Η αθηναϊκή πλατεία που αγαπώ πιο πολύ είναι ασφαλώς η Μαβίλη, και δεν αναφέρομαι καν στο περίφημο «βρόμικο», που δεν έτυχε να το δοκιμάσω παρά μία μόνο φορά κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια – και τώρα φοβάμαι ότι είναι αργά, ένεκα η ηλικία κτλ.
Εδώ, λοιπόν, αναφέρομαι κυρίως στα (τελευταία) αυγουστιάτικα βράδια, όταν η βουή της λεωφόρου ησυχάζει, και στην πλατεία ακούγονται προπάντων οι πίδακες, και κυριαρχεί το γελαστό σιντριβάνι. Κι αυτό, έλεγε ο Ρίλκε, είναι το τέλος, το φινάλε, ο θάνατος – αυτό: ένα γελαστό σιντριβάνι.
Εκεί στάθηκα τις προάλλες, συγκεκριμένα στις 23 Αυγούστου, στα Εννιάμερα της Παναγιάς, αργά τη νύχτα, και απήγγειλα με στεντόρεια φωνή, διά χειλέων της προτομής του Μαβίλη: Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε / την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει / ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει, / μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νάναι!
Κατόπιν, πήρα τη στράτα (το θέτω λυρικά) που οδηγεί στο σημείο δολοφονίας του Ίωνα Δραγούμη, ο γαμπρός του οποίου βρέθηκε στην Κέρκυρα κατά το έτος 1896, στρατολογώντας νέα μέλη για μια διαβόητη μυστική οργάνωση, την Εθνική Εταιρεία.
Ο στρατολόγος ήταν ο Παύλος Μελάς, τον οποίο αγκάλιασε δακρυσμένος ένας γηραιός ποιητής, μαθητής του Σολωμού, ο Ιάκωβος Πολυλάς, δάσκαλος άλλου ποιητή, τριάντα έξι ετών τότε, κι επίσης παρόντα στην ομιλία – μιλώ για τον Λορέντζο Μαβίλη.
Ύστερα από χρόνια, ο Μαβίλης διηγήθηκε το ως άνω περιστατικό στη Ναταλία Δραγούμη-Μελά, και της είπε ότι ο Πολυλάς, βλέποντας τον Παύλο, αισθάνθηκε «σα ν’ αντίκρισε στα γεράματά του ζωντανό ένα πλάσμα της φαντασίας του».
Fun fact: ο Πολυλάς πέθανε την ίδια εκείνη χρόνια, λες και είπε: νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, εφόσον οι οφθαλμοί του είδαν τον αφάνταστο Παύλο. Και δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Πολυλάς γεννήθηκε (το 1825) στις 13 Οκτωβρίου, δηλαδή την ίδια μέρα κατά την οποία σκοτώθηκε (το 1904) ο Παύλος Μελάς στη Μακεδονία.
Η ζωή θα ξεπερνά πάντα τη φαντασία – θέλω να πω, λέει ο Πόε: Truth is stranger than fiction! Έτσι αισθάνομαι κοιτώντας την προτομή του Μαβίλη, ο οποίος εντάχθηκε στην Εθνική Εταιρεία και συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση, ενώ έλαβε μέρος και στον Ατυχή Πόλεμο του 1897, επιχειρώντας να απελευθερώσει την Ήπειρο με εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές, που τους πλήρωνε ο ίδιος.
Εκεί, σε ένα στιγμιότυπο που σαν να προλογίζει το ένδοξο τέλος του, ο Μαβίλης τραυματίστηκε στο χέρι, αλλά δεν ξέρω σε ποιο ακριβώς – μακάρι να ήταν το αριστερό, όπως συνέβη στον Μιγέλ ντε Θερβάντες όταν πολέμησε στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, εκδικούμενος τους Οθωμανούς για την άλωση της νήσου Κύπρου, το 1571. Με το δεξί, αργότερα, έγραψε τον Δον Κιχώτη.
Ο Μαβίλης, από την άλλη, έγραψε τα ωραιότερα σονέτα της ελληνικής γλώσσας, μάλιστα στη δημοτική, που την υπερασπίστηκε με πάθος κατά το 1910, ως βουλευτής, διακηρύσσοντας ότι «δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις αλλά χυδαίοι άνθρωποι». Έτσι πάει.
Ύστερα από δυο χρόνια ο Μαβίλης βρέθηκε ξανά στη φωτιά της μάχης, αυτή τη φορά με τον Ερυθρό Χιτώνα των Γαριβαλδίνων, του τάγματος εθελοντών ιπποτών που είχε συγκροτήσει ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, γνωστός και ως «Ήρωας των Δύο Κόσμων», τουτέστιν της Αμερικής και της Ευρώπης, της Δύσης και της Ανατολής.
Κι ο Μαβίλης, όμως, τι άλλο ήταν; Ο πατέρας του ήταν Ισπανός, και η μάνα του ήταν ανιψιά του Ιωάννη Καποδίστρια – η μάνα του οποίου, η μάνα του Καποδίστρια, το ξεχνάμε καμιά φορά ότι ήταν Κύπρια, η Αδαμαντία Γονέμη. Για φαντάσου.
Ο ίδιος ο Λορέντζος είχε γεννηθεί στην Ιθάκη αλλά ανδρώθηκε πνευματικά στην Κέρκυρα (στο εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας»), και ήταν μέλος της εκεί Αναγνωστικής Εταιρείας, η οποία οργάνωσε τον αγώνα των Επτανήσων για ένωση με την Ελλάδα. Τα Επτάνησα είναι βέβαια το δυτικό άκρο του Ελληνισμού. Το ανατολικό έμεινε μόνο του.
Ο Μαβίλης, πάντως, έφτασε νοερά μέχρι την Ινδία, όταν έμαθε σανσκριτικά για να μεταφράσει στα καθ’ ημάς τη Μαχαμπαράτα. Ήταν κοσμοπολίτης, ουσιαστικά – άσε που έπαιζε και σκάκι.
Το 1912, λοιπόν, στις 28 Νοεμβρίου, στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ο Λορέντζος Μαβίλης πάει με τους Γαριβαλδίνους στο Δρίσκο και πολεμά για τα Γιάννενα, πολεμά για την Ήπειρο. Και την επαύριον, όταν τραυματίζεται θανάσιμα, λέει τα ακόλουθα, τα έσχατα λόγια: «Επερίμενα πολλές τιμές, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου».
Στο στρατιωτικό νοσοκομείο λέγεται ότι ο Μαβίλης ζήτησε χαρτί και μολύβι, μα δεν πρόλαβε να γράψει τίποτα. Ίσως ήθελε να ξαναγράψει τον στίχο: «Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου, ήλιος αλλού δεν λάμπει!». Θυμίζω ότι ο ποιητής αυτός ήταν παγκόσμιος.
Στην Αθήνα, τα νέα του θανάτου συγκλόνισαν το κορίτσι που τον είχε αγαπήσει, τη Θεώνη Δρακόπουλου, a.k.a. Μυρτιώτισσα, που αποφάσισε να γράψει ποίηση για να τον πενθήσει σωστά, και νομίζω ότι τα κατάφερε – δηλαδή: Τι άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα / και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου, / αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου, / –κι ας είσαι νεκρός– πλημμυρούν από Σένα; // Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα / τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου / γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου / αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!
Κάτι τέτοια ισχυρίζομαι ότι ακούγονται τα βράδια του Αυγούστου στην Πλατεία Μαβίλη, όταν νιώθουμε ο ένας τον άλλον παντού, σαν να μην πέρασε μια μέρα, ταρατά τα τα κτλ., οπότε η προτομή του ποιητή τραγουδά: Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι, / τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν· / θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Αυτά, και καλό φθινόπωρο.
Διαβάστε ακόμα: Το γελαστό παιδί Μάικλ Κόλινς.