Ο αφοσιωμένος αναγνώστης της στήλης θα θυμάται (και τον ευγνωμονώ) την απόπειρα του σερ Γουόλτερ Ράλεϊ να αποικίσει την Ανατολική Ακτή της Βορείου Αμερικής κατά τον 16ο αιώνα, για λογαριασμό της Βρετανίας, όταν έστειλε εκεί μια ομάδα μεταναστών, και ονόμασε την έκταση Βιρτζίνια, προς τιμήν της παρθένου βασίλισσας Ελισάβετ.
Ως εδώ, καλά. Αυτό που δεν ανέφερα στο κείμενο για τον Ράλεϊ είναι η αποτυχία του εγχειρήματος, όταν οι άποικοι δεν άντεξαν τις κακουχίες και γύρισαν άρον άρον στη Βρετανία. Ο Ράλεϊ προσπάθησε πάλι, με ίδια και χειρότερα αποτελέσματα, καθότι οι άποικοι εξαφανίστηκαν, και κατέληξαν σε ένα μυθιστόρημα με τίτλο: Η χαμένη ήπειρος.
Στις αρχές, λοιπόν, του 17ου αιώνα, όταν ο σερ Ράλεϊ είχε πια απαγχονιστεί, οι Βρετανοί αποφάσισαν να αποικίσουν τον Ανατολική Ακτή με πολιτειακό πρότυπο την Ιρλανδία, γι’ αυτό και ο όρος «Άγριος Ιρλανδός» ταυτίστηκε με τον όρο «Ινδιάνος».
Οι Βρετανοί δεν υπολόγισαν ότι η Ιρλανδία, περισσότερο από πρότυπο αποικίας, ήταν πρότυπο εξεγερμένης και βίαιης αποικίας, γεγονός που αποθάρρυνε τη φτωχολογιά: κανένας δεν ήθελε να μεταναστεύσει σε μια περιοχή που θα έμοιαζε με την Ιρλανδία.
Για να σώσουν την παρτίδα, οι Βρετανοί το έριξαν στο μάρκετινγκ, εξάπτοντας την πείνα των φτωχών για ιδιοκτησία: «Στη Βιρτζίνια», έλεγαν τα φυλλάδια, «άφθονη γη και λιγοστός μόχθος∙ στην Αγγλία, λιγοστή γη και άφθονος μόχθος».
«Αυτό ήταν το σλόγκαν που συνόψιζε την κατάσταση», γράφει ο ιστορικός Χιου Μπρόγκαν, και προσθέτει: «Στην προβιομηχανική εποχή, η γη θεωρούνταν ως το πλέον σπουδαίο προνόμιο την ώρα που η σωματική εργασία, πολύ συχνά, ήταν το μόνο που μπορούσε να πουλήσει ένας άνθρωπος. Έτσι, ήταν εύκολο να παρουσιαστεί η Βιρτζίνια ως γη των ευκαιριών».
Προκειμένου, τώρα, να δοθούν και χειροπιαστά τεκμήρια για τον πλούτο, αλλά και για την ίδια την ύπαρξη της Βιρτζίνια, οι Βρετανοί δεν δίστασαν να σύρουν πέντε Ινδιάνους στο Λονδίνο, το έτος 1605, και να τους περιφέρουν ως διαφημιστικό θέαμα.
Ο λαός είδε και πίστεψε, και πήγε στα καράβια, τα οποία μπαρκάρισαν κατά τον Μάιο του 1607, μεταφέροντας 144 ανθρώπους στον παράδεισο, και στέλνοντας τους τριάντα εννιά από αυτούς ακριβώς εκεί (όπως, τουλάχιστον, ελπίζω), κατά κυριολεξίαν.
Οι επιζώντες, οι 105 άποικοι που έφτασαν στην Αμερική, ίδρυσαν στις εκβολές του ποταμού Τζέημς την Τζέημστάουν, προς τιμήν του βασιλέως Ιακώβου, και βρήκαν τον δικό τους ηγέτη στο πρόσωπο ενός τυχοδιώκτη ο οποίος έμελλε να δώσει το όνομά του σε εκατομμύρια Αμερικανούς, και να γίνει ήρωας σε βιβλία, ταινίες, καρτούν κτλ.
Μιλάμε βέβαια για τον Τζον Σμιθ, χαρτογράφο, πιονιέρο και πρόεδρο, ο οποίος κλήθηκε κατ’ αρχάς να αντιμετωπίσει τη μαλάρια, την πανούκλα, τη δυσεντερία, τον κίτρινο πυρετό, το σκορβούτο, και μιαν ακόμα ασθένεια, ίσως την πιο ανεξιχνίαστη και τρομερή, που την είπαν: βακτήριο της μελαγχολίας. Και τότε δεν υπήρχαν καν Ζάναξ.
Επιπλέον, ο Σμιθ έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Ινδιάνους, ο αρχηγός των οποίων, ο ανδρείος Ποουχάταν, ήταν έτοιμος να του σπάσει το κεφάλι στη διάρκεια μιας μάχης, και οπωσδήποτε θα το έκανε, αν δεν εμφανιζόταν, ως διά μαγείας, ως από μηχανής θεά, η ηρωίδα της σημερινής ιστορίας, η δωδεκάχρονη κόρη του αρχηγού, η Ματόακα.
Χάρη στη γενναιοδωρία της, ο Τζον Σμιθ την έβγαλε καθαρή, και κατόρθωσε να εδραιώσει την αποικία, που έφτασε να αριθμεί πάνω από 2.500 κατοίκους μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες. Ώστε οι ακαδημαϊκοί που θέλουν να γκρεμίσουν σήμερα τα αγάλματα του Κολόμβου, θα έπρεπε να τα βάζουν με τη Ματόακα: αυτή φταίει για όλα.
Θέλω να πω, εκτός από τη διάσωση του Σμιθ, η Ματόακα πυροδότησε κατά έναν μεγάλο βαθμό και την ως άνω πληθυσμιακή αύξηση, εφόσον ερωτεύτηκε έναν Βρετανό, τον Τζον Ρολφ, και τον παντρεύτηκε κιόλας, το έτος 1613.
Τρία χρόνια μετά, τον Ιούνιο, η Ματόακα έφτασε στο Λονδίνο, σαν ενσαρκωμένη ρεκλάμα της Βιρτζίνια, και έτυχε θερμής υποδοχής από τη βασίλισσα Άννα, ενώ είχε την ευκαιρία να συναντηθεί και με τον παλιόφιλο Τζον Σμιθ. Μάλιστα, σε αυτόν αποκάλυψε για πρώτη φορά (ούτε καν στον άντρα της δεν το είχε πει) ότι το αληθινό της όνομα ήταν Ματόακα. Μέχρι τότε, ο Σμιθ, όπως όλοι (όπως κι εμείς), την ήξερε ως Ποκαχόντας.
Η αποκάλυψη δεν έγινε τυχαία: η Ματόακα, που δεν είχε κλείσει ακόμη τα είκοσι τρία, αρρώστησε και πέθανε στην Αγγλία, κι ενταφιάστηκε εκεί. Δεν ήθελε, λοιπόν, να ξεχαστεί το όνομά της, και τα κατάφερε – και τα ονόματα ήταν πολλά. Σε ένα πορτρέτο της διαβάζουμε τη λατινική επιγραφή: Matoaka alias Rebecca filia potentissimi principis Powhatani imperatoris Virginiae. Μια ακόμα Ρεβέκκα, μια ακόμα Μαρία.
Ή μια «πριγκιπέσα», όπως μεταφράζει ο Έκτωρ Κακναβάτος τον Μαρσέλ Σβομπ, στον φανταστικό βίο της «Ποκαόντα», που κλείνει ως εξής: «Η φτωχή Ματόακα είχε ένα καπέλο με υψηλό κάλυμμα με δύο γιρλάντες από μαργαριτάρια, μια μεγάλη τραχηλιά από σκληρή νταντέλα και κρατούσε μια βεντάλια από φτερό. Είχε πρόσωπο λεπτό και μακρόστενα μήλα και μεγάλα γλυκά μάτια». Και κουρασμένα, προσθέτω εγώ∙ οπωσδήποτε κουρασμένα μάτια.
Διαβάστε ακόμα: Βιρτζίνια Χολ. Η κατάσκοπος που αγάπησα.