IMG

Ο Λευτέρης Λαζάρου σε μια σπάνια ασπρόμαυρη φωτογραφία του. «Με τα πρώτα μου χρήματα πήγα διακοπές –μια εβδομάδα. Μέχρι τα 20 δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου», λέει.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά. Είναι η πόλη μου, η πόλη που αγάπησα και αγαπώ. Ήμασταν τρία αδέρφια, αγόρια, εγώ ο μικρότερος. Με φώναζαν «το μουρλό του κυρ-Γιώργη». Ο πατέρας μου, λεγόταν Γιώργος Λαζάρου και τα καλοκαίρια ήταν αρχιμάγειρας σε κρουαζιερόπλοια. Τον χειμώνα τον πέρναγε στη στεριά. Το όνειρό μου από μικρός ήταν να μπαρκάρω μαζί του και να μάθω το επάγγελμα.

Ήμουν κοντά στα δώδεκα όταν μου είπε ότι το καλοκαίρι θα με έπαιρνε επιτέλους στο πλοίο όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Όρος απαράβατος να περάσω τις εξετάσεις, που τότε δίναμε για να μπούμε από το δημοτικό στο γυμνάσιο. Δίνω λοιπόν τον Ιούνιο εξετάσεις και κόβομαι στα Θρησκευτικά. Δεν τολμούσα να του το πω, η μάνα δεν βόηθαγε, οπότε κάποια μέρα του λέω «Πατέρα, κόπηκα». «Δεν έχει ταξίδι» μου απαντάει. Καταστενοχωρήθηκα, όμως επέμεινα: «Δεν θες να μάθεις πού κόπηκα; Στα Θρησκευτικά». «Α, τότε δεν πειράζει, θα σε πάρω». Οι πολιτικές πεποιθήσεις γαρ. Έτσι πήρα το βάπτισμα του πυρός.

«Ήμασταν τρία αδέρφια, αγόρια, εγώ ο μικρότερος. Με φώναζαν ‘’το μουρλό του κυρ-Γιώργη’’».

Σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι, ο πατέρας μου έκανε ό,τι μπορούσε για να με αποτρέψει να ακολουθήσω κι εγώ το ίδιο επάγγελμα. Μια μέρα, θυμάμαι, με φωνάζει στην κουζίνα. Κρατούσε μια λαμαρίνα μεγάλη ένα μέτρο και τριάντα επί ενενήντα, από κασσίτερο, όπως ήταν τότε οι λαμαρίνες που ψήνανε τα φαγητά. Ασήκωτη η λαμαρίνα και μαύρη απ’ έξω από τη μουντζούρα των φούρνων. «Τη βλέπεις;», μου λέει. «Μέσα είναι καθαρή, φαΐ είχε. Τη θέλω να γίνει απ’ έξω όπως είναι από μέσα». Τα καθαριστικά μέσα τότε ήταν η ποτάσα και οι συρματόβουρτσες. Για να μπορέσω να την πλύνω έπρεπε να μπω ολόκληρος μέσα στη γούρνα. Παιδάκι μια σταλιά ήμουν, όμως τα κατάφερα.

Διαβάστε ακόμα: Τάκης Σπυριδάκης: «Δεν τους έκανα τη χάρη να το ξευτιλίσω»

Για δυο μήνες έτριβα και καθάριζα, γιατί προσπαθούσα να του αποδείξω ότι και ήθελα και μπορούσα να μπω στην ίδια δουλειά. Όταν γυρίσαμε πίσω και η μητέρα μου με αντίκρισε αδυνατισμένο, ταλαιπωρημένο με τα κοντά παντελονάκια, τα γόνατα μέσα στις γρατζουνιές, με δάχτυλα και νύχια σκισμένα, κατατρόμαξε. «Τι του έκανες του παιδιού;» ρώτησε τον πατέρα μου. «Εγώ δεν έκανα τίποτα, αυτός αποφάσισε να γίνει μάγειρας».

Κι αυτό ήταν η αλήθεια, τίποτα δεν ήθελα πιο πολύ. Τα επόμενα καλοκαίρια συνέχισα να πηγαίνω μαζί του και εκείνος, βλέποντας ότι συμμετείχα πλέον ενεργά και δεν εγκατέλειπα, άρχισε να με μαθαίνει όλα τα μυστικά. Μέχρι το 1968, που πέθανε, ήμασταν πάντα μαζί.

Μεταξύ έκτης και εβδόμης –το Γυμνάσιο τότε ήταν εφτατάξιο – αποφάσισα να πάω Ιταλία. Κρυφά. Λεφτά δεν είχα παρά μόνο ό,τι μάζευα από το χαρτζιλίκι μου. Μόνα μου εφόδια το κουράγιο, η επιμονή και το θράσος μου. Έκανα τρεις μέρες, με το μηχανάκι, να φτάσω στην Πάτρα. Για οικονομία, στη διαδρομή την έβγαζα τρώγοντας παστέλι και πίνοντας νερό από τις οικοδομές. Φούσκωνε το σουσάμι και ένιωθα χορτάτος.

Τότε, τα πλοία για Ιταλία ήταν σκυλοπνίχτες που έπιαναν μόνο Μπάρι. Τον πατέρα μου τον ξέρανε όλοι οι καπετάνιοι. Έπιασα λοιπόν τον καπετάνιο του πλοίου, του είπα ποιανού παιδί είμαι και με άφησε να ταξιδέψω τζάμπα. Έτσι μου έμειναν λίγα παραπάνω λεφτά για την Ιταλία.

Η μάνα μου άκουγε Νάπολι και νόμιζε ότι ήμουν στη Νεάπολη του Πειραιά. Μια μέρα με πήρε τηλέφωνο και με ρώταγε τι κάνουν η θεία Μεταξία και η θεία Ελένη, που έμεναν στον Πειραιά. «Μαμά δεν είμαι Νεάπολη, Νάπολι είμαι, στην Ιταλία» της είπα. Λιποθύμησε. Όταν πια επέστρεψα στην Ελλάδα, τέλειωσα την εβδόμη στο νυχτερινό Καραολή και Δημητρίου.

Με τα πρώτα μου χρήματα πήγα διακοπές –μια εβδομάδα. Μέχρι τα 20 δεν είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου. Στο δημοτικό ζήλευα, και δάγκωνα, τα παιδάκια που έλεγαν ότι το καλοκαίρι θα πάνε διακοπές στο χωριό της γιαγιάς ή του παππού. Εγώ εκεί που ήμουν το χειμώνα, ήμουν και το καλοκαίρι. Στο Φάληρο και στην Καστέλα. Για να με πάει η μαμά για μπάνιο, έπρεπε να μαγειρέψω και να κάνω καμιά δουλειά στο σπίτι.

Τότε ο Πειραιάς ήταν διαφορετικός, όχι όπως σήμερα. Είχε έντονη πολιτιστική ζωή. Ο Κατράκης, ο Τσαρούχης, ο Βεάκης έζησαν εκεί. Στη Χούντα είχε την πρώτη κινηματογραφική λέσχη στην Ελλάδα. Παλιά υπήρχαν 16 αίθουσες κινηματογράφου. Σήμερα υπάρχει μόνο μια. Ο Πειραιάς έβγαλε τον Μπουκουβάλα, τον Τουρκογιώργη, τον Γερμανό, και άλλους εξαιρετικούς τραγουδοποιούς, έφερε μετάλλια στη χώρα μας από όλους τους ιστιοπλοϊκούς αγώνες. Σήμερα όταν κατεβαίνω στο Τουρκολίμανο και βλέπω στριμωγμένα ξενυχτάδικα, μπαρ και σουβλατζίδικα, στενοχωριέμαι. Ο πατέρας μου δούλευε Στη «Κόκκινη Βάρκα», μια ψαροταβέρνα που ήταν η ωραιότερη της περιοχής.

no3-ok

«Σήμερα δεν φοβάμαι να χάσω οτιδήποτε υλικό. Αυτό που δεν θέλω με τίποτα να χάσω είναι οι φίλοι μου. Για μένα οι άνθρωποι είναι τα πάντα».

Οι Πειραιώτες τότε ήταν σκληρή φάρα, τιμωροί. Για να περάσεις τα όρια από Ομηρίδου Σκυλίτση και να μπεις Πειραιά down town, έπρεπε να ήσουν μάγκας. Αληθινός λεβέντης, όχι του γλυκού νερού. Ο βέρος Πειραιώτης πάνω απ’ όλα έβαζε τη φιλία. Εκεί τα έδινε όλα. Η φιλία ήταν κάτι το ιερό, όρκος τιμής, άρρηκτο πράγμα.

Εκείνη η εποχή με δίδαξε ανθρωπιά. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, να συγκρούονται μεταξύ τους οι κοινωνικές ομάδες, τότε δεν υπήρχε. Ο ένας συμπονούσε τον άλλο, τον καταλάβαινε, δεν υπήρχε αδιαφορία. Θυμάμαι ακόμα έντονα, μου έχει μείνει στην ψυχή, η ζεστασιά των ανθρώπων.

Σήμερα δεν φοβάμαι να χάσω οτιδήποτε υλικό. Αυτό που δεν θέλω με τίποτα να χάσω είναι οι φίλοι μου. Δεν θα το άντεχα. Για μένα οι άνθρωποι είναι τα πάντα. Μπορώ να δώσω ό,τι έχω και δεν έχω στον άλλο. Μην μου στερήσεις μόνο φίλους, φιλίες, ανθρώπους.

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Βουτσάς: «Στη φτώχεια μαθαίνεις τον εαυτό σου»

Όταν άνοιξα το Βαρούλκο, το 1986, πρώτοι μου πελάτες ήταν άνθρωποι που ήδη είχαν φάει από τα χέρια μου σε κάποια σκάφη ή ταξίδια. Με γνώριζαν. Μαθεύτηκε γρήγορα: «Αυτός ο τρελός ο Λαζάρου, ο μουστάκιας –όπως με φώναζαν τότε– άνοιξε εστιατόριο». Οι Πειραιώτες, αλλά και άλλοι, ανταποκρίθηκαν αμέσως. Τις μεγαλύτερές μου φιλίες και σχέσεις τις στέριωσα εκεί. Αυτοί με αγάπησαν κι εγώ το ανταπέδωσα πολλαπλά. Μέσα από την μαγειρική μου τέχνη έδωσα συναίσθημα, βάθος και αγάπη. Για μένα οι πελάτες μου δεν ήταν ποτέ «φάε να πληρώσεις και να φύγεις».

«Έκανα τρεις μέρες, με το μηχανάκι, να φτάσω στην Πάτρα. Για οικονομία, την έβγαζα τρώγοντας παστέλι και πίνοντας νερό από τις οικοδομές».

Είναι συγκινητικό που σήμερα έρχεται στο Βαρούλκο η τρίτη γενιά των πρώτων μου πελατών. Έρχονται τα εγγόνια και καμιά φορά με πληρώνουν με την πιστωτική κάρτα του παππού. Έχει τύχει να δώσω σε ένα από αυτά φαΐ τυλιγμένο σε πακετάκι να το πάει στον παππού από μένα. Όνειρο ζωής για μένα είναι να επιστρέψω με το Βαρούλκο στον Πειραιά.

Οι φίλοι μου με αποκαλούν «ο αιώνιος έφηβος». Έτσι νιώθω εδώ που τα λέμε. Έχω πολλά ακόμα να κάνω. Αφουγκράζομαι την αγορά, μου αρέσει η δημιουργία. Το πιο ωραίο που μου έχουν πει; Φεύγοντας, ένας φίλος γυρνάει και μου λέει: «Μου έρχεται να σε σκοτώσω, για να είμαι ο τελευταίος που έφαγε από τα χέρια σου»!

Μια προσωπικότητα που θα ήθελα να έχει κάτσει στο τραπέζι μου είναι ο Νίκος Γκάτσος. Πιστεύω πως ήταν ο πιο σύγχρονος ποιητής και είχε γράψει για την αληθινή Ελλάδα.

Σήμερα όντως επικρατεί μια υπερβολική ενασχόληση με την μαγειρική. Δυστυχώς όπου υπάρχει μια μόδα δημιουργούνται τέτοια φαινόμενα. Μην ξεχνάμε ότι η Χούντα είχε Θέαμα, σήμερα εμείς βρισκόμαστε στον Άρτο!

Διαβάστε ακόμα: Διονύσης Χαριτόπουλος: «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top