kolonaki

Το Κολωνάκι ανήκει σε όλους τους Έλληνες. Είναι λίγο σαν τη Μύκονο. Κι ας το κράζουμε όλοι. Το αγαπάμε.

Υπάρχει το λεγόμενο «βαθύ Κολωνάκι». Αυτό είναι το Κολωνάκι των πραγματικά σνομπ, αυτών δηλαδή που είναι τόσο σνομπ που υποκρίνονται σχεδόν πειστικά πως δεν είναι. Αυτοί είναι οι «παλιοί αστοί» της «παλιάς» Αθήνας, οι οποίοι είναι άνω των 50, έχουν κατά κανόνα χάσει τα λεφτά τους, αλλά έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στο Κολωνάκι.

Τους ξεχωρίζουμε γιατί μιλούν στον πληθυντικό στα γκαρσόνια και στους μετανάστες, και το Φίλιον επιμένουν να το αποκαλούνε Ντόλτσε. Αυτοί οι λίγοι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αθήνα -μάλλον προς Κυψέλη μεριά- είναι οι γονείς των, ας τους πούμε, «πραγματικά» αστών. Αυτοί σπούδασαν όλοι σχεδόν, έμαθαν ξένες γλώσσες, πέρασαν απ’ το Παρίσι, κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο και κατόπιν μας κυβέρνησαν κατ’ εξακολούθησιν με παταγώδη αποτυχία από τη Μεταπολίτευση και μετά.

Μέσα σ’ αυτήν την κατηγορία απαντάται σε μεγάλα ποσοστά η μειοψηφούσα ή και ανύπαρκτη σε άλλες περιοχές υποκατηγορία «ΚΚΕ Εσωτερικού και Κολωνάκι». Τα χαρακτηριστικά της είναι γνωστά και οικεία σε όλους. Τόπος συνάντησης η Δεξαμενή, στην οποία η υποκατηγορία «ΚΚΕ Εσωτερικού και Κολωνάκι» φέρνει τα παιδιά της για να μεγαλώσουν στον κόσμο τους, δηλαδή αναμεταξύ τους, και τα αμελεί πίνοντας ούζα.

Βρισκόμαστε τώρα κάπου μέσα στην πονεμένη δεκαετία του ‘80. Μεταξύ των παιδιών που κουτρουβαλάνε μανιασμένα τα σκαλιά, υπάρχουν παιδάκια που οι γονείς τους ψηφίζουν ή ΝΔ ή ΚΚΕ Εσωτερικού. Παιδάκια ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ δεν έχει, εκτός κι αν ντρέπονται και δεν το λένε. Κάπου εκεί τρέχω κι εγώ κυνηγώντας μια μπάλα ή το bmx του Γιαννάκη, ή τον Γιαννάκη, με καρούμπαλα από τις τούμπες στις προαναφερθείσες σκάλες, αλλά χωρίς ακόμα ταξική ή κομματική συνείδηση. Στο φυσικό μου χώρο.

Έχει κλείσει το Free Shop της Σκουφά, αλλά και το Rock’n’Roll, το Pop Eleven προ πολλού, όπως έχει ρημάξει πιο κάτω και η Ιπποκράτους της εφηβείας μου με το Πάρα πέντε και τη Βαβέλ…

Μετά από λίγα χρόνια, απέναντι, θα άνοιγε το δυσπρόφερτο Mohnblümchen, όπου θα ξόδευα συχνά τα λεφτά μου, μέχρι που μου σώθηκαν. Μετά έκλεισε κι αυτό. Εν τω μεταξύ, έχει κλείσει το Free Shop της Σκουφά, αλλά και το Rock’n’Roll, το Pop Eleven προ πολλού, όπως έχει ρημάξει πιο κάτω και η Ιπποκράτους της εφηβείας μου με το Πάρα πέντε και τη Βαβέλ. Έκλεισε και το Guru, που ναι μεν δεν ήταν στο Κολωνάκι αλλά μάζευε όλο το Κολωνάκι κι εκεί υπέστημεν πλήγμα τεράστιο.

Εντάξει, τα μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν, αυτά είναι προσωπικά κωλύματα. Η νοσταλγία είναι μια υπόθεση βαρετή που χτυπάει αδιακρίτως όλους τους ανθρώπους κάποιας ηλικίας για τότε που ήμασταν νέοι και νομίζαμε ότι όλα είναι χάλια, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απλώς τέλεια και δεν το ξέραμε. Η κανονικότητα είναι σαν την υγεία. Όσο την έχεις δεν την εκτιμάς.

Όταν όμως αρχίσεις να χάνεις ένα-ένα όλα σου τα πατήματα -πρώτα το Berlin στην πλατεία, μετά τη Χάρητος και το Wild Rose πιο κάτω, μεθυσμένοι στο Λυκαβηττό κι αυτός ο Ιγκόρ από κάποια πρώην Γιουγκοσλαβία που φιλούσε υπέροχα- τότε σου λείπει.

Αλλάζεις συνοικία, τάξη και ασφάλεια, έρχονται νέοι πληθυσμοί. Αλλά το Κολωνάκι ανήκει σε όλους τους Έλληνες. Είναι λίγο σαν τη Μύκονο. Κι ας το κράζουμε όλοι. Το αγαπάμε.

Είναι ωραία γειτονιά το Κολωνάκι, κεντρική, την αγκαλιάζει ο Λυκαβηττός και τη χαϊδεύει ο Εθνικός Κήπος, έχει ενδιάμεσα αρκετό μπετόν, βλάκες και φασαρία, αλλά είσαι μέσα σ’ όλα. Απλώς δεν έχει πια πού να φας σαν άνθρωπος (εντάξει, έχει το Καφενείο, αλλά χωρίς τον γηραιό σερβιτόρο) και πού να κάτσεις.

Ή μπορεί και να λέω βλακείες και κάνω σαν όλους τους «γέρους» που δεν τους αρέσει τίποτα. Ευτυχώς, τα Εξάρχεια είναι λίγο πιο κάτω. Με τη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Θα σας πω ένα μυστικό. Εκεί κρύβεται η νέα γενιά από το τελευταίο βαθύ Κολωνάκι. Εκεί συναντιέται κάθε Σάββατο, τρομαγμένη, για ν’ αγοράσει φασολάκια. Πού λεφτά για ούζα. Πάνε αυτά.

Φυσικά, υπάρχουν κι άλλες κατηγορίες αστών, σε άλλες συνοικίες. Εγώ αυτήν ξέρω, αυτήν εμπιστεύομαι.

 

Διαβάστε ακόμα: Η ξεπεσμένη αστή, τη μαμά στον Βασιλόπουλο.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top