maxresdefault

«Φτωχός δεν είναι αυτός που έχει λίγα, αλλά αυτός που θέλει περισσότερα».

Γεννήθηκα σε μια φτωχογειτονιά στον Βύρωνα το 1931. Τα πρώτα χρόνια τα έζησα στον προσφυγικό καταυλισμό του Κοπανά, όπου μετά την Καταστροφή του ’22 είχαν εγκατασταθεί χιλιάδες πρόσφυγες γύρω από τα λατομεία. Το «πατρικό» μου τότε ήταν ένα άδειο μαγαζί –ένα δωματιάκι δηλαδή που ίσα ίσα χωρούσαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου κατάφερε και βρήκε δουλειά ως εργοδηγός στην εταιρεία ασφαλτοστρώσεων ΒΙΟ κι έτσι μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Ούτε κι εκεί, όμως, τα πράγματα ήταν εύκολα. Βλέπεις, ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής –κανονικός, παλαιάς κοπής, όχι μουσαντένιος. Από εκείνους που δεν υποθήκευαν τα στρέμματα της καρδιάς τους και τα «πιστεύω» τους σε κανέναν. Γι’ αυτό και κυνηγήθηκε λυσσασμένα. Μου πήρε χρόνια να κλείσω αυτές τις πληγές, να αφήσω πίσω μου το φόβο ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να τον σέρνουν δεξιά και αριστερά και να τον χτυπούν.

Με τον πατέρα μου μονίμως «κυνηγημένο» σαν το αγρίμι και τη μάνα να τα φέρνει δύσκολα βόλτα, βγήκα από παιδί στο κουρμπέτι. Θα ’μουν δεν θα ’μουν έντεκα χρονών. Πουλούσα τσιγάρα με το κασελάκι, ενώ παρίστανα και τον αβανταδόρο, το «λαμόγιο» δηλαδή όπως λέγαμε τότε, στους παπατζήδες και τους ρουλετατζήδες της πόλης. Η δουλειά μου ήταν η εξής: Όταν γύριζε, δήθεν, να βήξει ο παπατζής, να τσαλακώνω τον «παπά» στην άκρη και να τον δείχνω στο «ψιμάρι», το κορόιδο κοινώς, που έπαιζε. Μόλις ο παπατζής ξαναγυρνούσε έπειτα από το ψεύτικο φτέρνισμα, συνέχιζε να γυρνάει τον «παπά», ξεδιπλώνοντας με το μικρό του δαχτυλάκι το φύλλο και «τσακίζοντας» κάποιο άλλο. Αν ήταν «μαέστρος» στη δουλειά, το κορόιδο την πατούσε πάντα. Κι εμείς βγάζαμε χαρτζιλίκι. Βέβαια, κάποια στιγμή τα παράτησα όλα αυτά, έπειτα από μια κουβέντα της μάνας μου. Τη θυμάμαι ακόμα σαν να ’ναι τώρα. «Παιδί μου, πρόσεχε τι κάνεις και πού μπλέκεις, γιατί αν μπεις φυλακή θα λένε όλοι ‘’Εμ, λογικό είναι από κομμουνιστή πατέρα να βγει αλήτης γιος”». Τα λόγια της έπεσαν σαν πέλεκυς στο κεφάλι μου. Δεν ήθελα κανείς να μας προσάψει τίποτα για όσα πιστεύαμε…

«Άλλες φορές κλέβαμε τσεμπέρια από το εργοστάσιο ενός Αρμένη και τα πουλούσαμε στον Βαρδάρη για να ’χουμε χαρτζιλίκι να πάμε στην Μπάρα, την περιοχή με τις πόρνες…»
02

Οι γονείς του Κώστα Βουτσά.

Συχνά πήγαινα στο στρατόπεδο του «Παύλου Μελά», εκεί που κρατούσαν οι Γερμανοί τους Άγγλους αιχμαλώτους και αντάλλασσα μαζί τους, στα κάγκελα, τσιγάρα «Στούκας» (σ.σ.: κακό χαρμάνι δηλαδή) που υπήρχαν σε αφθονία, για να πάρω μερικά καλά αγγλικά και να τα πουλήσω στο χρηματιστήριο που βρισκόταν τότε Βαλαωρίτου και Ίωνος Δραγούμη. Με αγαπούσαν πολύ εκεί. Όταν όλοι οι άλλοι τσιγαράδες περίμεναν απ’ έξω με τις κασέλες, εγώ έμπαινα μέσα στα μουλωχτά και ξεπουλούσα. Πακέτο δεν έμενε. Θυμάμαι, μια φορά πηγαίνοντας προς το χρηματιστήριο με είχε σταματήσει ένας Γερμανός φαντάρος και μου είχε κλέψει όλη την πραμάτεια. Πάνω από 10-15 πακέτα –κανονική καταστροφή για μένα! Έφτασα στη Βαλαωρίτου κλαίγοντας. Όταν οι άνθρωποι στο Χρηματιστήριο είδαν το κασελάκι άδειο, με ρώτησαν τι είχε συμβεί. Τους είπα και αμέσως έκαναν έρανο για να «ρεφάρω» τη ζημιά. Με τη στάση τους, αντί να γεμίσουν την καρδιά μου με μίσος, της έδειξαν πώς να αγαπάει, να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα του διπλανού.

Άλλες φορές πάλι πηγαίναμε και κλέβαμε τσεμπέρια από το εργοστάσιο ενός Αρμένη και τα πουλούσαμε στον Βαρδάρη για να ’χουμε χαρτζιλίκι να πάμε στην Μπάρα, την περιοχή με τις πόρνες. Μια φορά, βέβαια, κάποιος μας «τσίμπησε» κοντά στο εργοστάσιο και, μόλις κατάλαβε την κομπίνα, μου ζήτησε να πάω την επομένη με τη μάνα μου, αλλιώς θα μας αποκάλυπτε. Τι να κάνω κι εγώ, πήγα σε μια πουτάνα στην Μπάρα και την πλήρωσα να παραστήσει τη μάνα μου, μπας και γλιτώσουμε. Όταν πεινάς, ή όταν είσαι σε κίνδυνο, μπορείς να σκαρφιστείς τα πάντα για να επιβιώσεις.

«Θυμάμαι ακόμα τη μάνα μου σαν να ’ναι τώρα: «Παιδί μου, πρόσεχε τι κάνεις και πού μπλέκεις, γιατί αν μπεις φυλακή θα λένε όλοι ‘’Εμ, λογικό είναι από κομμουνιστή πατέρα να βγει αλήτης γιος”».

Μια εποχή με είχε βάλει στο μάτι ένας ανθυπομοίραρχος της χωροφυλακής –Μακρής θαρρώ ήταν το όνομά του και αν θυμάμαι καλά ενεπλάκη στην πορεία και στο φόνο του Λαμπράκη. Αυτός, λοιπόν, μου έκανε τη ζωή δύσκολη επειδή μοίραζα αριστερές προκηρύξεις στα σινεμά. Πηγαίναμε στο Διονύσια, στο Τιτάνια, στο Παλάς, παιδάκια εμείς, και τις πετούσαμε από τον εξώστη. Μέχρι που μια μέρα μας έπιασε στα πράσα. Βρήκε, μάλιστα, μέσα στο αμπέχωνό μου ένα σημειωματάριο με ένα ποίημα από τα «Αετόπουλα» –το παιδικό κίνημα του ΕΛΑΣ. Την επόμενη μέρα ήρθε στο σχολείο και το έδειξε στον διευθυντή, έχοντας προσθέσει από κάτω μόνος του «Ζήτω η κόκκινη σημαία, κάτω η ελληνική!». Όμως, ήταν τόσο προφανής η προβοκάτσια, λόγω γραφικού χαρακτήρα, που ο διευθυντής την κατάλαβε και, παρότι του είπε ότι θα με τιμωρήσει παραδειγματικά, εν τέλει, όταν μείναμε μόνοι μας, απλώς μου χαμογέλασε, χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι. Ήταν καλός άνθρωπος…

03

«Όταν έχεις ζήσει τη φτώχεια, το πρώτο που μαθαίνεις είναι ο εαυτός σου».

Στα πρώτα χρόνια μου στο θέατρο, «όργωσα» την Ελλάδα με τα μπουλούκια. Δύσκολη εποχή. Στραγάλια τρώγαμε για να ξεγελάσουμε την πείνα μας. Κι αν η παράσταση δεν πήγαινε καλά, ερχόταν ο επιχειρηματίας και έλεγε «Παιδιά ναυάγιο, ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Τότε ήξερες ότι ήσουν πάλι στο δρόμο. Ο καθένας για την πάρτη του. Μια φορά στις Σάπες, κοντά στην Αλεξανδρούπολη, δεν είχα καν λεφτά να γυρίσω πίσω, οπότε βρέθηκα να περπατάω με τη βαλίτσα στο χέρι στον επαρχιακό, παρακαλώντας να σταματήσει κανάς χριστιανός να με πάρει μαζί του. Ευτυχώς βρήκα ένα φορτηγό με πατάτες, βούτηξα στην καρότσα και γύρισα πίσω. Μια άλλη φορά πάλι δεν είχα να πληρώσω το ξενοδοχείο. Τότε κάναμε την εξής κομπίνα. Φτιάχναμε βαλίτσες από κόντρα πλακέ και τις καρφώναμε στο δωμάτιο, ώστε αν έμπαινε ο ξενοδόχος να τσεκάρει, να έβλεπε τη βαλίτσα και να νόμιζε ότι είναι γεμάτη πράγματα όταν θα δοκίμαζε να τη σηκώσει. Έτσι, θα πίστευε ότι είμαστε ακόμα εκεί. Και τι δεν σκαρφιζόμασταν…

Αυτές τις εμπειρίες δεν τις ανταλλάσω ούτε με όλο το χρυσάφι του κόσμου. Ξέρεις γιατί; Με κράτησαν προσγειωμένο όταν άρχισα να βγάζω πολλά χρήματα και να γίνομαι γνωστός. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη και ήξερα ακριβώς ποιος ήμουν, ένιωθα λες και κουβαλάω ακόμα το κασελάκι μου στη Θεσσαλονίκη ή πως τρέχω ξοπίσω από μπουλούκια, καταδικασμένα να διαλυθούν στην πρώτη αποτυχία. Όταν έχεις ζήσει τη φτώχεια, το πρώτο που μαθαίνεις είναι ο εαυτός σου. Και δεν ξεχνάς ποτέ ποιος είσαι. Ποιος είσαι πραγματικά. Όχι, ποιος νομίζεις ότι είσαι…

 

Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Κώστα Βουτσά «Τη στιγμή που νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα, παύεις να σκέφτεσαι», εκδόσεις Πατάκη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top