O Kώστας Γκουσγκούνης ήταν ο δικός άνθρωπος επί της κλίνης.

Για το πρώτο φροντιστήριο της ερωτικής πράξης, τότε που ακόμη έφηβοι αντιλαμβανόμασταν το πέος σαν αναμμένο πυρσό που έκαιγε εμάς αντί κάποιο άλλο σώμα -κλασική περίπτωση αυτοανάφλεξης- χρειάστηκε να κάτσουμε στα θρανίο των συνοικιακών σινεμά, προς άγραν δανεικών κινηματογραφικών χυμών.

Το ξέστηθο ρίγος των γυναικών ήταν στα μάτια μας μια οργασμική έκρηξη πάμφωτης ηδονής. Τα ανοιγμένα τους πόδια -με το δασύτριχο όρος της Αφροδίτης- γινόταν μια ρόδινη σταύρωση, οι κραυγές τους ένας οξύηχος τόνος που ερχόταν από τα βάθη της Εδέμ.

Εκεί που αισθανόσουν το θάλπος των χυμών να αναβλύζει μέσα σου, ερχόταν ο πορθητής Γκουσγκούνης να πράξει τα δέοντα. Εκσπερμάτιση διά αντιπροσώπου.

Την κατάλληλη στιγμή, εκεί που αισθανόσουν το θάλπος των χυμών να αναβλύζει μέσα σου, αλλά, όχι, δεν μπορούσες να φτάσεις στην κορύφωση όντας έξω από τη μάχη, ερχόταν ο πορθητής ηθοποιός να πράξει τα δέοντα. Το λες και εκσπερμάτιση διά αντιπροσώπου.

Ο μέγας φροντιστής του μέσου έλληνα εφήβου υπήρξε για δεκαετίες ο Κώστας Γκουσγκούνης. Μπορεί οι σημερινοί νέοι να είναι εθισμένοι στη βιομηχανική αυταπάτη του Pornhub ή στη δήθεν ερασιτεχνική ελευθεριότητα των χρηστών του OnlyFans, ωστόσο οι παλαιότεροι γνωρίζουν πολύ καλά πως τα «δύο έργα σεξ, η αίθουσα κλιματίζεται» ήταν το άντρο της ιμερικής χώρας, την οποία κατοίκησαν με την ορμή των πρώτων κονκισταδόρες.

Τα τσοντοσινεμά ήταν το λημέρι των πατεράδων μας, το κρησφύγετο των θείων μας, η μονιά των μεγάλων αδελφών μας. Στο τέλος, εμείς οι πιο νέοι, κάτι πιάσαμε πριν χαθεί η αθώα μαγεία. Kάτι σαν θυμιατό από παλαιό ερωτικό ναό, μάς ήρθε στα ρουθούνια. Ο μύστης, ωστόσο, παρέμενε ένας, όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Αν έπρεπε να προσφέρουμε τον οβολό μας σε έναν άνθρωπο που μας βάφτισε στα άτσαλα νερά του τότε ανδρισμού, αυτός θα ήταν ο Γκουσγκούνης. Και μάλιστα με τόκο.

Ο Γκουσγκούνης ήταν ναΐφ. Τραχύς και ακατέργαστος σαν τις σκληρές πέτρες του βουνού.

Ο Γκουσγκούνης δεν υπήρξε ποτέ ρηχός. Ήταν σοβαρός στα σοβαρά και αστείος στα αστεία.

Τούτος ο ελληνοπρεπής επιβήτορας, στα μέτρα και την όψη ενός αρχαϊκού Καραγκιόζη, δεν έγινε η επιτομή του ερωτισμού για τη χάρη του λυγερόκορμου physique του. Δεν υπήρξε ευειδής, δεν ήταν καλλιεπής, δεν έριχνε τις γυναίκες με σκέρτσα οξφορδιανού δανδή.

Υπήρξε το αντιπαράδειγμα του φλογερού εραστή – όπως τυχόν τον έχουμε στο μυαλό μας σε μια ιδανική σκηνή κλινοπάλης όπου η γυναίκα φλέγεται για τον λατρεμένο Ρωμαίο της κι εκείνος μαίνεται για την αγγελική Ιουλιέτα του. Ο Γκουσγκούνης ήταν ναΐφ. Τραχύς και ακατέργαστος σαν τις σκληρές πέτρες του βουνού. Φορούσε την πορφύρα του τροπαιούχου κι ας ήταν φτηνή και τρυπημένη. Τη δουλειά της την έκανε.

Οι ατάκες του θα μπορούσαν να ήταν θαυμαστές καταλήξεις σε ευφάνταστα ανέκδοτα («έχουμε φακές σήμερα; Κάτσε να σε γαμήσω»). Οι ερωτικές του επιδόσεις δεν έφταναν στο επίπεδο του προσοντούχου Τζον Χολμς που εκείνα τα χρόνια ήταν στην αφρόκρεμα των ερωτικών ταινιών, αλλά, πώς να το κάνουμε, ήταν ο εραστής της διπλανής πόρτας. Κάπως σαν εμάς, κάτι από εμάς, εμείς, ξανά, διά αντιπροσώπου.

Ο Γκουσγκούνης ήταν η αντιστροφή του ιδεατού κι αυτό τον έκανε εύκολα ταυτόσημο με μια πραγματικότητα που δεν καταδεχόταν να γίνει πλασματικότητα. Στον κόσμο μας οι γυναίκες δεν έχουν (όλες) τορνευτά οπίσθια και λαμπικαρισμένα στήθη. Επίσης, οι άντρες δεν είναι (πάντα) γυμνασμένοι και τα μόριά τους δεν εξακοντίζονται ως τα ουράνια.

Ο Γκουσγκούνης δεν υπήρξε ποτέ ρηχός. Ήταν σοβαρός στα σοβαρά (υπήρξαν και αυτά) και αστείος στα αστεία.

Ο Γκουσγκούνης έμαθε σε μια γενιά ανδρών να παίζει μπαλίτσα με ό,τι είχε, ό,τι της έδωσε η φύση. Το σημαντικότερο ήταν το attitude, και όχι οι αθλητικές επιδόσεις. Όποιος πιστεύει πως το σεξ είναι αγώνας ταχύτητας για κορμιά που λιπαίνονται από την εγωιστική τους αγλωσσία (πω πω τι άντρακλας είμαι…), ξεχνούν πως το κατεξοχήν άθλημα του σεξ είναι το άλμα εις βάθος. Όσο πιο βαθιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μπορεί ο καθένας.

Όπως είπε ο Κωστής Παπαγιώργης: «Η χυδαιότητα ή η ευγένεια είναι ζητήματα της ψυχής και όχι της σάρκας». Τω όντι, ο Γκουσγκούνης υπήρξε ψυχάρα.

Ε, ο Γκουσγκούνης δεν υπήρξε ποτέ ρηχός. Ήταν σοβαρός στα σοβαρά (υπήρξαν και αυτά) και αστείος στα αστεία. Βούτηξε σε πολλά αιδοία και μπράβο του και άξιος, για να χρησιμοποιήσουμε και έναν τίτλο ταινίας του. Άξιος όχι για την πλησμονή της προσφερόμενης σάρκας, αλλά για τον αυτοσαρκαστικό τρόπο που το έκανε. Χωρίς χυδαία εκζήτηση, χωρίς ακκισμούς. Όπως πολύ σωστά έλεγε και ο Κωστής Παπαγιώργης: «Η χυδαιότητα ή η ευγένεια είναι ζητήματα της ψυχής και όχι της σάρκας». Τω όντι, ο Γκουσγκούνης υπήρξε ψυχάρα.

Ο Γκουσγκούνης ήταν η αντιστροφή του ιδεατού κι αυτό τον έκανε εύκολα ταυτόσημο με μια πραγματικότητα που δεν καταδεχόταν να γίνει πλασματικότητα.

Στο μεταξύ, εμείς οι πάντα αισθηματίες θα ονειρευόμαστε μια γυναικεία οπτασία που θα συναντήσουμε τυχαία στο δρόμο και θα φοράει ένα κοντό μπλε φουστάκι κολλητό πάνω στο σώμα της και μια λεπτή διάφανη μπλούζα όπου θα αχνοφαίνεται το αμάραντο ρόδο του στήθους της. Ο καθείς και τα όπλα του.

Aκόμη κι έτσι, όμως, ο Γκουσγκούνης μάς άνοιξε το σουσάμι ενός πρωτόγονου ερωτισμού κι από μέσα ξεχύθηκαν χίλιες και μια ηδονές (και χοντροκομμένες, αλλά αθώες πλάκες). Το μυαλό μπορεί να ξεχνάει, το σώμα ποτέ.

 

Διαβάστε ακόμα: «Έτσι θα κατακτήσετε μια γυναίκα»: οι συμβουλές του ρωμαίου ποιητή Οβίδιου, σε χιουμοριστική μετάφραση.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top