Οι θεατές της γενιάς μου ίσως να θυμούνται τη δανέζικη ταινία κινουμένων σχεδίων «Valhalla» του 1986. Στην ταινία, δύο μικρά αδέλφια συνοδεύουν τον Θωρ, τον θεό του κεραυνού του σκανδιναβικού πανθέου, σ’ ένα ταξίδι στον παράξενο κόσμο της σκανδιναβικής μυθολογίας. Γύρω στα έξι μου είχα αποδώσει στη «Valhalla» τον τιμητικό τίτλο «Αγαπημένη Μου Βιντεοκασέτα».
Όσες φορές και αν την έβλεπα, η καρδιά βάραινε με νοσταλγία γι’ αυτόν τον τόπο που δεν είχα επισκεφθεί ποτέ, εκεί που το γρασίδι φυτρώνει στις στέγες των σπιτιών κάτω από το μουντό χειμερινό ήλιο. Αυτός ίσως ήταν ο λόγος που πολλά χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2007, επισκέφθηκα πρώτη φορά την Ισλανδία.
Τον προηγούμενο χειμώνα, αν και φοιτητής ακόμα στην Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., είχα την καθαρή τύχη να πουλήσω ένα έργο μου. Με αυτό το μικρό κεφάλαιο και ό,τι άλλα χρήματα μπορούσαμε να μαζέψουμε μέχρι το καλοκαίρι σχεδιάζαμε με τη σύντροφό μου το επόμενο ταξίδι μας και έπεσε στο τραπέζι η ιδέα της Ισλανδίας. Αγοράσαμε έναν οδηγό «Lonely Planet», στείλαμε email, πήραμε τηλέφωνα, μετρήσαμε ξανά και ξανά τις αποστάσεις στο χάρτη και τον Αύγουστο προσγειωθήκαμε στο Ρέικιαβικ, με το φιλόδοξο σχέδιο να κάνουμε το γύρω της χώρας σε δέκα μέρες.
Ο προϋπολογισμός του ταξιδιού προέβλεπε μια αυστηρή δίαιτα, η οποία περιλάμβανε ψωμί, τυρί και σοκολάτες από το σουπερμάρκετ και ενίοτε σάντουιτς από βενζινάδικα. Ήταν ένας χρόνος πριν από την κρίση του 2008 και η ισλανδική κορώνα ήταν ακόμα πολύ ακριβή. Από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στην Ισλανδία όλα μου φαίνονταν μικρά και αλλόκοτα. Από το αεροδρόμιο Λέιφουρ Έιρικσον, με τις αίθουσές του φτιαγμένες από γυμνό μπετόν και ξύλο, τα πολύχρωμα σπίτια της παλιάς πόλης του Ρέικιαβικ, την εκκλησία Χάτλγκριμσκιρκγια, της οποίας το σχήμα εμπνέεται από τις κολώνες του βασάλτη, μέχρι τον «Ταξιδευτή του Ήλιου», το μεταλλικό γλυπτό που θυμίζει πλοίο των Βίκινγκς, στο λιμάνι.
Ύστερα από δύο μέρες στο Ρέικιαβικ, νοικιάσαμε ένα αμάξι και ξεκινήσαμε να οδηγούμε προς το Βορρά, μακριά από την πόλη, στον αυτοκινητόδρομο νούμερο 1, στην πραγματική Ισλανδία. Το 2007, η βιομηχανία του τουρισμού δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένη και οι ορδές των καλοκαιρινών επισκεπτών που σήμερα κατακλύζουν τη χώρα ήταν, τότε, μικρές έως ανύπαρκτες. Μπορούσες να πορεύεσαι για δεκάδες χιλιόμετρα χωρίς να συναντήσεις ούτε ένα αμάξι. Μόνο γυμνά βουνά, πεδιάδες πετρωμένης λάβας, χωράφια, καταρράκτες -πολλούς καταρράκτες – και πρόβατα – πολλά πρόβατα.
Στην πρώτη μας στάση, στο Μπόργκαρνες, πατρίδα του ήρωα Έγιτλ Σκάτλαγριμσον, είδα τα πρώτα σπίτια με τύρφη στη σκεπή, όπως τα θυμόμουν απ’ τα κινούμενα σχέδια. Από εκεί συνεχίσαμε μέχρι το γραφικό Όλαφσφιορδουρ, όπου ξαφνιαστήκαμε από τον ήλιο που ανέτελλε στη μέση της νύκτας. Κατηφορίσαμε το Έιγιαφιορδουρ, το μεγαλύτερο φιόρδ της Ισλανδίας, με το νησάκι Χρίσεϊ να επιπλέει νωχελικά στους κόλπους του.
Διαβάστε ακόμα: Το road trip του αρχιτέκτονα και φωτογράφου Γιώργη Γερόλυμπου στην Αμερική.
Περνώντας από το Άκουρεϊρι, την πρωτεύουσα του Βορρά, φτάσαμε στη λίμνη Μίβατν. Ένας μικρός πλανήτης από μόνη της, με νησάκια, ψευδοκρατήρες και αλσύλλια, γειτονεύει με τη γεωθερμική περιοχή Κβέριρ. Από τη Γη στη Σελήνη μέσα σε λίγα χιλιόμετρα. Το κόκκινο χώμα βάφεται βαθύ μπλε και μαύρο από το θειάφι και το σίδηρο γύρω από λάκκους με χρωματιστό νερό που κοχλάζει, ενώ εδώ κι εκεί πυκνός ατμός βγαίνει με πίεση από τη γη.
Τίποτα, όμως, δεν μπορούσε να με προετοιμάσει για τον επόμενο προορισμό μας, τον καταρράκτη Ντέτιφος. Τα νερά από το παγετωνικό ποτάμι που τον γεννά πέφτουν από ύψος 45 μ. σ’ ένα βαθύ, αφιλόξενο φαράγγι πλάτους 100 μ. Εξήντα οκτώ τόνοι νερού το δευτερόλεπτο πέφτουν στο γκρίζο βάραθρο σε μια αέναη βίαιη κίνηση. Όταν πλησιάζεις, το μονότονο τραγούδι του καταρράκτη είναι τόσο δυνατό που σου ταρακουνάει τα σωθικά. Αισθάνεσαι μικροσκοπικός, ακούγοντας την παγωμένη φλέβα της γης να βρυχάται.
Από εκεί, ταξιδέψαμε στο χωριό Χούσαβικ, με σκοπό να δούμε φάλαινες, αλλά το μόνο που καταφέραμε ήταν να θαλασσοπνιγούμε για δύο βασανιστικές ώρες. Στη συνέχεια, ακολουθήσαμε την ανατολική ακτογραμμή της χώρας. Διασχίζοντας μικρά φιόρδ και ψαροχώρια, καταλήξαμε στην παγετωνική λίμνη Γιέκουτλσαουρλον, η οποία σχηματίζεται εκεί που ο παγετώνας Βάτναγιεκουτλ συναντά τη θάλασσα στη νότια ακτή της Ισλανδίας. Από εκεί, στο εθνικό πάρκο Σκάφταφελ, όπου μπορεί κάποιος να δει τον παγετώνα από ψηλά και την παγετωνική έρημο που απλώνεται στα πόδια του να γυαλίζει στον ήλιο.
Συνεχίζοντας προς τα δυτικά, επόμενη στάση μας ήταν το μικρούλι Βικ με τη μαύρη παραλία και μετά ο λεγόμενος χρυσός κύκλος. Ο Γκούτλφος, ο ωραιότερος καταρράκτης της Ισλανδίας, η γεωθερμική περιοχή του Γκέισιρ, όπου ο θερμοπίδακας Στρόκουρ εκρήγνυται κάθε οκτώ λεπτά, εκτινάσσοντας καυτό νερό σε ύψος μέχρι και 40 μ. και, τέλος, το εθνικό πάρκο Θίνγκβετλιρ.
Στο Θίνγκβετλιρ μπορείς να περάσεις από την Ευρώπη στην Αμερική, κάνοντας μόνο λίγα βήματα. Σε εκείνο το σημείο, η ευρασιατική τεκτονική πλάκα συναντιέται, ή μάλλον απομακρύνεται, από την βορειοαμερικανική. Ίσως αυτό να διαισθάνθηκαν και οι εποικιστές της Ισλανδίας στις αρχές του 10ου αι. και επέλεξαν το Θίνγκβετλιρ ως σημείο συνάντησης του Άλθινγκι, της Βουλής τους.
Κάπου εκεί τελείωνε η περιπέτεια, το ίδιο βράδυ επιστρέψαμε το αμάξι, και αφού περάσαμε μια αποχαιρετιστήρια μέρα στο χαριτωμένο Ρέικιαβικ, πήραμε το αεροπλάνο της επιστροφής την επομένη.
Οι μίζεροι άνθρωποι συχνά χαρακτηρίζουν τα μακρινά ταξίδια σε δυσπρόσιτους προορισμούς ως «ταξίδια που κάνεις μια φορά στη ζωή σου, ταξίδια ζωής». Εγώ το μόνο που ήξερα, γυρίζοντας από την Ισλανδία, ήταν πως ήθελα να επιστρέψω. Είχα αφήσει πολλά μέρη που δεν επισκέφθηκα, πολλά πράγματα που δεν είδα. Και το έκανα, πολλές φορές. Έκανα φίλους εκεί, έζησα σ’ ένα χωριό, εργάσθηκα στα ψάρια, ζωγράφισα και εξέθεσα εκεί, έμαθα λίγο τη γλώσσα.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, ετοιμάζομαι να επιστρέψω στο Σίκλουφιορδουρ, το χωριό μου στην Ισλανδία, για επτά μήνες. Βρήκα ένα μέρος στην άλλη άκρη της Ευρώπης που μπορώ να αποκαλώ δεύτερο σπίτι μου. Το απόκοσμο τοπίο, οι μύθοι και οι θρύλοι της Ισλανδίας ήταν η αφορμή, για να ταξιδέψω την πρώτη φορά.
Αυτό που με κράτησε ήταν οι άνθρωποι. Φιλόξενοι, ζεστοί, καλόκαρδοι, γλεντζέδες, αλλά και νεόπλουτοι, σοβινιστές, υπερφίαλοι. Μπορώ να τους αγαπώ και να τους μισώ για τους ίδιους λόγους που μισώ και αγαπώ τους Έλληνες. Κάτω από την κρύα επιφάνειά της, η Ισλανδία βράζει και φλέγεται, με την ίδια θέρμη που συναντά κάποιος στις καρδιές των ανθρώπων της.
//Ο Λευτέρης Γιακουμάκης είναι ζωγράφος. Εξέδωσε το βιβλίο του «55 τρόποι να προφέρετε τη λέξη Σίκλουφιορδουρ», μια συλλογή με σύντομες ιστορίες και σχέδια, εμπνευσμένα από τη ζωή στη βόρεια Ισλανδία. Τα έργα του εκτίθενται στην τελευταία του έκθεση «Σημειώσεις. Πριν και μετά το ταξίδι» στο βιβλιοπωλείο-αίθουσα Τέχνης Φωταγωγός (Στοά Κουρτάκη, Κολοκοτρώνη 59Β και Λιμπονά) μέχρι τις 10 Ιανουρίου. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκευθείτε την ιστοσελίδα του www.left-y.com
Οι φωτό είναι του Λευτέρη Γιακουμάκη και της Νεφέλης Παυλίδου.
Διαβάστε ακόμα: Πώς 6 μήνες στην Ασία βοήθησαν τον γιατρό και ταξιδευτή Κύρο Κόκκα να πάρει τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής του.