Ο Ίβιτσα Όσιμ έφυγε ανήμερα της Πρωτομαγιάς σε ηλικία 81 ετών (Φωτογραφία: dayfr.com).

    Μια προσωπική συγκυρία με έφερε να γνωρίσω τον Ίβιτσα Όσιμ την πρώτη ημέρα που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα. Για ένα μήνα, στην ντουλάπα του σπιτιού που έμενα τότε, υπήρχαν μέσα τα ρούχα που είχε φέρει – πολλά εμπριμέ πουκάμισα. Αφού έκλεισε τη συμφωνία με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη συζητήσαμε για την εμφάνισή του. Είχε ήδη αρχίσει να με εμπιστεύεται και κατεβήκαμε μια βόλτα στο Κολωνάκι για κοστούμια, μονόχρωμα πουκάμισα και παπούτσια. Είχε πάρει δύο ζευγάρια Sebago από το Ritsi στην Τσακάλωφ. Όταν χρόνια αργότερα θα πήγαινα στο Γκράτς να τον δω, θα μου έλεγε «Ημαρτον πια! Αυτά τα παπούτσια που πήραμε τότε, ακόμα τα φοράω. Από τι είναι φτιαγμένα βρε παιδί μου και δεν χαλάνε με τίποτα;».

    Η μπάλα για τον Όσιμ δεν ήταν πόρνη – και by the way πόσο κρίμα είναι που αυτό έχουν όλοι να θυμούνται.

    Ο Ίβιτσα είναι ο άνθρωπος με τον οποίο έχω κάνει τις μακρύτερες συζητήσεις χωρίς διάλειμμα πάνω σε ένα θέμα. Μπορεί να βρισκόμασταν στις εννιά και μέχρι τις δύο τρεις τη νύχτα να μην έχουμε σηκωθεί, όλη η παρέα (συγκεκριμένα πρόσωπα ήμασταν, γύρω στους 4-5), ούτε δευτερόλεπτο για να μην χάσουμε μια λέξη του. Οι αναλύσεις του ήταν παροιμιώδεις και όποιος τον γνώρισε ξέρει πως δεν υπερβάλλω. Η μπάλα για τον Όσιμ δεν ήταν πόρνη – και by the way πόσο κρίμα είναι που αυτό έχουν όλοι να θυμούνται.

    Δεν του αρκούσε να νικήσει τον Ολυμπιακό, δεν καταλάβαινε γιατί να μην προσβλέπει στη νίκη επί της Μίλαν (Φωτογραφία: Kicker/Liedel). 
    [motto]Νύχτες ολόκληρες σκεφτόταν το σύστημα που θα έπαιζε σε σχέση με τις μεγαλύτερες δυνατότητες που ήθελε να αναπτύξει για τον κάθε παίκτη του ΠΑΟ και τον ίδιο τον ΠΑΟ.[/motto]

    Ηταν ο έρωτας της ζωής του και ποτέ δεν αφορούσε μόνο το τόπι. Ηταν μια ολόκληρη φιλοσοφία, κοσμοθεωρία, ψυχολογική ανάλυση, κοινωνική τοποθέτηση, είχε οικονομικές προεκτάσεις και κάθε λογής μεταφράσεις, ερμηνείες, παραλληλισμούς. Το ποδόσφαιρο ήταν η μικρογραφία της κοινωνίας, της ζωής, του ανθρώπου, των μικρών και μεγάλων της ψυχής, των κόμπλεξ και των απωθημένων, της ευφυίας και της βλακείας. Νύχτες ολόκληρες σκεφτόταν το σύστημα που θα έπαιζε σε σχέση με τις μεγαλύτερες δυνατότητες που ήθελε να αναπτύξει για τον κάθε παίκτη του ΠΑΟ και τον ίδιο τον ΠΑΟ. Δεν του αρκούσε να νικήσει τον Ολυμπιακό, δεν καταλάβαινε γιατί να μην προσβλέπει στη νίκη επί της Μίλαν.

    Με τον Μάικ Γαλάκο και τον Στράτο Αποστολάκη στον πάγκο του Παναθηναϊκού.

    Larger than life

    Δυστυχώς ήταν στην Ελλάδα την περίοδο που ο εμφύλιος μαινόταν στη χώρα του. Η οικογένεια του είχε από όλα: Σέρβους, Κροάτες, Μουσουλμάνους. Η οικογένεια Βαρδινογιάννη προσφέρθηκε τότε να βοηθήσει για να φυγαδευτούν η γυναίκα του και η κόρη του από το Σαράγιεβο, αλλά εκείνες δεν ήθελαν. Ιδίως η κόρη του, η Ίρμα, μια δυναμική προσωπικότητα που πρέπει να του έμοιαζε πολύ. Ο μικρός του γιος ήταν μαζί του εδώ στην Ελλάδα και ο μεγάλος εκτός πολέμου. Η θλίψη δεν τον άφησε ποτέ όσο ήταν στη χώρα μας. Λάτρευε την Άσα, τη γυναίκα του και κάθε μέρα πολέμου ήταν για εκείνον μια νέα πληγή. Και όμως, δεν φορτωνόταν σε κανέναν, δεν ζητούσε τίποτα.

    Ηταν βράχος ψυχής όπως και η κορμοστασιά του.

    Ηταν βράχος ψυχής όπως και η κορμοστασιά του. Περνούσαμε μαζί σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο, μετά τα ματς και την άλλη μέρα. Και πάντα μαγείρευε ο ίδιος –μόνο που δεν ήξερε να ανάβει το μπάρμπεκιου… (αλλά, όποτε το άναβε άλλος του έλεγε πώς να το κάνει)– και πάντα κερνούσε. Και όποτε τον έλεγαν αλκοολικό, γελούσε. Δεν απαντούσε, θύμωνε, αλλά του περνούσε. Ναι, ο Όσιμ έπινε. Αλλά ήξερε να πίνει και να μην μεθάει –διότι πάντα έπινε αργά, και με μεζέ μπροστά του. Ο Όσιμ δεν ήταν αλκοολικός. Τελεία και παύλα.

    Ηταν φίλος με τον Σάκοτα, έκανε πλάκα στον Μπάγιεβιτς, αλληλοειρωνευόντουσαν με τον Μάλκοβιτς, αναγνώριζε το μυαλό του Ιβκοβιτς (Φωτογραφία: wienerzeitung.at).

    Τον εκτιμούσαν όλοι, τον φοβόντουσαν λιγάκι κάποιοι, γιατί δεν χαριζόταν ποτέ, δεν έλεγε ψέματα με τίποτα.

    Εκείνος και οι άλλοι

    Ηταν φίλος με τον Σάκοτα, έκανε πλάκα στον Μπάγιεβιτς (που δεν την άντεχε πάντα μεταξύ μας), αλληλοειρωνευόντουσαν με τον Μάλκοβιτς, αναγνώριζε το μυαλό του Ίβκοβιτς και έδινε χαϊδευτικές σφαλιάρες στον Ράτζα και τον Κούκοτς. Βγαίναμε καμιά φορά με τον “kokkino Ianni” όπως φώναζε τον παιδικό μου φίλο Γιάννη Μώραλη του Ολυμπιακού. Συμπαθιόντουσαν ιδιαιτέρως και μαζί διαλογίζονταν για ώρες γύρω από τακτικές και αληθινές δυνατότητες, σχολίαζαν τη διεθνή σκηνή, πειραζόντουσαν για τα επερχόμενα ματς. Ετσι γίνεται όταν δύο νοήμονες άνθρωποι βρίσκονται μαζί στο ίδιο τραπέζι.

    Η νεαρή Μία Κόλλια με τον Ίβιτσα Όσιμ σε μια από τις πολλές συζητήσεις τους.

    Τον εκτιμούσαν όλοι, τον φοβόντουσαν λιγάκι κάποιοι, γιατί δεν χαριζόταν ποτέ, δεν έλεγε ψέματα με τίποτα, δεν άντεχε τους πονηρούς και μίζερους, τους διπρόσωπους κομπλεξικούς. Δεν άντεχε τους κοντόφθαλμους και τις ίντριγκες. Και για αυτό δεν έκανε για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Δεν μπορώ να γράψω φυσικά τα off the record του τότε Παναθηναϊκού, μπορώ να πω πως η υπόθεση Μπορέλι του στοίχισε την ηρεμία του και επίσης να διαβεβαιώσω πως οι επόμενες δύο χρονιές του Ρότσα με τους θριάμβους, οφείλονται σε εκείνον. Αλλωστε στη Στουρμ απέδειξε περίτρανα τι σημαίνει δάσκαλος όταν σε αφήνουν να κάνεις τη δουλειά σου. Με εκείνον στο τιμόνι της άλλαξε μορφή, πορεία, ιστορία. Δεν είναι τυχαίο που όλοι τον φώναζαν «Φίλοσοφ».

    Με παρακινούσε να σπουδάσω προπονήτρια γιατί «ξέρεις την ουσία του γηπέδου, βλέπεις καλά και οι γυναίκες εκτός από ευαίσθητες, που σημαίνει ότι μπορείτε να ερμηνεύσετε καλύτερα χαρακτήρες, είστε και πιο πονηρές από εμάς και βλέπετε πολλά επίπεδα που εμείς οι άνδρες δεν παίρνουμε καν χαμπάρι». Μετέφραζα μερικές φορές από τα γαλλικά κάποια λεγόμενά του όταν ήμασταν μαζί και δεν ήταν μαζί ο μεταφραστής του. Γιατί δεν αρνιόταν ποτέ την κουβέντα σε έναν άγνωστο.

    Το αντίο

    Στην Αυστρία συνάντησα έναν πιο… Αυστριακό Όσιμ. Εκεί πια έμενε με τη γυναίκα του και σαν σύζυγος δεν συμπεριφερόταν το ίδιο με πριν. Όμως, πάντα άκουγες τη βαλκανική καρδιά του να χτυπά. Όταν τον ρωτούσα πώς μπορεί να ζει σε μια χώρα που σε καταγγέλλει ο γείτονας αν γυρίσεις τρεις φορές τη μίζα στο παγωμένο αυτοκίνητο, απαντούσε πως οι κανόνες μας κάνουν ανθρώπους. Ηταν κάθετος και αμετακίνητος σε πολλά. Και υπεραναλυτικός, σαν γυναίκα σχεδόν. Κάθε διάσταση ενός θέματος θα έμπαινε επί τάπητος στο λόγο και στη σκέψη του.

    Ηταν προπονητής της ενωμένης Εθνικής Γιουγκοσλαβίας και αν δεν είχε γίνει ο πόλεμος, θα τους είχε πάει πολύ μακριά.

    Ολη του η γηπεδική φιλοσοφία συμπυκνωνόταν σε ένα ζητούμενο «πώς να δημιουργήσεις τον έναν παίκτη παραπάνω» (Φωτογραφία: deutschlandfunk.de).

    Ολη του η γηπεδική φιλοσοφία συμπυκνωνόταν στο εξής: «πώς να δημιουργήσεις τον έναν παίκτη παραπάνω». Και για αυτό, πίστευε ότι η ταχύτητα είναι το πρώτο ζητούμενο, παρότι λάτρευε την τεχνική.

    Ήταν και προπονητής της ενωμένης Εθνικής Γιουγκοσλαβίας και αν δεν είχε γίνει ο πόλεμος, θα τους είχε πάει πολύ μακριά. Νομίζω πως θα πέθανε με τον καημό της χώρας που αγάπησε και είδε να χάνεται. Ενας άνθρωπος σοφός, βαθιά ενωτικός και βαθιά δημοκράτης. Τον αγάπησα πολύ και ειλικρινά. Τον αποχαιρετώ με σεβασμό. Είναι ο σπουδαιότερος άνθρωπος του ποδοσφαίρου –συνολικά- που γνώρισα ποτέ.

     

    Διαβάστε ακόμα: Ο Ντούντα, από καρδιάς…

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top