδή πίστες, με τα αυτοκίνητα του Harry Miller – τα υπερτροφοδοτούμενα αγωνιστικά του οποίου κέρδιζαν συχνά και στα «500 Μίλια της Ινδιανάπολης». Αρχικά, οδηγούσε μάλιστα χωρίς κράνος «επειδή στους θεατές αρέσει να θαυμάζουν τα μαλλιά μου να ανεμίζουν όσο οδηγώ».

    Την ίδια εποχή, υπέγραψε ένα ακόμα προσοδοφόρο διαφημιστικό συμβόλαιο, με την Esso αυτή τη φορά, με αποτέλεσμα η «ταχύτερη οδηγός της Γαλλίας» να γίνει πλέον γνωστή και ως «Βασίλισσα της Bugatti». Πλούσια τώρα και πασίγνωστη επέστρεψε, το 1931, στην Ευρώπη αποφασισμένη να συνεχίσει ως οδηγός Grand Prix.

    Στο πρώτο Grand Prix της σεζόν, στην πίστα Reims-Gueux, οδηγώντας μια Bugatti Τ35C ως “Mlle Hellé Nice” –με το nom de scène να είναι τώρα και nom de guerre– τερμάτισε τέταρτη στην κατηγορία της σ’ έναν αγώνα στον οποίο, μεταξύ άλλων, συμμετείχαν καταξιωμένοι οδηγοί όπως οι Pierre Veyron, Philippe Etancelin, René Dreyfus, Louis Chiron [κρατήστε αυτό το όνομα] κ.ά. – και μια ακόμη γυναίκα, η Anne-Cecile Rose-Itier.

    Στο πρώτο της GP με τη Bugatti, το 1931 στη Reims, τερμάτισε τέταρτη στην κατηγορία της σ’ έναν αγώνα στον οποίο συμμετείχαν οδηγοί όπως οι Pierre Veyron, Philippe Etancelin, René Dreyfus, Louis Chiron κ.ά. (photo Bugatti).

    Με τη Bugatti της, που αποκαλούσε “Yoyo”, συμμετείχε στα υπόλοιπα Grand Prix της χρονιάς και σ’ εκείνα του 1932. Δεν κέρδισε ποτέ. Κέρδιζε όμως, αφενός ως αξιοπερίεργη συμμετοχή και αφετέρου ως ιδιαίτερα μαχητική, τη δημοσιότητα από κάθε άνδρα νικητή –συν σημερινά $100.000 για κάθε της αγώνα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος– εξακολουθώντας παράλληλα να κερδίζει και κάθε Grand Prix για γυναίκες οδηγούς.

    Πριν τον τελευταίο αγώνα του 1933, στη Monza, η Nice άφησε τη Bugatti για μια Alfa Romeo 8C “Monza”(ονομασμένη έτσι μετά τη νίκη του Tazio Nuvolari με μια ίδια δυο χρόνια νωρίτερα στο ομώνυμο Grand Prix) την οποία της είχε δωρίσει ο Marcel Lehoux, ένας από τους, ας πούμε, πιο κρυφούς της εραστές.

    To 1933, η Nice άφησε τη Bugatti (πάνω αριστερά με τον Jean Bugatti) για μια Alfa Romeo 8C “Monza”. Με αυτή, στο GP του Sao Paulo τον Ιούλιο του 1936, λίγο έλλειψε να χάσει τη ζωή της (photo petrolicious.com, enzo gp, carsales.com.au).

    Με αυτή, τερμάτισε τρίτη στην κατηγορία της σ’ ένα Grand Prix που έμεινε γνωστό ως «Η Μαύρη Μέρα της Monza» αφού κόστισε τη ζωή τριών από τους καλύτερους οδηγούς της εποχής: των Ιταλών Giuseppe Campari και Mario-Umberto Borzacchini και του Πολωνού Κόμη Stanislas Czaykowski.

    Στις 12 Ιουλίου του 1936, στην «πίστα» Jardim América στους δρόμους της πόλης, λίγο έλλειψε να χάσει τη ζωή της.

    Τα επόμενα τρία χρόνια, συνέχισε να συμμετέχει με την Alfa Romeo, μόνη ανάμεσα σε δεκάδες άνδρες οδηγούς, σε Grand Prix σε σιρκουί από το Nürburgring και το Pau, ως το Rio de Janeiro και το Sao Paulo. Σε αυτό το τελευταίο, στις 12 Ιουλίου του 1936, στην «πίστα» Jardim América στους δρόμους της πόλης, λίγο έλλειψε να χάσει τη ζωή της.

    Στον τελευταίο γύρο βρισκόταν στην τρίτη θέση. Λίγα μέτρα πριν τον τερματισμό, προσπαθώντας να περάσει τον Βραζιλιάνο Βαρόνο Manuel de Teffé von Hoonholtz για τη δεύτερη θέση, φαίνεται πως, με ταχύτητα πάνω από 160 km/h, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της, χωρίς ποτέ να κατηγορηθεί γι’ αυτό επίσημα, με αποτέλεσμα η Alfa Romeo #16 να πέσει πάνω στους θεατές σκοτώνοντας έξι από αυτούς.

    Η Hellé εκτινάχτηκε από το αυτοκίνητο –δεν υπήρχαν φυσικά ζώνες εκείνα τα χρόνια– και προσγειώθηκε πάνω σ΄ έναν δύστυχο στρατιώτη, έναν από τους έξι. Το σώμα της έμεινε για κάμποση ώρα ανάμεσα σ’ εκείνα των θανάσιμα τραυματισμένων – αρχικά θεωρείτο και αυτή νεκρή.

    Έμεινε σε κώμα για τρεις μέρες. Οι δε βαριές εγκεφαλικές κακώσεις και τα υπόλοιπα σοβαρά τραύματα που υπέστη, συν φυσικά τη ζημιά στη φήμη της, δεν της επέτρεψαν, επιστρέφοντας στην Ευρώπη, να ξαναβρεί ομάδα διατεθειμένη να της παραχωρήσει αυτοκίνητο.

    Έχοντας επιζήσει από το δυστύχημα στη Βραζιλία, οδηγώντας, τον Μάιο του 1937, με άλλες τρεις γυναίκες ένα Matford για 10 συνεχόμενες μέρες και 10 νύχτες, κατέρριψε 10 ρεκόρ που παραμένουν μέχρι σήμερα. Οι ανυπόστατοι ισχυρισμοί, το 1949, του Louis Chiron (πάνω δεξιά) ότι η Nice ήταν πράκτορας των Ναζί τερμάτισαν την καριέρα της (photo enzo gp, wikicommons, jaquo).

    Αντί όμως να το βάλει κάτω συμμετείχε στους αγώνες αντοχής για γυναίκες που οργάνωνε η εταιρεία λιπαντικών Yacco [ο Jean Dintilhac είχε ονομάσει την εταιρεία του Yacco από την προφορά της τελευταίας συλλαβής του επιθέτου του – μαθαίνουμε εδώ] στο γνωστό της Montlhéry.

    Όπου, στις 19 Μαΐου του 1937, οδηγώντας με μια ομάδα άλλων τριών γυναικών ένα Matford [συνεργασία της γαλλικής Mathis και της Ford], οδήγησε για 10 συνεχόμενες μέρες –και 10 νύχτες– καταρρίπτοντας 10 ρεκόρ που παραμένουν μέχρι σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, οι χορηγοί ακόμα δεν έρχονταν…

    Η Hellé πέρασε τα χρόνια του Πολέμου μεταξύ Παρισιού και Νίκαιας χωρίς να ενοχληθεί ιδιαίτερα από τους Ναζί.

    Ήρθε όμως ο Πόλεμος. Αν και στη διάρκειά του η περιουσία της υπέστη βαρύ πλήγμα, το ότι η Hellé πέρασε τα χρόνια του Πολέμου μεταξύ Παρισιού και Νίκαιας χωρίς να ενοχληθεί ιδιαίτερα από τους Ναζί δημιούργησε σε ορισμένους ερωτήματα. Στον κάποτε συναγωνιστή της Louis Chiron, για παράδειγμα.

    Οι ισχυρισμοί τού εκ των ιδρυτών του Grand Prix του Monaco Chiron (αναφορά σε αυτόν υπάρχει εδώ) ενώπιον εκατοντάδων καλεσμένων σε δείπνο την παραμονή της επιστροφής της στους αγώνες, για το Monte Carlo Rally του 1949, για το ότι η Nice ήταν πράκτορας της Gestapo αποδείχτηκαν αβάσιμοι. Η συμμετοχή της όμως (με συνοδηγό την αναφερθείσα πιο πάνω Anne-Cecile Rose-Itier) ακυρώθηκε.

    O Chiron θεωρούσε πως η Nice ήταν πράκτορας είτε λόγω της σχέσης της, το 1938, με τον Γερμανό οδηγό και αργότερα επικεφαλής της αγωνιστικής ομάδας της Porsche, Fritz “Huschke” von Hanstein (που είχε όμως συλληφθεί από τη Gestapo) είτε λόγω φωτογραφιών ενός Friedrich Leopold von Richthofen, συγγενή του «Κόκκινου Βαρόνου» του Πρώτου Πολέμου, τις οποίες η Hellé είχε φυλάξει όταν αυτός της είχε γράψει για να της ευχηθεί μετά το ατύχημα στη Βραζιλία.

    Μπορεί βέβαια και να την είχε μπερδέψει με μια Γαλλίδα αθλήτρια της εποχής, τη Violette Morris, η οποία ήταν πράγματι συνεργάτης των Ναζί – εκτελέσθηκε γι αυτό από τους Maquis σε ενέδρα το 1944. Ή απλώς επειδή τη φθονούσε για τις επιδόσεις της σ’ ένα «ανδρικό» σπορ. Με την αφορμή διαβάστε και αυτό.

    Γεγονός είναι πάντως ότι δεν υπήρξε ούτε ένα στοιχείο που να συνδέει το όνομα της Nice είτε με γεγονότα του Πολέμου είτε με Γάλλους πράκτορες της γερμανικής μυστικής αστυνομίας. Ο Chiron πάντως [σ’ αυτόν, παρ’ όλα αυτά, έχει αφιερώσει η Bugatti τη διάδοχο της Veyron], αν και οι ισχυρισμοί του δεν είχαν βάση, δεν ανακάλεσε.

    Στις 4 Σεπτεμβρίου του 2010, τοποθετήθηκε στον τάφο της, στο Sainte-Mesme, αυτή η επιγραφή που, 26 χρόνια μετά τον θάνατό της, τίμησε τη μνήμη της (photo bbc.co.uk).

    Η Nice του έγραψε, ζητώντας του είτε να ζητήσει δημόσια συγγνώμη είτε να αποδείξει αυτά για τα οποία, ενώπιον εκατοντάδων επωνύμων, την είχε κατηγορήσει – κάτι που δεν μπορούσε φυσικά να κάνει. Δεν πήρε ποτέ απάντηση.

    Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποδείξει ως ψευδείς τις συκοφαντίες του και να «καθαρίσει» το όνομά της, υπέβαλε μήνυση κατά του σημαίνοντα Μονεγάσκου. Αλλά, μεταξύ 1949 και 1955, στα αρχεία των δικαστηρίων του Μονακό δεν υπάρχει ούτε απόδειξη για υποβληθείσα από τη Nice μήνυση ούτε «φάκελος Chiron».

    Η καριέρα της, μετά και από μια αποτυχημένη προσπάθεια το 1951, να πάρει μέρος στο Grand Prix της Νίκαιας αναμενόμενα τερματίστηκε.

    Όπως και να ‘χει, η «ρετσινιά» έμεινε και για μελλοντικούς πιθανούς χορηγούς και για την ίδια της την οικογένεια – που λόγω του «έκλυτου βίου της» είχε διακόψει κάθε σχέση μαζί της. Η δε καριέρα της, μετά και από μια αποτυχημένη προσπάθεια το 1951, να πάρει μέρος στο Grand Prix της Νίκαιας αναμενόμενα τερματίστηκε. Ήταν άλλωστε πλέον 51 ετών.

    Τα επόμενα 35 ήταν χρόνια σταδιακής παρακμής για την Hellé Nice. Η οικονομική της δε κατάσταση χειροτέρεψε όταν ο μηχανικός και μετέπειτα εραστής της, Arnaldo Binelli, το 1960 την παράτησε για μια πολύ νεότερή της, έχοντας νωρίτερα, με το πρόσχημα μιας «επένδυσης σε εταιρεία του Λίχτενσταϊν», φροντίσει να «δανειστεί» ό,τι της είχε απομείνει από καταθέσεις και να εξαφανιστεί.

    Το «έργο» εξάλλου όπου νεαρότερος αφήνει μεγαλύτερή του όταν της τελειώνουν τα λεφτά έχει παιχτεί πολλάκις με το φινάλε του να είναι εξαρχής προδιαγεγραμμένο. Έτσι, η κάποτε πάμπλουτη και περιζήτητη Hellé κατέληξε να επιζεί από δωρεές του φιλανθρωπικού ιδρύματος για ηθοποιούς.

    Η βιογράφος της Hellé Nice, Βρετανίδα Miranda Seymour, έχει επίσης συγγράψει και τις βιογραφίες των Mary Shelley και Robert Graves. Μαζί με την Αμερικανίδα Sherryl Greene του «Ιδρύματος Hellé Nice» αποκατέστησαν τη μνήμη της «Βασίλισσας της Bugatti» (photo hortonsbooks.co.uk).

    Η φήμη της ως οδηγού Grand Prix δεν σήμαινε πλέον τίποτα· ανταμοιβή για το palmarès της ήταν να προσληφθεί ως περιστασιακή οδηγός για τις εξωτερικές δουλειές του ιδρύματος το οποίο, στο ζενίθ της καλλιτεχνικής της καριέρας, είχε και η ίδια σημαντικά στηρίξει.

    Κατέληξε πάμφτωχη. Αναγκαζόταν να κλέβει το γάλα που άφηναν έξω για τις γάτες οι γείτονές της.

    Το 1964, όταν πέθανε η μητέρα της, ο τίτλος του πατρικού της σπιτιού στη Νίκαια κατέληξε στην αδελφή της. Στην Hellé έμειναν μόνο τα κύπελλά της (που πουλήθηκαν για ψίχουλα) και κάποια έπιπλα. Αναγκάστηκε έτσι να μετακομίσει σ’ ένα θλιβερό υπόγειο σε μια άθλια περιοχή της πόλης.

    Ζώντας πάμφτωχη, με ελεημοσύνες και αναγκαζόμενη να κλέβει το γάλα που άφηναν έξω για τις γάτες οι γείτονές της, χωρίς φίλους και με διαρκώς επιδεινούμενη υγεία, το 1974 προσβλήθηκε από ψωρίαση χάνοντας παράλληλα και τα δόντια της.

    Το 1978 έζησε (σχεδόν) την τελευταία της στιγμή δόξας. Ένας ταχυδρόμος είχε δει στην τηλεόραση την προηγούμενη μέρα τα στιγμιότυπα από το δυστύχημα στη Βραζιλία και, μέσω κάποιου γνωστού του, κανόνισε να προσκληθεί η Nice να μιλήσει γι αυτό και τη ζωή της στο Radio Monte Carlo.

    «Σχεδόν» γιατί τελικά δεν πήγε. Διότι αφενός δεν είχε τα χρήματα για να ταξιδέψει στο Μονακό και αφετέρου, ακόμα κι αν τα έβρισκε, και θα της ήταν αδύνατον να μιλήσει στο ραδιόφωνο χωρίς δόντια και η ίδια της η εμφάνιση θα ήταν απογοητευτική για μια τόσο κομψή κάποτε γυναίκα.

    Με τα κύπελλά της ξεπουλημένα, τα αποκόμματα των εφημερίδων χαμένα και τον τάφο της χωρίς όνομα ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.

    Γνώριζε εξάλλου πως δεν της είχαν μείνει πολλά χρόνια. Τα μόνα που της είχαν απομείνει ήταν κάποια λίγα ενθύμια που φύλαγε σ’ ένα τσίγκινο κουτί κάτω από το κρεβάτι της και οι αναμνήσεις της διασημότερης κάποτε και ταχύτερης γυναίκας.

    Την 1η Οκτωβρίου του 1984, η Hellé Nice πέθανε σε κάποιο νοσοκομείο της Νίκαιας, έχοντας πέσει για μέρες σε κώμα, μετά από μια εγχείρηση στο πόδι. Στην τελετή αποτέφρωσής της, στις 29 Οκτωβρίου, δεν εμφανίστηκε κανείς. Οι στάχτες της στάλθηκαν για ταφή στον οικογενειακό τάφο των Delangle στο Sainte-Mesme, αλλά το όνομά της δεν γράφτηκε πουθενά.

    Με τα κύπελλά της ξεπουλημένα για μια μπουκιά ψωμί, τα αποκόμματα των εφημερίδων χαμένα και τον τάφο της χωρίς όνομα ήταν σαν η Mariette-Hélène Delangle να μην υπήρξε ποτέ. Σαν η Hellé Nice, η «Βασίλισσα της Bugatti», να είχε χαθεί για πάντα στην ιστορία…

    ΥΓ Το 2008, με πρωτοβουλία της Αμερικανίδας Sheryl Greene, δημιουργήθηκε το «Ίδρυμα Hellé Nice». Δυο χρόνια αργότερα, στις 4 Σεπτεμβρίου του 2010, παρουσία και της βιογράφου της, Miranda Seymour, τοποθετήθηκε στον τάφο της στο Sainte-Mesme η επιγραφή που επιτέλους τίμησε τη μνήμη της.

    ΥΓ 2 Λίγο νωρίτερα, την ίδια εποχή του Μεσοπολέμου, έζησε μια ακόμα γυναίκα οδηγός Bugatti, με σαφώς καλύτερα τελευταία χρόνια: η Τσέχα Eliška Junková. Για τη δική της ιστορία ίσως γράψω στο μέλλον.

    Δείτε ένα σύντομο video για την Hellé Nice…

     

     

    Διαβάστε ακόμα: Οδηγοί-σαμποτέρ, οι άγνωστοι ήρωες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

     

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top