Το έτος 1905 ο επιθεωρητής εκπαίδευσης Σ.Μ. Μπάρετ πήρε μία εκ βαθέων (λέμε τώρα) συνέντευξη από τον βετεράνο πολεμιστή των Απάτσι, Τζερόνιμο, και συναρμολόγησε τις απαντήσεις του συγκροτώντας μιαν (αυτό)βιογραφία, που εκδόθηκε και στα ελληνικά, σε μετάφραση της Ροζίνας Μπέργκνερ, από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, υπό τον τίτλο: «Τζερόνυμο. Τα απομνημονεύματα ενός Ινδιάνου επαναστάτη».
Σε αυτό το βιβλίο βασίζεται εν πολλοίς η δική μου αφήγηση, αν και γεγονός είναι ότι η αυτοβιογραφία έχει στο μεταξύ επανεκδοθεί από την Άγρα, και σε εμπλουτισμένη μορφή, αλλά δεν έχω προλάβει να τη διαβάσω. Όταν το κάνω, ίσως γράψω ένα σίκουελ.
Προς το παρόν, οφείλω να παρατηρήσω ότι η λέξη «επαναστάτης» μάλλον αδικεί τον Τζερόνιμο, που ήταν αντάρτης αρχαϊκού τύπου, και μιαν έγνοια είχε μόνο, σύμφωνα με δική του περίφημη δήλωση: «Όσο ζω, θέλω να ζω καλά».
Δεν θα είναι τυχαίο που το πραγματικό όνομα του Τζερόνιμο ήταν Γκογιάκλα (αν το προφέρω σωστά), όπερ σημαίνει: Ο-άνθρωπος-που-χασμουριέται. Νομίζω λοιπόν ότι οι ορθόδοξοι επαναστάτες τον Τζερόνιμο θα τον έλεγαν περίπου μικροαστό, ου μην και κυρ Παντελή. Προφανώς, εκείνος θα τους άκουγε και θα χασμουριόταν μακάρια.
Αλλά η μακαριότητα πήγε περίπατο όταν ο Γκογιάκλα έγινε τριάντα ετών, οπότε μια συμμορία Μεξικανών και εχθρικών Ινδιάνων έσφαξαν τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Ο Γκογιάκλα επέζησε της επιδρομής, και ασφαλώς πήρε το μονοπάτι του πολέμου, που ύστερα έγινε βουλεβάρτο, με μιαν αγριότητα χωρίς προηγούμενο.
Aν ισχύουν οι φήμες, το ένδοξο όνομα Τζερόνιμο οφείλεται στις απελπισμένες κραυγές των Μεξικανών, όταν ο Ινδιάνος εκδικητής τούς ξεκοίλιαζε και τους έπαιρνε το κεφάλι (μαζί με το σκαλπ), κι εκείνοι επικαλούνταν τον άγιο Ιερώνυμο, βαφτίζοντας τον εκτελεστή τους σε αίμα και πυρ, και άλλα τινά. Οι πύλες της κόλασης είχαν ανοίξει.
Ο άγιος Ιερώνυμος ξέρουμε ότι αναθεώρησε τις επίσημες, λατινικές εκδοχές της Αγίας Γραφής, και τη μετέφρασε εκ νέου, σε μια λαϊκή και δημώδη λαλιά, που έλαβε το όνομα Vulgata, τουτέστιν κοινή – εξ ης ο κατοπινός αγγλικός όρος vulgar, που σημαίνει χυδαίος, άγριος ή ωμός, και συχνά περιγράφει μακελειά και σφαγές.
Του Τζερόνιμο ήταν οι πιο τρομερές (οι σφαγές), ειδικά όταν μπήκε στον αγώνα κατά του αμερικανικού στρατού, κι έχασε κατά κυριολεξίαν το μέτρημα των νεκρών. Το πεδίο δράσης του ήταν η Αριζόνα, η γενέτειρα γη των Απάτσι. Αν και παραδόθηκε δυο φορές στο ιππικό, άλλες τόσες απέδρασε και συνέχισε τον αγώνα, κερδίζοντας τον τίτλο «Σαμάνος του πολέμου». Ποιος; Ο άνθρωπος που χασμουριόταν!
Τελικά, και παρ’ όλο που δεν έχασε ούτε μια μάχη, ο Τζερόνιμο αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 27 Μαρτίου 1886, επειδή η πείνα είχε εξαντλήσει τους άνδρες του. (Το ίδιο συνέβη και στον γενναίο αρχηγό Τρελό Άλογο, την ιστορία του οποίου ο αγαπητός αναγνώστης μπορεί να βρει σε παλαιότερο κείμενο της στήλης αυτής.)
Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, ο Τζερόνιμο είπε: «Δεν έχω πολλά να πω. Παραδίνομαι. Είμαστε όλοι σύντροφοι, αποτελούμε μια οικογένεια, μια ομάδα. Ό,τι λένε οι άλλοι λέω κι εγώ. Εναποθέτω τη ζωή μου στα χέρια σας. Κάντε με ό,τι θέλετε. Παραδίνομαι. Παλιά κάλπαζα με συντροφιά τον άνεμο. Τώρα παραδίνομαι. Αυτό είναι όλο».
Aλλά δεν ήταν όλο αυτό: την επαύριον ο Τζερόνιμο έφυγε από τον καταυλισμό, επειδή ένας λευκός πούλησε στους Ινδιάνους νοθευμένο ουίσκι και τους έκανε τύφλα. Ο Τζερόνιμο κι ένας συμπολεμιστής του, ο Ναΐς, κρύφτηκαν για πέντε μήνες στο Μεξικό, όμως αναγκάστηκαν και πάλι να παραδοθούν, καθώς δεν είχαν αρκετές προμήθειες.
Κι αυτή τη φορά, αυτό ήταν όλο: στις 4 Σεπτεμβρίου οι φυγάδες οδηγήθηκαν στη Φλόριντα (με τρένο) κι εγκαταστάθηκαν σε καταυλισμό υπό την εποπτεία του στρατού. Έκτοτε (για τα επόμενα είκοσι χρόνια), ο Τζερόνιμο εντάχθηκε σε μια σέκτα Ολλανδών μεταρρυθμιστών, έγινε αγρότης και δάσκαλος στο κατηχητικό, και κατέληξε έμπορος και καρικατούρα του εαυτού του: πουλούσε τις φωτογραφίες του, μαζί με τόξα και βέλη, στα πανηγύρια.
Το ξέρω ότι είναι θλιβερό, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα, που ευθύς αμέσως θα γίνουν χειρότερα: στις 16 Φεβρουαρίου 1909, καθοδόν για να πουλήσει ένα τόξο, ο Τζερόνιμο λιποθύμησε (μεθυσμένος) στον δρόμο, όπου πέρασε όλη τη νύχτα, μάλιστα υπό βροχήν. Την άλλη μέρα τον πήγαν στο νοσοκομείο, κι εκεί πέθανε.
Η αυτοβιογραφία του κλείνει με μιαν έκφραση ελπίδας, όταν ο Τζερόνιμο λέει ότι οι Απάτσι θα ξεχνούσαν τις αδικίες και θα συμφιλιώνονταν με τους λευκούς, αρκεί να τους άφηναν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Οι Ινδιάνοι, κατανοείτε, ήταν πρόσφυγες.
«Αν αυτό δεν συμβεί όσο είμαι ζωντανός», καταλήγει ο Τζερόνιμο, «αν πεθάνω στην αιχμαλωσία, εύχομαι να παραχωρήσουν στους επιζώντες της φυλής Απάτσι, όταν δεν θάμαι πια ανάμεσά τους, το προνόμιο που ζητούν – την επιστροφή στην Αριζόνα».
Το κρανίο του Τζερόνιμο λέγεται ότι το έκλεψε κάποιος Πρέσκοτ Μπους (της γνωστής οικογενείας), που ήταν μέλος της διαβόητης αδελφότητας «Κρανίο και οστά» – προφανώς και είναι ειρωνεία. Οι απόγονοι του πολεμιστή έχουν υποβάλει μηνύσεις, ζητώντας την επιστροφή του κρανίου, αίτημα που νομίζω ότι εκκρεμεί μέχρι σήμερα.
Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές πέφτουν θαρρετά στο κενό, ήδη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, λαλώντας δυνατά το όνομά του, Geronimoοo!, με ένα στόμα που ανοίγει σαν σε μακάριο χασμουρητό. Θέλω να πω: Good night, sweet prince.
Διαβάστε ακόμα: Ο Πουριτανός Προτέκτορας Όλιβερ Κρόμγουελ.