«Στο ταξίδι μου ξόδευα ελάχιστα πέρα από τα έξοδα για βενζίνη, ανταλλακτικά και φαγητό. Έτσι έφτασα σε σημείο να ταξιδεύω πληρώνοντας 354 ευρώ τον μήνα κατά μέσο όρο, σίγουρα λιγότερα απ’ όσα ξόδευε ο μέσος Έλληνας στο σπίτι του», γράφει ο Ηλίας Βροχίδης. (Εδώ με τη μοτοσυκλέτα του –μια Honda XR 250– στο μαγευτικό Esfahan της αρχαίας Περσίας)

Από μικρό παιδί ονειρευόμουν να εξερευνώ τον κόσμο και να ζω την περιπέτεια. Αφού ενηλικιώθηκα, άρχισα ν’ αγωνίζομαι γι’ αυτό μου το όνειρο. Κάνοντας δυο δουλειές συγχρόνως, κατάφερα ν’ αγοράσω ένα παλιό 4×4. Όσο σπούδαζα πληροφορική, εργαζόμουν αφιλοκερδώς σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων, προκειμένου να μάθω μηχανολογικά. Σύντομα διαπίστωσα πως τα οικονομικά μου δεν μου επέτρεπαν να ταξιδέψω με αυτοκίνητο. Πούλησα το 4×4 κι αγόρασα μοτοσυκλέτα.

Η μητέρα μου έλεγε πως αυτοί που κάνουν τέτοια ταξίδια είναι εισοδηματίες κι έχουν λεφτά. Εγώ έπρεπε να βγάλω απ’ το μυαλό μου τα τρελά μου όνειρα. Της απαντούσα, όμως, ότι εγώ θα ταξίδευα όπως-όπως κι ας μην είχα πολλά λεφτά. Θα πλήρωνα μόνο φαγητό και βενζίνη, και θα κοιμόμουν κάτω από τ’ άστρα. Ποιος μπορούσε να μ’ εμποδίσει; Ποιος μπορούσε να μου στερήσει αυτή τη χαρά; Καθώς περνούσαν τα χρόνια κι εγώ αγωνιζόμουν σκληρά για τα όνειρά μου, έμελλε να της αποδείξω ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς πλούσιος για να ταξιδέψει. Αρκεί να το θέλει περισσότερο από καθετί άλλο στη ζωή του…

«Θα ταξίδευα όπως-όπως κι ας μην είχα πολλά λεφτά. Θα πλήρωνα μόνο φαγητό και βενζίνη, και θα κοιμόμουν κάτω από τ’ άστρα. Ποιος μπορούσε να μου στερήσει αυτή τη χαρά;».

Πριν από δέκα χρόνια, το 2007, όταν ήμουν είκοσι τριών χρόνων, κατάφερα τελικά να βγω στο δρόμο με μια παλιά, μικρή μοτοσυκλέτα, μια Honda XR 250 του 1995. Δεν ήμουν ακόμη εξοικειωμένος με τον κόσμο των δύο τροχών ούτε είχα εμπειρία από ταξίδια εκτός Ευρώπης. Έξω από την Ελλάδα, μόνο στη Βουλγαρία και την Ιταλία είχα βρεθεί.

«Ένιωθα πως είχα παρωπίδες στα μάτια μου και τις άνοιγα σιγά-σιγά με κάθε χιλιόμετρο που διένυα, με κάθε καινούριο πολιτισμό που γνώριζα και με κάθε διαφορετικό φίλο που έκανα σε αυτούς τους άγνωστους τόπους». (Στη φωτογραφία, βοηθώντας κάποιους Πακιστανούς να μπαλώσουν τη σαμπρέλα τους)

Ποτέ δεν θα ξεχάσω πόσο δύσκολες ήταν εκείνες οι πρώτες μέρες του ταξιδιού μου. Μου έλειπε τόσο πολύ το κορίτσι μου… Από τα πρώτα χιλιόμετρα, όμως, ήμουν σίγουρος πως αυτό το ταξίδι ήταν ό,τι ζητούσα. Ένιωθα πως είχα παρωπίδες στα μάτια μου και τις άνοιγα σιγά-σιγά με κάθε χιλιόμετρο που διένυα, με κάθε καινούριο πολιτισμό που γνώριζα και με κάθε διαφορετικό φίλο που έκανα σε αυτούς τους άγνωστους τόπους.


Διαβάστε ακόμα: «Μπορείς κι εσύ. Άσε τη βολή σου και ξεκίνα!»


Το σχέδιό μου ήταν να επισκεφτώ τέσσερις χώρες καβάλα στο νέο μου δίτροχο: Τουρκία, Ιράν, Πακιστάν και Ινδία. Είχα πει στους δικούς μου ότι σε εννιά μήνες περίπου θα γυρνούσα. Το ταξίδι και η ελευθερία, όμως, είναι άκρως εθιστικά… Φτάνοντας στην Ινδία, είχα ζήσει τέτοιες εμπειρίες, που ήμουν πια ένας άλλος άνθρωπος. Δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι πως είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Έτσι έβαλα άλλες δέκα χώρες στο πρόγραμμα, κυρίως της Κεντρικής Ασίας, και το ταξίδι, αντί για εννιά μήνες, κράτησε δύο χρόνια και δυόμισι μήνες!

«Είχα πει στους δικούς μου ότι σε εννιά μήνες περίπου θα γυρνούσα. Το ταξίδι και η ελευθερία, όμως, είναι άκρως εθιστικά… Φτάνοντας στην Ινδία, είχα ζήσει τέτοιες εμπειρίες, που ήμουν πια ένας άλλος άνθρωπος. Δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι πως είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στην Ελλάδα». (Στη φωτογραφία, ανεβαίνοντας στους τρεις ψηλότερους δρόμους του κόσμου –μέχρι τα 5.602 μ. –, στα ινδικά Ιμαλάια)

Οι περισσότεροι θα αναρωτιέστε πώς ζούσα τόσο καιρό, πού έβρισκα τα χρήματα… Το μυστικό μου δεν ήταν ότι είχα πολλά. Το μυστικό μου ήταν πως είχα καταφέρει να υλοποιήσω αυτό που έλεγα στη μητέρα μου. Ξόδευα ελάχιστα πέρα από τα έξοδα για βενζίνη, ανταλλακτικά και φαγητό. Έτσι έφτασα σε σημείο να ταξιδεύω πληρώνοντας 354 ευρώ τον μήνα κατά μέσο όρο, σίγουρα λιγότερα απ’ όσα ξόδευε ο μέσος Έλληνας στο σπίτι του. Είχα ξεκινήσει από την Ελλάδα με 3.500 ευρώ. Αυτή ήταν όλη μου η περιουσία. Με το ζόρι θα έφτανε ακόμη και για τις τέσσερις μόνο χώρες που αρχικά σκόπευα να επισκεφτώ. Ευτυχώς, όμως, τότε ξεκίνησα μια συνεργασία με το ελληνικό περιοδικό moto, όπου έγραφα τις περιπέτειές μου στην Ασία κι έτσι είχα ένα μικρό εισόδημα, που με βοήθησε να συνεχίσω το ταξίδι μου.

Όταν μετά από τόσο καιρό επέστρεψα στην Ελλάδα της μιζέριας, την Ελλάδα της κρίσης, εγώ ήμουν απόλυτα ικανοποιημένος. Μπορεί να είχα ελάχιστα υλικά αγαθά, αλλά ένιωθα πλούσιος. Στα είκοσι πέντε μου είχα ήδη πάμπολλους πλόες, πάμπολλα ταξίδια φυλαγμένα στο μυαλό και την καρδιά μου, κι αυτά δεν μπορούσε καμιά κρίση να μου τα κλέψει. Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι Έλληνες που ονόμαζαν πλούσιους όσους είχαν κάνει πολλούς πλόες…

«Τέσσερα χρόνια μετά από την επιστροφή μου στην Ελλάδα, ξεκίνησα για την Αφρική μαζί με τη Χριστίνα Πεφάνη, με δυο μοτοσυκλέτες που ανακατασκεύασα μετά από έξι μήνες προσωπικής εργασίας. Αφού ολοκληρώσαμε μαζί το δυσκολότερο κομμάτι της Αφρικής, η Χριστίνα πέταξε μαζί με τη μοτοσυκλέτα της πίσω στην Ελλάδα. Εγώ ολοκλήρωσα αυτό το ταξίδι, το ‘’mad about Africa’’, το καλοκαίρι του 2016, μετά από τρία χρόνια και 96.000 χιλιόμετρα σε 39 χώρες».

Είχα ήδη αποδείξει, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου, πως ο καθένας μπορεί να ταξιδέψει τον κόσμο, αρκεί πραγματικά να το θέλει περισσότερο από καθετί άλλο στη ζωή του, γιατί οι θυσίες που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα δεν είναι λίγες. Οι πιο «αιματηρές» είναι εκείνες που έχουν να κάνουν με το βόλεμα και την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, που δημιουργεί η σταθερή ζωή και η ρουτίνα. Κλήθηκα να αποχωριστώ τους αγαπημένους μου ανθρώπους, αλλά και κάθε αίσθηση σιγουριάς. Τα επόμενα δυο χρόνια, έπρεπε να τα βγάζω πέρα με ελάχιστα χρήματα σε τόπους άγνωστους και κοινωνίες πολύ διαφορετικές απ’ αυτήν στην οποία είχα μεγαλώσει. Ο φόβος του άγνωστου υπάρχει στους περισσότερους, ακόμα κι όταν εκείνο το άγνωστο είναι ασφαλέστερο από τον γνωστό τόπο μας… Ευτυχώς δεν είχα τέτοιους φόβους μέσα μου και ήξερα καλά πως οι καρποί των κόπων μου άξιζαν κάθε θυσία!

«Στα είκοσι πέντε μου είχα ήδη πάμπολλα ταξίδια φυλαγμένα στο μυαλό και την καρδιά μου, κι αυτά, πίσω στην Ελλάδα, δεν μπορούσε καμιά κρίση να μου τα κλέψει».

Όσο βρισκόμουν στην Ελλάδα, ανασκουμπώθηκα για να ολοκληρώσω και να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο, το «27 πανσέληνοι στην Ανατολή». Εκεί ένιωσα την ανάγκη να περιγράψω όσα έζησα, αλλά και το χρέος να συστήσω στους αναγνώστες μου τους ανθρώπους που γνώρισα στην Ασία και την καθημερινή τους ζωή, που διαφέρει πολύ από την εικόνα που μας προβάλλουν τα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης.

Μαγειρεύοντας τραχανά για να φάνε με τον Φραντιέτιερ, έναν βοσκό που γνώρισε στο Λεσότο. «Κι αυτό το ταξίδι, το ‘’mad about Africa’’, μου έμαθε πολλά. Κατέρριψα αρκετά στερεότυπα που είχα στο μυαλό μου για την Αφρική. Είδα από πού προέρχεται ο πλούτος του Δυτικού κόσμου και υπό ποιες συνθήκες λεηλατούνται τα αιματοβαμμένα χώματα της αφρικανικής ηπείρου», γράφει ο Ηλίας Βροχίδης.

Οι πλόες μου, όμως, δεν είχαν τελειώσει… Μετά από τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα, μόχθησα για να συγκεντρώσω τους απαραίτητους πόρους και προετοίμασα την επόμενη, ακόμη μεγαλύτερη περιπέτειά μου.

Ξεκίνησα για την αφρικανική ήπειρο, αυτή τη φορά με δυο μοτοσυκλέτες, αφού μαζί μου ταξίδευε επί δέκα μήνες και η Χριστίνα Πεφάνη. Μόλις είχε μάθει να οδηγεί τη μοτοσυκλέτα που της έφτιαξα με τα χέρια μου, μετά από έξι μήνες προσωπικής εργασίας!

Παρέα με τους φιλικότατους ντόπιους σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Γουινέας.

Αφού ολοκληρώσαμε μαζί το δυσκολότερο κομμάτι της Αφρικής, εγώ έμεινα να εργαστώ για λίγο στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ενώ η Χριστίνα πέταξε μαζί με τη μοτοσυκλέτα της πίσω στην Ελλάδα. Τελικά ολοκλήρωσα το ταξίδι αυτό, το «mad about Africa», το καλοκαίρι του 2016, μετά από τρία χρόνια και 96.000 χιλιόμετρα σε 39 χώρες.

Βέβαια, κι αυτό το ταξίδι μου έμαθε πολλά… Κατέρριψα αρκετά στερεότυπα που είχα στο μυαλό μου για την Αφρική. Είδα από πού προέρχεται ο πλούτος του Δυτικού κόσμου και υπό ποιες συνθήκες λεηλατούνται τα αιματοβαμμένα χώματα της αφρικανικής ηπείρου. Ένιωσα στο πετσί μου τι θα πει ρατσισμός στην Αφρική και τι θα πει απαρτχάιντ στην Παλαιστίνη. Έχω, όμως, ακόμη να μάθω πολλά, οπότε μαντέψτε… Οι πλόες μου δεν έχουν τελειώσει ακόμη!

Διασχίζοντας τον Ισημερινό στην Ουγκάντα. «Γυρίζοντας τον πλανήτη απέδειξα, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου, ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς πλούσιος για να ταξιδέψει. Αρκεί να το θέλει περισσότερο από καθετί άλλο στη ζωή του», γράφει –αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις μας απέναντι στο βόλεμα και τη ρουτίνα– ο Ηλίας Βροχίδης.

//Για περισσότερες πληροφορίες ή για να προμηθευτείτε το βιβλίο «27 πανσέληνοι στην Ανατολή» του Ηλία Βροχίδη: http://madnomad.gr.

 

Διαβάστε ακόμα: Άκης Τεμπερίδης – Όσα μου έμαθε ο δρόμος

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top